Σελίδες

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

«Ο θάνατος είναι ταμπού ακόμη και για τους Ιάπωνες»

Ο σκηνοθέτης της λυρικής ταινίας «Αναχωρήσεις», που έκανε τη μεγάλη έκπληξη κερδίζοντας το ξενόγλωσσο Οσκαρ, μιλάει στο «Βήμα»

«Το να αποχαιρετάς κάποιον που “φεύγει” σε λυτρώνει από τον πόνο που νιώθεις όταν αποχωρίζεσαι ένα αγαπημένο σου πρόσωπο.Σε λυτρώνει από το οδυνηρό αίσθημα της απώλειας». Αυτή την απάντηση έδωσε ο σκηνοθέτης Γιοχίρο Τακίτα όταν ρωτήθηκε τι τον ώθησε να επιλέξει το θέμα των «Αναχωρήσεων», της ιαπωνικής ταινίας που έκανε τη μεγάλη έκπληξη στα εφετινά Οσκαρ αποσπώντας το ξενόγλωσσο βραβείο (δίπλα στο φαβορί «Βαλς με τον Μπασίρ» αλλά και το «Σύμπλεγμα Βaader-Μeinhof» μα και το «Ανάμεσα στους τοίχους»).
Συγκινητική αλλά με ισχυρές δόσεις χιούμορ, η ταινία του Τακίτα έχει σε πρώτο πλάνο το επάγγελμα του «φύλακα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο», δουλειά του οποίου είναι η προετοιμασία του νεκρού για το ύστατο ταξίδι. Μέσα από την ιστορία ενός νεαρού μουσικού ο οποίος πιάνει δουλειά σε γραφείο «προετοιμασίας νεκρών» ο Τακίτα υπέγραψε έναν ύμνο για τη ζωή ο οποίος δύσκολα ξεχνιέται. Οι «Αναχωρήσεις» υποστηρίζουν ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέλος αλλά το πέρασμα σε μια καινούργια αρχή, κάτι στο οποίο βρίσκεται η ουσία του ιαπωνικού εθίμου της προετοιμασίας των νεκρών για την ομαλή «αναχώρησή» τους από τον κόσμο μας (γνωστού και ως «η τέχνη του Νokanshi»). «Ακόμη και οι Ιάπωνες τείνουν να αποφεύγουν να μιλάνε για τον θάνατο και τον αντιμετωπίζουν ως ταμπού» δήλωσε ο σκηνοθέτης. «Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία μου.Η αβεβαιότητα για το αν η ταινία θα γινόταν αποδεκτή από το κοινό σπάζοντας το ταμπού του να μιλάς για ένα τόσο δραματικό γεγονός».
Οι «Αναχωρήσεις» στηρίζονται στο αυτοβιογραφικό μπεστ σέλερ του Σίνομον Αόκι «Coffinman: Τhe Journal of a Βuddhist Μortician» αλλά η ταινία δεν θα είχε γυριστεί αν ο πρωταγωνιστής της Μασαχίρο Μοτόκι δεν το είχε πιστέψει τόσο βαθιά διαβάζοντάς το κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ινδία, όπου παρακολούθησε ανάλογες τελετουργίες. Λίγο αργότερα έπεισε τον συγγραφέα για τα δικαιώματα και μια ολόκληρη ομάδα παραγωγής κινητοποιήθηκε για τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, η οποία χρειάστηκε περίπου δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι, όταν ο συγγραφέας είδε την ταινία, αρνήθηκε την εμφάνιση του ονόματός του στους τίτλους της υποστηρίζοντας ότι δεν είδε στην εξέλιξή της αυτό που περίμενε: το πού πηγαίνουν τελικά οι νεκροί.
«Στην Ιαπωνία έχουμε τα δικά μας αστεία,που μπορεί να μη γίνουν κατανοητά στον υπόλοιπο κόσμο» είπε ο Τακίτα ερωτώμενος για το ρίσκο του συνδυασμού του έντονου κωμικού στοιχείου με ένα τόσο δραματικό γεγονός όπως ο θάνατος. «Από την άλλη πλευρά,όμως,άλλο τα αστεία και άλλο το χιούμορ.Δεν μου αρέσουν τα αστεία που δεν δείχνουν σεβασμό στο κοινό.Μου αρέσει να προκαλώ αυθόρμητη ευχαρίστηση από καλό χιούμορ.Γιατί το χιούμορ είναι διεθνές».

Η ταινία «Αναχωρήσεις» προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες. Ιαπωνική πρωτιά... και χωρίς σαμουράι

Γεννημένος το 1955, ο Τακίτα εισήλθε στον χώρο του κινηματογράφου ως βοηθός σκηνοθέτη το 1976 και υπέγραψε την πρώτη εμπορική ταινία του «Κomikku Ζasshi Νanaka Ιranai!» μία δεκαετία αργότερα. Παρ΄ ότι όμως ακολούθησαν αρκετές ταινίες του, δεν κατόρθωσε ποτέ να κάνει το όνομά του γνωστό πέραν των ιαπωνικών συνόρων. Φυσικά ούτε ο ίδιος δεν περίμενε ότι οι «Αναχωρήσεις» θα είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, πόσο μάλλον να κερδίσουν το Οσκαρ. «Σε ό,τι αφορά τον ιαπωνικό κινηματογράφοτο Οσκαρ συνήθως το κερδίζουν οι ταινίες που αναπλάθουν την κλασική ιστορία των σαμουράι. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κέρδισε ταινία που αντιπροσωπεύει τη μοντέρνα Ιαπωνία» σημειώνει.

Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ - ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ταινία απερίγραπτης ομορφιάς και γνήσιου συναισθηματισμού

Όταν τα αληθινά διακυβεύονται, όταν η ευτυχία τείνει να πάρει τη μορφή προβλέψιμου και προβληματικού μελοδράματος, υπάρχουν σκηνοθέτες που μας επιστρέφουν στην πρωτόγονη μορφή του κινηματογραφικού ανθρωπισμού.
Ο Yojiro Takita αποδεικνύει περίτρανα ότι ένας δημιουργός μπορεί να κερδίσει όσκαρ ακόμη κι αν είναι απλοϊκός, γήινος και πέρα για πέρα αληθινός. Μπορεί η ταινία του να μην είναι ικανή να σταθεί δίπλα σε μεγαθήρια όπως το «Ανάμεσα στους Τοίχους», όμως δε σας κρύβω ότι σε εγκλωβίζει από την έναρξη κιόλας στους ήρεμους και νηφάλιους ρυθμούς της, στο καλοδουλεμένο της σενάριο και στην αέρινη και «αγχολυτική» σκηνοθεσία. Στοιχεία που μάλλον στάθηκαν ικανά να αναδείξουν τη γιαπωνέζικη αυτή δημιουργία σε νικήτρια του φετινού ξενόγλωσσου όσκαρ.
Το «Αναχωρήσεις» είναι μία γλυκόπικρη δημιουργία που εξελίσσεται με ακρίβεια και στωικότητα και δίνει μία άλλη διάσταση στη σχέση που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με το θάνατο. Ο Yojiro Takita αποδίδει μια διαφορετική ερμηνεία στην έννοια του θανάτου, θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και με το βλέμμα στραμμένο στο χρόνο, την απώλεια και την γήινη ύπαρξη, επιδιώκει μία νηφάλια προετοιμασία για το μεταθανάτιο κόσμο, αφού επέλθει αρχικά η πολυπόθητη διάγνωση της πολύτιμης σημασίας της ζωής. Ταινία απερίγραπτης ομορφιάς και γνήσιου συναισθηματισμού, που μιλάει ξεκάθαρα και χωρίς πολυπλοκότητες γιΑ αυτό που οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο. Για τη συνέχεια και το τέλος της ίδιας της ζωής.

Βασίλης Καγιογλίδης Cine.gr

Το "Departures" είναι ένας φόρος τιμής στον νεκρό...


Το Γιαπωνέζικο σινεμά είναι εδώ, πιστό στην ακριβοθώρητη κουλτούρα χρόνων και πλαισιωμένο με νεωτεριστικά στοιχεία, δια χειρός Yojiro Takita. Ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ έχει κάνει το εξής εντυπωσιακό: έχει γυρίσει 42 ταινίες, λιγότερο γνωστές (με πιο δημοφιλή μέχρι σήμερα το "When the Last Sword Is Drawn"), σε διάρκεια μόλις 27 χρόνων.
Νέος μουσικός (Masahiro Motoki) πληρώνει το μάρμαρο της αντιεμπορευσιμότητας της Τέχνης του και μένει άνεργος. Αποφασίζει, με τη συγκατάβαση της γλυκιάς συζύγου του (Ryoko Hirosue), να μετακομίσουν στη γενέτειρα του. Όπου, η βιοποριστική ανάγκη για εργασία τον φέρνει στο κατώφλι μιας εταιρίας κηδειών. Οι αρχικές αναστολές, καθώς και η μαζική απόρριψη της κοινής γνώμης για το περιεχόμενο της εργασίας, σταδιακά κάμπτονται. Ο νεαρός πρωταγωνιστής περιθάλπει με αξιοπρόσεκτη ευαισθησία τα καθήκοντα του, και μετατρέπει την τελετή ως μια "τρυφερή" προετοιμασία του νεκρού για το υπερκόσμιο ταξίδι. Παράλληλα όμως, η επιστροφή στη γενέτειρα ενεργοποιεί τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος. Με τον Masahiro Motoki να καλείται να αναμετρηθεί με το "μονοδιάστατο" μίσος προς τον πατέρα του, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρός.
Το Okuribito κατά μη έννοια αποτελεί έναν φόρο τιμής προς το νεκρό. Καθώς περιθάλπει με ιδιαίτερη ευλάβεια το μυστήριο, το οποίο και κινηματογραφεί και πλαισιώνει με παράλληλες συναισθηματικές εικόνες, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν σε ένα βαθμό και αυτόνομα. Η σκηνοθεσία αξιοποιεί την εθνική κινηματογραφική κουλτούρα (χαρακτηριστική η σκηνή με τον σκληρό τηλεφακό στο άγνωρο πρόσωπο του πατέρα), την οποία όμως δεν παραλείπει να παντρέψει με μοντέρνα στοιχεία. Ενώ τέλος, μελαγχολικές νότες γεμίζουν διάσπαρτα το χώρο. Το αποτέλεσμα είναι μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο ο Yojiro Takita φιλοδοξεί να μεταποιήσει την επιφανειακή θλίψη της τελετουργίας σε κάτι ανώτερο. Το αν το επιτυγχάνει, ή απλά εκμεταλλεύεται τις πτυχές του θέματος, αφήνεται στη δική σας κρίση.
Παράλληλα, αποτελεί διακαή πόθο, τουλάχιστον σε διαλεκτικό επίπεδο, ένας στοχασμός γύρω από τη μεταφυσική υφή του θανάτου. Κάτι που όμως μένει ανολοκλήρωτο, καθρεφτίζοντας την αδυναμία της ταινίας να κοιτάξει βαθύτερα το ζήτημα της απώλειας και του αιώνιου ταξιδιού. Αυτό αντιθέτως το είδαμε σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό στο "Ανθισμένες Κερασιές". Επίσης, ελοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος ενός δραματουργικού εγκλωβισμού στη φαινομενικότητα της μυσταγωγίας. Καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του φιλμικού χρόνου αναλώνεