Σελίδες
Σάββατο 28 Μαρτίου 2009
«Ο θάνατος είναι ταμπού ακόμη και για τους Ιάπωνες»
Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009
Ταινία απερίγραπτης ομορφιάς και γνήσιου συναισθηματισμού
Το "Departures" είναι ένας φόρος τιμής στον νεκρό...
Το Γιαπωνέζικο σινεμά είναι εδώ, πιστό στην ακριβοθώρητη κουλτούρα χρόνων και πλαισιωμένο με νεωτεριστικά στοιχεία, δια χειρός Yojiro Takita. Ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ έχει κάνει το εξής εντυπωσιακό: έχει γυρίσει 42 ταινίες, λιγότερο γνωστές (με πιο δημοφιλή μέχρι σήμερα το "When the Last Sword Is Drawn"), σε διάρκεια μόλις 27 χρόνων.
Ένα σινεμά που παραδίδει μάθημα αρμονίας
Το θέμα του έργου παραπέμπει στην πάλαι Άπω Ανατολή, όπου ο σεβασμός επί του νεκρού ήταν πρώτιστης σημασίας, κάτι που πλέον απειλείται με την έλευση στην περιοχή των πολλών θρίλερ και ταινιών δράσης. Με ελαφριούς συμβολισμούς και καλοσυνάτη κατάνυξη, οι απίθανες ερμηνείες δένουν με την όμορφη εικόνα και το δράμα με την ελαφριά κομεντί. Σπανίως τραγικό και σπανίως ξεκαρδιστικό, συνήθως κάπου ανάμεσα. Ο Takita, όμως, δεν πάει το αριστούργημα μέχρι τέλους. Σε κάποιο προχωρημένο σημείο χάνει τον άψογο ρυθμό του και κάνει πιο συγκεκριμένο το σενάριο του, μέχρι να περιμαζευτεί πάλι στο φινάλε. Φαντάζει κάπου να το φοβήθηκε. Οι Αμερικανοί το λάτρεψαν για λόγους επιρροών. Παραπέμπει, στο καλύτερο του μέρος, στο σινεμά του Yasujiro Ozu, που πρόσφατα έχει αναγνωριστεί, και, συνολικά, στον πρώιμο Ang Lee, που τόσο λατρεύουν οι Αμερικανοί. Είναι ένας κινηματογράφος που εκφράζει τη χώρα του και κυρίως δένει την παράδοση με το νέο, χωρίς να προσβάλει κανένα από τα δύο.
Σταύρος Γανωτής Cine.gr
Τρίτη 24 Μαρτίου 2009
ΤΑΙΝΙΑ : Συμφιλίωση με τον θάνατο
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009
Jar City
Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009
Για κριτικούς και κατινιές
Γράφει ο Μιχάλης Ρέππας
Ένα έργο τέχνης είναι μια προσομοίωση ζωής και το προσλαμβάνουμε ολοκληρωτικά ψυχοσωματικά όπως και τη ζωή. Και στη ζωή δεν υπάρχουν ειδικοί. Όποιος λέει πως ξέρει τη ζωή είναι ή πολύ απατεώνας ή πολύ ηλίθιος. Το ίδιο ισχύει και για την τέχνη. Η τέχνη όπως η θρησκεία, τα ήθη, οι ιδεολογίες, είναι κοινωνικά μορφώματα που αναδύονται μέσα στην κοινωνία και τη διαμορφώνουν και μόνο στην προοπτική του χρόνου μπορούμε να έχουμε μια απόσταση σχετικής ψυχραιμίας για να τα επεξεργαστούμε και να πούμε ποια από τα έργα τους υπήρξαν όντως αξιόλογα.
Ποιο ακριβώς, λοιπόν, είναι το επάγγελμα του κριτικού (ως ειδικού να βλέπει) δεν το ξέρω, αλλά το δέχομαι όπως και πολλά άλλα πράγματα που δεν κατανοώ. Φυσικά, δεν αγνοώ ταυτόχρονα ότι το θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η ελεύθερη έκφραση της γνώμης. Αλλά δημοκράτης δεν σημαίνει «λέω ό,τι μου κατέβει στην γκλάβα». Δημοκράτης είναι ο πολίτης που αυτοπεριορίζεται γιατί σέβεται τα όρια του άλλου. Και για να περάσω στο προκείμενο, πριν από δύο εβδομάδες δημοσιεύτηκε στο «Αθηνόραμα» κριτική για την ταινία του Βάιντα «Κατύν». Μια απορριπτική κριτική που κατηγορούσε την ταινία ότι «παρουσίαζε το γεγονός της εξόντωσης του Κατύν ξεκομμένο από το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής».
Μπορεί βεβαίως η ταινία να μην αίρεται, κατά τη γνώμη του εν λόγω κριτικού, στο ύψος της μεγάλης τέχνης αλλά σίγουρα είναι μια πολύ σοβαρή καταγραφή ενός γεγονότος. Το 1940, στο Κατύν δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ 12.000 Πολωνοί αιχμάλωτοι από τους Σοβιετικούς. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο. Και για να ανασκευάσεις την καταγγελία του πρέπει να γράψεις πολλές σελίδες τεκμηριωμένης ιστορικής μελέτης και όχι να πετάς ένα «ξεκομμένο από το ιστορικό πλαίσιο». Ήθελα να ήξερα ποια σύνδεση με το ιστορικό πλαίσιο μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονία δώδεκα χιλιάδων; Ποια σταλινική ή χιτλερική άλγεβρα μπορεί να βγάλει έστω ένα επιχείρημα για μια μαζική εξόντωση; Μόνο η ηθική του Νταχάου και του Γκουλάγκ.
Και δεν φτάνει η ανερμάτιστη απόρριψη της ταινίας. Στη φωτογραφία που συνοδεύει την κριτική υπάρχει η ανήκουστη λεζάντα «ιστορικό ξεκατίνιασμα». Εδώ πια δεν τίθεται θέμα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Εδώ ξεπερνιέται κάθε όριο σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ γίνεται ένα χιουμοριστικό λογοπαίγνιο όγδοης κατηγορίας εις βάρος των νεκρών. Γιατί η ταινία (ακόμα και αν είναι μονόπλευρή) περιέχει κάτι από τον πραγματικό θάνατο 12.000 ανδρών. Και ο θάνατος μόνο μιαν αντίδραση σηκώνει. Τη σιωπή.
ΠΗΓΗ:Real News
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009
Zoom In
Συνηθίζουμε να θεωρούμε το χρόνο ως ένα “κάτι” στο οποίο απλά ζούμε “μέσα” του. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε μέσα στο ποτάμι του χρόνου που κυλάει ασταμάτητα κι εμείς σαν αδύναμοι κολυμβητές πάμε με τα νερά του. Μια τέτοια αντίληψη για το χρόνο τον τοποθετεί αυτόματα έξω από εμάς και καθιστά την ιστορία μια απλή διαδοχή γεγονότων που περιγράφουν σε πρώτη φάση οι δημοσιογράφοι και δευτερευόντως και πιο εμπεριστατωμένα οι ιστορικοί επιστήμονες.
Τι γίνεται όμως αν θεωρήσουμε ότι ο χρόνος δεν είναι απλώς κάτι έξω από εμάς, ότι βρίσκεται τόσο έξω μας όσο και μέσα μας; Ο άνθρωπος τότε γίνεται το κατεξοχήν “χρονικό” ον, το οποίο, όχι μόνο βιολογικά αλλά και ουσιωδώς, από τη στιγμή που γεννιέται βαδίζει προς το 'τέλος' του. Η ιστορία παύει να είναι εκείνη η διαδοχή γεγονότων, η καταγραφή και η ανάλυσή τους και γίνεται το στοιχείο εκείνο που καθορίζει συνεχώς και ως προς την ουσία του τον τρόπο που είμαστε.
Σύμφωνα με μια τέτοια θεώρηση το κάθε γεγονός ως τέτοιο αλλάζει υφή και βαρύτητα. Παύει να αντλεί την ουσία του από τις ευκαιριακές περιγραφές των δημοσιογράφων και την εκάστοτε πολιτική προπαγάνδα. Σταματά να αναζητά αντικειμενικότητα στις κριτικές αναλύσεις των ιστορικών επιστημόνων.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα προσπαθεί να προσεγγίσει και ο διάσημος Πολωνός σκηνοθέτης Andrzej Wajda ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της πατρίδας του, αυτό της εκτέλεσης 20.000 Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Katyn την άνοιξη του 1943. Έχοντας και ο ίδιος προσωπική εμπειρία από το γεγονός, αφού ο πατέρας του ήταν ένα από τα θύματα του μαζικού αυτού εγκλήματος, ο σκηνοθέτης μας διηγείται μία ιστορία που έχει ως κεντρικό άξονα τις αγωνίες και το αντίκτυπο που φέρνει ο πόλεμος στις ζωές των ανθρώπων. Κι ενώ εδώ η ιστορική αλήθεια και η αποκατάστασή της έχει μία σημασία, αυτό που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία δεν είναι παρά η περιγραφή της αλήθειας που με αδιαμφισβήτητο τρόπο βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθημερινά.
Με λίγα λόγια, το “Katyn” προσπαθεί να επαναφέρει τα πράγματα σε μία βάση που συχνά ξεχνάμε ή αμελούμε. Μέσα από μία βαθιά και γεμάτη βιωματική εμπειρία καλλιτεχνική ματιά, μας υπενθυμίζει ότι πέρα από όσα λέγονται και γράφονται, είτε βρισκόμαστε στην Πολωνία της δεκαετίας του '40, είτε στην Ελλάδα του 2008, η πραγματική ιστορία και το νόημά της θα γράφεται, πάντα και κατά πρώτο λόγο, στις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων.
Γιώργος Φιλιππόπουλος
yorgosfilippopoulos@yahoo.gr
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΠΕΜΠΤΗ 12 ΜΑΡΤΙΟΥ
ODEON ΟΠΕΡΑ - Αίθουσα 1
Ακαδημίας 57
ΩΡΕΣ 16.50-19.45-22.30
» ΓΑΛΑΞΙΑΣ - Αίθουσα 2
Αρχή Λ.Μεσογείων, Αμπελόκηποι
ΩΡΕΣ 17.50-20.10-22.30
"Ενα κομψό, γλυκόπικρο φιλμ, σινεμα τελετουργικής ακρίβειας, πολύτιμης απλότητας και βαθιάς συγκίνησης"
Χρήστος Μήτσης -ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
"Ένα κομψοτέχνημα σπάνιας σεμνότητας και βαθιάς ανθρωπιάς που σου ταρακουνά σκέψεις και αισθήσεις.." Ρόμπι Εκσιέλ- ΕΘΝΟΣ
“Ένα κομψοτέχνημα που σου κλέβει την καρδιά συμφιλιώνοντας σε με τον θάνατο. Νιώθεις τόσο όμορφα παρακολουθώντας τις ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ώστε στο τέλος δεν πιστεύεις ότι πέρασαν 130 λεπτά!” Γιάννης Ζουμπουλάκης – ΤΟ ΒΗΜΑ
"Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από μια με λεπτότητα, χιούμορ και λυρική διάθεση, απομυθοποίηση του θανάτου"
Νίνος Φένεκ-Μικελίδης - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
"Ξετρελάθηκα με την ταινία. Κυρίως επειδή είναι από τα λίγα πράγματα που με έκαναν φέτος να δακρύσω. Κι έχει σημασία επειδή με την κουλτούρα της Απω Ανατολής γενικώς δεν εφαπτόμαστε, δεν μπορώ να τους νιώσω, μόνο εξ αποστάσεως να τους παρακολουθήσω. Εδώ έγινα ένα." Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
«Οι ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ξεχειλίζουν από τρυφεράδα και ευγένεια. Ένας βαθιά συγκινητικός ύμνος στη ζωή». Μαρίνα Τσικλητήρα – FAQ
"Oι Αναχωρήσεις είναι εξαιρετικά γραμμένες, αιθέρια σκηνοθετημένες, σοφά δομημένες και τρομερά συγκινητικές - η σεκάνς του τέλους δεν γίνεται να μην σας ανατριχιάσει.." Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος -LIFO
"Στην περίπτωση των διακριτικών και απέραντα ανθρώπινων «Αναχωρήσεων», ο χαμένος θα είναι ο θεατής εάν δεν δει αυτή την αληθινά ξεχωριστή ταινία". Κωνσταντίνος Καϊμάκης - CITIPRESS
Τρίτη 10 Μαρτίου 2009
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Μέσα από την οικειοποίηση του θανάτου, πρωταγωνιστής και θεατές, αντιλαμβάνονται, νιώθουν την κυκλικότητα της ζωής, τα «χρέη» σε αγαπημένους μας που αναμένουν πάντα να ξεπληρωθούν. Ο θρήνος της απώλειας επαναφέρει μια χαμένη επαφή με την ανθρωπιά μας. Και αυτό λυτρώνει πρωταγωνιστή και θεατές.
Η τελετή της αναχώρησης είναι μια θύμηση.
Ο θάνατος γίνεται μια θύμηση της ζωής.
Μ.Κ
“Push”: Based on a Novel by Sapphire
ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΡΚΑ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/01/2009)
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009
Τα θύματα αναζητούν τους δολοφόνους τους
Εάν μπορούσαν να μιλήσουν οι νεκροί, θα είχαν αποφευχθεί όλες οι συζητήσεις που συνοδεύουν αυτό το τραγικό γεγονός. Όμως, ποιος μπορεί να αρθρώσει λέξη με μία σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι; Ξέρω πως ανοίγω μια δύσκολη συζήτηση η οποία δεν ήταν στις προθέσεις μου. Οδηγήθηκα σε αυτήν «δια της τεθλασμένης», όπερ σημαίνει πως μία ταινία με έφερε αντιμέτωπο με ένα ιστορικό γεγονός, με ένα έγκλημα στο οποίο ούτε η δίκη των ναζιστών στη Νυρεμβέργη έδωσε απάντηση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Μια δική μας υπόθεση…
Μιλώντας για το «Κατίν», τη νέα του ταινία, ο διάσημος πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα, και φοβούμενος την πολιτική εκμετάλλευση είπε πως τη γύρισε για τους συμπατριώτες του. «Επεχείρησα να τους δώσω ένα πεδίο για διάλογο, επειδή τελικά το Κατίν είναι μία δική μας υπόθεση», λέει.
Τελικώς η πολιτική εκμετάλλευση δεν απεφεύχθη, ούτε οι πολιτικές αντιπαραθέσεις. Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ούτε ο Βάιντα άφησε πολλά περιθώρια για διάλογο, αφού υιοθέτησε την μία από τις δύο απόψεις. Αλλά τι να κάνουμε. Ως σκηνοθέτης έπρεπε να πάρει μία θέση, αυτό έκανε και ορθώς έπραξε. Ε, αυτό ήταν! Ξέσπασε πόλεμος! Και τι να σου κάνει ένας δυστυχής κριτικός κινηματογράφου ο οποίος στέκει ανάμεσα στα πυρά δύο διαφορετικών ιστορικά απόψεων; Το σκέφτηκα αρκετά, ζύγισα τα γεγονότα, διάβασα όσα μπορούσα και τελικώς κατέληξα κάπου. Πριν όμως παραθέσω την άποψή μου για την ταινία «Κατίν» του Αντρέι Βάιντα, ξεκαθαρίζω δύο πράγματα τα οποία θα πρέπει να έχετε κατά νου, εφόσον αποφασίσετε να διαβάσετε παρακάτω:
1) Ο Αντρέι Βάιντα είναι ένας σημαντικός σκηνοθέτης ο οποίος στο παρελθόν μας έδωσε εξαιρετικές ταινίες όπως «Κανάλ» (1957), «Ο άνθρωπος από μάρμαρο» (1977), «Χωρίς αναισθητικό» (1978), «Ο άνθρωπος από σίδερο» (1981), «Δαντών» (1982). Το γεγονός, λοιπόν, πως μέσα από το έργο του κρατούσε μία κριτική στάση απέναντι στο «κομμουνιστικό» (να το κάνει ο θεός), καθεστώς δεν τον κάνει αντικομμουνιστή. Άρα δεν είναι στα μάτια μου εκ των προτέρων ιδεολογικά ύποπτος πολλώ δε μάλλον, φασίστας.
2) Η ταινία του Βάιντα, δε δικαιώνει κανένα φασιστόμουτρο από όλα αυτά που έχουν πλημμυρίσει τις διάφορες ιστοσελίδες και νοιώθουν δικαιωμένα –κάκοχρονο να’ χουν. Όση χολή κι αν χύσουν, η εγκληματική τους ιδεολογία αλλά και τα ίδια τα εγκλήματα που διέπραξαν οι ναζιστές δεν ακυρώνονται από ένα έγκλημα της άλλης πλευράς.
Η Ιστορία και ο κινηματογράφος
Το 1940 η Πολωνία βρισκόταν υπό την κατοχή τόσο των Σοβιετικών όσο και των Γερμανών. Τότε ο σοβιετικός στρατός συνέλαβε 20.000 πολωνούς αξιωματικούς, επιστήμονες και διανοούμενους και τους μετέφερε στο δάσος του Κατίν. Εκεί, λοιπόν, σύμφωνα με την εκδοχή του Βάιντα, οι κρατούμενου εκτελέστηκαν με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο πατέρας του σκηνοθέτη. Όταν το 1943 οι ναζί κατέλαβαν τη Δυτική Ρωσία ανακάλυψαν τους οκτώ ομαδικούς τάφους. Όπως ήταν φυσικό δεν έχασαν την ευκαιρία και αμέσως κατηγόρησαν τους «κόκκινους» για το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά η Σοβιετική Ένωση ουδέποτε παραδέχτηκε το έγκλημα, το απέδωσε στη ναζιστική προπαγάνδα και κατηγόρησε γι’ αυτό τους Γερμανούς.
Έτσι, μέχρι το 1990 οι ομαδικοί τάφοι που είχαν βρεθεί στο δάσος του Κατίν, αποδιδόταν από την επίσημη σοβιετική Ιστορία στους ναζί. Τότε, ο Γκορμπατσόφ έδωσε στη δημοσιότητα τα σοβιετικά αρχεία τα οποία έδιναν μία διαφορετική εκδοχή. Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης ζητώντας συγνώμη από την Πολωνία παραδέχτηκε πως το έγκλημα έγινε από τον Στάλιν. Η Ιστορία πλέον αλλάζει και για το αποτρόπαιο έγκλημα αθωώνονται οι ναζί και ενοχοποιείται η Σοβιετική Ένωση. Ήταν 13 Απριλίου, στη Σοβιετική Ένωση έπνεε ένας διαφορετικός αέρας, ήταν η εποχή της γκλάσνοστ και της περεστρόικας του Γκορμπατσόφ. Κι όσο κι αν τον αποκαλούν κάποιοι πράκτορα –χωρίς στοιχεία βέβαια- ας μας πουν τι έλεγαν τότε οι ίδιοι για τον ηγέτη της ΕΣΣΔ, από κεκτημένη ταχύτητα φυσικά, στο πλαίσιο του αλάνθαστου της σοβιετικής ηγεσία που τόσο θαύμαζαν πιστοί στο δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα». Την ημέρα εκείνη ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε την ευθύνη των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του για το μαζικό έγκλημα στο δάσος του Κατίν.
Με βάση αυτά τα στοιχεία ο Αντρέι Βάιντα δίνει τη δική του απάντηση στην ερώτηση: «Ποιοι δολοφόνησαν τους Πολωνούς στρατιώτες και τους έθαψαν στο δάσος του Κατίν κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Οι ναζιστές, όπως έλεγε το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ, ή οι Σοβιετικοί όπως υποστήριζαν οι ναζί;». Δύσκολη η απάντηση και με κόστος, το οποίο αναλαμβάνει ο Βάιντα.
Το «Κατίν» είναι μια άρτια σκηνοθετική δουλειά. Η θαυμάσια δραματουργία δημιουργείται μέσα από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που ζουν τα γεγονότα. Μέσα από αυτές υποστηρίζει την ιστορική της άποψη και έτσι καταφέρνει να αγγίξει το θεατή αναταράσσοντας το συναίσθημα του. Η πιστή αναπαράσταση της εποχής και η ολοκληρωμένη σκηνοθεσία του Βάιντα συνθέτουν μια ταινία που πατάει γερά στα πόδια της. Βέβαια δε θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από τον 82χρονο σκηνοθέτη που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις με τις ταινίες του στο παρελθόν
Στο ιδεολογικό επίπεδο τώρα, πιστεύω πως καμία προπαγάνδα δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο, πάντοτε έρχεται η ώρα που λάμπει η αλήθεια. Ακόμη κι όταν αυτήν η αλήθεια δεν μας αρέσει, ανατρέπει πράγματα που πιστεύαμε ως θέσφατα επί δεκαετίες, μόνον κακό δεν πρόκειται να κάνει στην Αριστερά. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά τα αποτελέσματα της απόκρυψής της. Και φυσικά το γνωρίζουν και όλοι αυτοί οι οποίοι δια της αποκρύψεως έκαναν μάγκες όλους εκείνους που βάσισαν στο δικό «μας» ψέμα το αντικομουνιστικό τους ιδεολόγημα. Κάτι τα πρόσωπα ηγετικών στελεχών που εξαφανίζονταν από φωτογραφίες, άμα τη φυσική τους εξόντωση, κάτι οι εισβολές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, κάτι τα γκουλάγκ αλλά και οι διηγήσεις αγωνιστών πολιτικών προσφύγων που χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν από την άλλη «πλευρά», μας έκαναν φιλύποπτους.
Ο Βάιντα λέει
Ας διαβάσουμε, τώρα, τι λέει ο Αντρέι Βάιντα για όλα αυτά:
«Το Κατίν κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη μακρά σκηνοθετική μου καριέρα. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έβλεπα την πτώση της ΕΣΣΔ ή ότι η ελεύθερη Πολωνία θα με άφηνε να μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη το έγκλημα του Κατίν και τα ψέματα που το περιέβαλαν. Πριν ακουμπήσω το μολύβι στο χαρτί, ένα δίλημμα στριφογύριζε στο μυαλό μου: να γυρίσω μια ταινία για τους εκτελεσμένους αξιωματικούς; Όχι, θα γινόταν αμιγώς πολιτική. Να γυρίσω μια ταινία για τις γυναίκες, που περίμεναν μάταια πίσω; Όχι, θα ήταν ψυχολογική. Αποφάσισα πως έπρεπε να συνδέσω τις δύο πλευρές, τα δύο άμεσα θύματα της τραγωδίας και να γυρίσω ένα συμβολικό φιλμ, γυμνό από συναισθηματισμούς, για το ψέμα, τις μεγάλες ψευδαισθήσεις και τη σκληρή αλήθεια. Μια ταινία για τον ατομικό πόνο και την ανθρώπινη απώλεια ανεξάρτητα από πολιτικές συγκρούσεις. Η συγγραφή του σεναρίου ήταν για εμένα μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία. Το έγκλημα του Στάλιν χωρίς αμφιβολία στέρησε από εμένα τον αγαπημένο μου πατέρα σε νεαρή ηλικία και η μητέρα μου έζησε μέσα στο ψέμα και την αγωνία, περιμένοντας να επιστρέψει ο σύντροφός της. Για χρόνια πιστεύαμε ότι ζούμε ακόμη, καθώς στη γνωστή λίστα του Κατίν είχε μεν καταχωρηθεί το όνομα Βάιντα αλλά με διαφορετικό μικρό όνομα. Παρά τις προσωπικές μου μνήμες, αυτό που έχει σημασία στο θέμα του Κατίν είναι ότι χάθηκε όλη η ελίτ της διανόησης της Πολωνίας, που φαίνεται, αποτελούσε εμπόδιο στα επεκτατικά σχέδια της ΕΣΣΔ. Μέσα από ημερολόγια, έγγραφα, αρχεία και άλλα αναμνηστικά, μέσα από καταθέσεις πραγματικών προσώπων, που ακόμη και σήμερα υποφέρουν από την ανοιχτή κακοφορμισμένη πληγή, θέλησα να χτίσω την πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε το μυθοπλαστικό μέρος της ταινίας. Για χρόνια το θέμα του Κατίν ήταν απαγορευμένο, αλλά κοινό μυστικό όλων. Πιστεύω απόλυτα ότι το καλύτερο φάρμακο για την επίλυση πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων είναι η έκθεσή τους. Το να μιλάς ανοιχτά για αυτά χωρίς περιστροφές. Ελπίζω να δοθεί τέλος στις συγκρούσεις και να νοιώσουν ανακούφιση όσοι είχαν, έχουν και θα έχουν πάντοτε την ανάγκη να βλέπουν την αλήθεια κατάματα, βλέποντας το αποτέλεσμα της ταινίας. Δεν υπάρχει χώρος για πολιτική εκμετάλλευση. Η ταινία είναι ένας αποχαιρετισμός στο Κατίν. Μια ελεγεία για ένα θέμα που επιτέλους είχα την ελευθερία να αγγίξω».
Αυτά και επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά πως η ταινία δε δικαιώνει κανέναν νεοναζιστή, φασίστα, χρυσαυγίτη και λοιπούς τέτοιους τύπους. Η δική τους ιδεολογία είναι μια εγκληματική ιδεολογία μίσους, ενώ ο σταλινισμός αποτελεί εκτροπή μιας καθόλα ανθρωπιστικής ιδεολογίας. Όσο για τις εξ ευωνύμων (λέμε τώρα) κατηγορίες, τις έχω συνηθίσει. Ας κοπιάσουν ακόμη μια φορά…
ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΕΡΣΑΝΙΔΗΣ
Η ΕΠΟΧΗ 2 Φεβρουαρίου 2009
Imaginarium of Doctor Parnassus
Πουλάει ο Αντρέι Βάιντα
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009
ΤΟ ΒΗΜΑ
Τα πάνω από 3.000 εισιτήρια που μετρά ως σήμερα το «Κατίν» αυτομάτως το κατατάσσουν στις καλλιτεχνικές επιτυχίες της νέας χρονιάς. Η προτελευταία ταινία του πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα άνοιξε δειλά δειλά την Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου, σε δύο αίθουσες, και από τότε η πορεία της είναι σταθερή, προκαλώντας συγχρόνως το ενδιαφέρον άλλων πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος και η Αλεξανδρούπολη. Το «Κατίν» επιστρέφει στη σφαγή 20.000 περίπου πολωνών αξιωματικών κατά τη διάρκεια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ποιος έχει την ευθύνη για τις εκτελέσεις επί χρόνια αποτελούσε μέγα μυστήριο. Οι Σοβιετικοί υποστήριζαν ότι τις έκαναν οι Γερμανοί και οι Γερμανοί ότι τις έκαναν οι Σοβιετικοί. Ο Βάιντα είναι σαφής και κατηγορηματικός για την ευθύνη των Σοβιετικών, κάτι που όπως ήταν φυσικό προκάλεσε αριστερά αντανακλαστικά στην Ελλάδα. Ο θόρυβος όμως απέβη θετικός για την ταινία.
Agora Η νέα ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ
Τρίτη 3 Μαρτίου 2009
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ OKURIBITO / DEPARTURES
«Ότι ζει, πεθαίνει»
Ζωή και θάνατος οι ίδιες όψεις του νομίσματος, αφού οι ζωντανοί τρώνε πάντα τα «νεκρά»
Με σκηνοθεσία σεμιναρίου για τα κοινότυπα δυτικά πρότυπά μας, σενάριο σταυροβελονιά οικουμενικού χαρακτήρα και δυνατές εγκεφαλικές ερμηνείες, μας έρχεται από την Άπω Ανατολή μια ταινία που διακρίνεται για την ανθρώπινη συγκίνηση και την χαρακτηριστική αισθητική υψηλού επιπέδου, χωρίς εκπτώσεις ήθους και ύφους. Αγγίζει κάθε καρδιά και νου, πολύ ταπεινά, χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματά μας, με τη χρήση χαμηλών τόνων έκφρασης…
Με εξέπληξε αναπάντεχα, αφήνοντάς με άναυδο από την τελειότητά της, κυριολεκτικά σε όλους τους τομείς.
Βλέποντάς την τελευταία, από τις « ξενόγλωσσες οσκαρικές», διαπίστωσα χωρίς δεύτερη σκέψη την ανωτερότητά της, υποκλίθηκα στο μεγαλείο της στυλιστικής έκφρασης και θαύμασα τον μοναδικό τρόπο που άγγιξε ένα τολμηρό θέμα - κινηματογραφικά, ταμπού έως τώρα - με καυστικό χιούμορ, διασκεδαστική ελαφρότητα σε πρώτο επίπεδο και κοινωνιολογική ενδοσκόπηση με βαθύτερη νοήματα σε δεύτερο.
Ως πολυεπίπεδη μπορεί να ειδωθεί εξίσου ικανοποιητικά από το ευρύ κοινό δίνοντάς του τα ψυχαγωγικά ερεθίσματα ενός κινηματογράφου με ποιοτικά κριτήρια σε λαϊκές βάσεις (ακαδημαϊκή αφήγηση), αλλά και από «ψαγμένους» στην κατάδυση υπαρξιακών ζητημάτων και ανάλυσης συμπερασμάτων της εσωτερικής φύσης μιας πιο απαιτητικής προσέγγισης.
Άλλωστε το θέμα που πραγματεύεται είναι οικουμενικό και αιώνιο χωρίς στενούς γεωγραφικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς . Συνδυάζει το παραδοσιακό με το νέο σε ένα θανατηφόρο συνδυασμό έμπνευσης και πρωτοτυπίας. Και στο βάθος -βάθος αποτελεί μια αυτοκριτική σαρκασμού των κοινωνιών που αποθεώνουν τον ατομικισμό σε όλες τους τις εκφάνσεις…
Επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες για να πεθάνεις, ένας άγραφος κανόνας της φύσης.
Η ιστορία απλή μεν, αλλά καθόλου μονοδιάστατη. Αποτυχημένος τσελίστας, μετά την διάλυση της ορχήστρας του, επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, πιάνοντας δουλειά σε γραφείο κηδειών. Συναντά τον πατέρα του, μετά από 30 χρόνια, πεθαμένο και προετοιμάζει ο ίδιος την «αναχώρησή» του. Βλέπουμε την εναλλαγή των αισθημάτων του Νταίγκο και γινόμαστε μάρτυρες των επιλογών του, ταυτιζόμενοι στον υπερθετικό βαθμό, με τις πράξεις του.
Βλέπουμε το τρόπο που αντιμετωπίζει ο ήρωας την καινούργια του δουλειά, πως εμφανίζεται επιφυλακτικός, διστάζει να το αποδεχθεί, ντρέπεται και δε μιλάει γι΄ αυτό, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες της εκπαίδευσης. Νιώθει ενοχές, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτά αυτοπεποίθηση και στο τέλος περηφάνια και αυτοεκτίμηση. Παραμερίζοντας τα ψυχολογικά του κατάλοιπα από την παιδική του ηλικία (το θάνατο της μητέρας του) γίνεται περισσότερος «ανθεκτικός», όταν «επικοινωνεί» με τις οικογένειες που υπηρετεί επαγγελματικά , κάνοντάς τον να αγαπήσει με πάθος τη δουλειά.
Η γυναίκα του που τον ακολουθεί στην μικρή επαρχιακή πόλη, μόλις μαθαίνει για τη νέα του δουλειά, του κόβει «τα φτερά». Την θεωρεί υποτιμητική για τις δυνατότητές του και «μη κανονική». Τον προτρέπει να βρει μια φυσιολογική εργασία, γιατί αλλιώς θα τον εγκαταλείψει. Η απειλή της πραγματοποιείται. Ο Νταίγκο που έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του, αντιμετωπίζει πλέον την διάλυση της οικογένειας και κατ’ επέκταση προετοιμάζει τη σύγκρουσή του με την κοινωνία . Έχει απομονωθεί;
Σε ένα δύσκολο στάδιο της ζωής του και με το ρίσκο των επιλογών να βαραίνει τα πόδια του… η γυναίκα του επιστρέφει, όταν καταλαβαίνει πως η αγάπη της είναι δυνατότερη ενώ παράλληλα είναι και εγκυμονούσα. Αποδέχεται πλήρως την «παράξενη καριέρα» του, όταν μυείται και αυτή στο «μυστήριο» της «αναχώρησης» , παρακολουθώντας το ιερό τελετουργικό με κατάνυξη και δέος. Ο συζύγός της με αυτό που κάνει την «γεμίζει» και την ολοκληρώνει σαν προσωπικότητα, τελικά.
Το καθάρισμα του σώματος , το φτιασίδωμα και το ντύσιμο του νεκρού μπροστά στα μέλη της οικογένειας είναι μια δοκιμασία για όλους τους παρευρισκόμενους. Άλλοι μάλιστα το χαίρονται και διασκεδάζουν, χωρίς καθόλου να προσβάλλουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που «έφυγαν» από την έλλειψη δήθεν σοβαροφάνειας... Λίγο πριν την καύση του άψυχου σώματος, η παραδοσιακή τελετή θα αποδείξει πως η ύλη είναι το «ελάχιστο» και η ψυχή το «μέγιστον». Το αθάνατο πνεύμα, αν συμβιβαστείς φιλοσοφικά ότι διατηρείται αναλλοίωτο - παρά την αποτέφρωση – δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ψυχικής αγαλλίασης και ηθικής λύτρωσης, μιας αισιόδοξης προοπτικής για την άρρηκτη σχέση ζωής και θανάτου…
Αντιμετωπίζεται ο θάνατος σαν συνέχεια της ζωής, λιγότερο ωμά και περισσότερο ιδεαλιστικά, αρκετά εξευγενισμένα, θα έλεγα. Θα αντιληφτείτε και σεις πως τα σώματα και τα πρόσωπα που πέφτουν στα χέρια του ήρωα, είναι όλα πολύ πιο όμορφα και νέα από την πραγματικότητα. Ο σεβασμός, στις ψυχές που εγκαταλείπουν το σώμα του νεκρού δεν απομακρύνεται από εμβόλιμα κωμικά στοιχεία, που διανθίζουν τις τελετές. Διαθέτει βαθιά εσωτερικότητα και υπαρξιακό προβληματισμό χωρίς να εμφανίζεται μεγαλόσχημο από πομπώδεις λόγους. Συντονίζεται με ένα μαγικό ρυθμό , που σε απορροφά, μετρημένο, συνεκτικό, με λιτότητα που μόνο το ιαπωνικό σινεμά μπορεί να αποδώσει… Στέκεται πέρα από δογματισμούς σε θρησκείες και οι ερμηνείες στο ζήτημα της μεταθανάτιας ύπαρξης, παρά το τελετουργικό που υπόκειται σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα της τοπικής κοινωνίας της Άπω Ανατολής . Γιατί μερικές παραδοσιακές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες από το χρόνο, αέναες στο περάσμά του από την κυριαρχία του υλισμού.
Άξια καταχώρησης στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά, η σκηνή «αναχώρησης» του πατέρα του. Η ταινία διανθίζεται και από άλλες μικρότερες ιστορίες, συμβάντα στη ζωής του, σα να βρίσκεται στο μέσο ενός κύκλου και εμείς να παρακολουθούμε εκστατικοί γύρω -γύρω τις διαπλεκόμενες εξελίξεις που θα δοκιμάσουν τα πιστεύω του και θα τον φέρουν πιο κοντά στην επικοινωνία με τους οικείους του. Χαρακτηριστική σκηνή επίσης εκείνη των λουτρών καθώς και η γνωριμία του με την ιδιοκτήτρια, την οποία αργότερα θα «περιποιηθεί» κι ο ίδιος. Όλα τα πρόσωπα που «αναχωρούν» συμβολίζουν κάτι, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, γι΄αυτό και παρουσιάζονται, ακόμα και ακραίες περιπτώσεις στα όρια του σουρρεαλισμού. Το παράδοξο και η εκκεντρικότητα των συμπτώσεων θυμίζουν χαρακτηριστικά αντίληψη Τακάσι Μιίκε και η δυτική αντίληψη στην σκηνοθετική φόρμα Ναρούζε !
Ακόμη θα ήθελα να επισημαίνω πως η σχέση του Ντάιγκο με το αφεντικό του, είναι τυπικά επαγγελματική και ουσιαστικά, πρόκειται για «σχέση» πατέρα – γιού. Ο Γιαμαζάκι, βλέπει στο πρόσωπό του έναν «γιο» και διάδοχο της επιχείρησής του, από τότε που την ξεκίνησε με το θάνατο της γυναίκας τους πριν από 9 χρόνια (υπήρξε και η πρώτη που «περιποιήθηκε» κάνοντας την όμορφη για το μεγάλο της ταξίδι,!). Με την πρώτη ματιά, άλλωστε τον προσέλαβε αμέσως. Ο Ντάιγκο βλέπει στο πρόσωπο του αφεντικού τον «χαμένο» πατέρα του κι έτσι αναπτύσσεται ένα αμοιβαίο δέσιμο, μεταξύ τους.
Μοτόκι (ο ήρωάς μας, ο Ντάιγκο,), Γιαμαζάκι, (ο έμπειρος επαγγελματίας των «Αναχωρήσεων») και η Χιροσούε (η γυναίκα του Ντάιγκο) οικοδομούν ειλικρινείς σχέσεις φτάνοντας τις υποκριτικές τους επιδόσεις στο μάξιμουμ. Ο δεύτερος κλέβει την παράσταση στις σκηνές που παίζει με το μίνιμουμ... Η ιδέα για την ταινία είναι του ίδιου του πρωταγωνιστή, με αποτέλεσμα να αποδώσει με πάθος, σεβασμό και σοβαρότητα το ρόλο του πραγματοποιώντας ένα ερμηνευτικό άλμα στην καριέρα του.
Άφησα για το τέλος δύο σπουδαίους συντελεστές της ταινίας. Τον σεναριογράφο Κούντο Κογιάμα, που αν και πρώτη φορά που γράφει για την μεγάλη οθόνη είναι έμπειρος και γνωστός στην ιαπωνική τηλεόραση και φυσικά τον Τζο Χισάισι , τον διάσημο συνθέτη των πιο αγαπημένων μας ασιατικών ταινιών. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Τακέσι Κιτάνο και ο Χαγιάο Μιγιαζάκι έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας, όχι μονάχα για τις εικαστικά τους αριστουργήματα και την αφηγηματική τους πρωτοπορία. Ποιος δε θυμάται τα μοτίβα από τις ταινίες ΣΟΝΑΤΙΝΑ, ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΑ ΜΟΝΟΚΟΚΙ, ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΚΙΚΟΥΤΖΙΡΟ, ΑΔΕΡΦΟΣ ΕΞ΄ΑΙΜΑΤΟΣ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ, ΚΟΥΚΛΕΣ, ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ; Κάτω από αυτό το πρίσμα το μοτίβο των ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ τηρεί απόλυτα τις μελωδικές προδιαγραφές υψηλής ποιότητας που μας έχει συνηθίσει αυτός ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης. Μαζί με τον συνομήλικό του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι, θεωρώ ότι ανήκει στους καλύτερους μουσικούς επένδυσης ταινιών, παγκόσμιας κλάσης και πλέον αγαπημένους μου, μαζί με τον δυτικό «μινιμαλιστή» Φίλιπ Γκλας.
Συνοπτικά:
Διαθέτει πρωτοτυπία, δεν είναι προβλέψιμη, περιέχει στοιχεία απρόσμενων εκπλήξεων κι έχει ισάξιους δευτεραγωνιστές , που συμμετέχουν ισότιμα στη διάρκεια του φιλμ. Είναι ίσως η καλύτερη κινηματογραφική πραγματεία σχετικά με το θάνατο παραμένοντας ταυτόχρονα κι η πλέον αισιόδοξη στο θέμα της «αναπαύσεως ψυχών». Με λίγα λόγια δεν «μαυρίζει» η ψυχή σου όσο ακούγεται επιγραμματικά η υπόθεση κι όσο κι αν μυρίζεις το «θάνατο», αφού το επερχόμενο «τέλος» εξιδανικεύεται …
Ένας ύμνος στη ζωή και τον έρωτα, χωρίς προκαταλήψεις. Ο ήρωάς μας στο κέντρο του σύμπαντος, πλάθει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, ιδεαλισμό και πίστη στην αξία της «αναχώρησης», σύμφωνα με τη φυσική της νομοτέλειας. Βαθιά πανανθρώπινη κι αισιόδοξη διαποτίζεται από ελπίδα για το αύριο και μια αγάπη για το «αναπόφευκτο», χωρίς κλίση στα μελό στερεότυπα.
Ο σκηνοθέτης Γιοτζίρο Τακίτα, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, συνεχίζει την παράδοση του ιαπωνικού σινεμά από δημιουργούς της γενιάς της εξανθρωπισμένης ποίησης των Όζου, Μιζογκούτσι, Κουροσάβα και Ναρούζε , εμπνέεεται από τον πρωτοποριακό, αντισυμβατικό δρόμο των Τεσιγκαχάρα, Όσιμα, Μιίκε και Κιτάνο , σέβεται τις παραδοσιακές αξίες των Χαγιάο Μιγιαζάκι, Γιότζι Γιαμάντα και ανανεώνει επάξια το σύγχρονο ιαπωνικό κινηματογράφο της γενιάς του δίπλα στους Κιόσι Κουροσάουα, Χιροκάζου Κορέντα.
Περιττό να τονίσω ότι το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο από την αρχή, έως το τέλος , χωρίς να κουράσει στο παραμικρό. Ταινία που δεν πρέπει να χάσει κανείς. Θα σας μείνει αξέχαστη εμπειρία και θα ζήσετε μοναδικές στιγμές… Θα με θυμηθείτε.
Το Όσκαρ ξενόγλωσσης είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής σε μια πραγματικά μεγάλη ταινία !
του Δημήτρη Παπαμίχου me@myfilm.gr
Για το «Κατίν»
******Στις προηγούμενες ταινίες του, ο Βάιντα ήταν αλληγορικός ως προς τα σταλινικά εγκλήματα. Το «Κατύν», όμως, δεν είναι ούτε μπορούσε να είναι αλληγορία.
******«Κατύν». Τους ενόχλησε ο Βάιντα, διότι έβαλε στην ίδια ζυγαριά το ναζιστικό και το σοβιετικό καθεστώς. Πω πω, ιεροσυλία. Τι κι αν η Χάννα Αρεντ, και όχι μόνον εκείνη, έχει καταδείξει από τη δεκαετία του '50 τις δύο όψεις -ναζισμός, κομμουνισμός- του ολοκληρωτικού συστήματος.
******«Κατύν». Το φθινόπωρο του 1939, η Πολωνία σχεδόν ταυτόχρονα δέχτηκε διπλή εισβολή· από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση. Ο Κόκκινος Στρατός συνέλαβε 17.000 Πολωνούς αξιωματικούς και η διαβόητη NKVD (τη διαδέχτηκε η KGB) τους δολοφόνησε στο δάσος κοντά στο ρωσικό χωριό Κατύν. Ετσι, η χώρα έμεινε ακέφαλη. Χωρίς αυτούς που θα αντιστέκονταν στην επερχόμενη σοβιετοποίησή της. Ανάμεσα στα θύματα, ο πατέρας του Βάιντα. Το φρικιαστικό έγκλημα οι Σοβιετικοί το «φόρτωσαν» στους Ναζί· τερατώδες, βολικό ψέμα. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Το Κατύν όμως παρέμεινε ταμπού στην Πολωνία μέχρι την πτώση του κομμουνισμού.
Το 1990, ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε τη «σοβιετική ευθύνη για το έγκλημα στο Κατύν». Το 1991, ο Γέλτσιν επέτρεψε την πρόσβαση στα Αρχεία. Δεν υπάρχει πλέον το παραμικρό σκοτεινό σημείο. Γιατί, λοιπόν, τώρα μια ταινία για το «Κατύν;» ρώτησαν τον Αντρζέι Βάιντα. Να, πώς απάντησε.
«Εκανα την ταινία για τους νέους. Οχι όμως όλους. Ξέρετε, απευθύνομαι μόνο σε εκείνους τους νέους Πολωνούς που ενδιαφέρονται να είναι η χώρα μας συγκροτημένη κοινωνία και όχι τυχάρπαστο πλήθος». Αφοπλιστική απάντηση. Ειδικότερα, η αναφορά του στο «τυχάρπαστο πλήθος», κάτι μου θυμίζει· κάτι γνώριμο και οικείο.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/02/2009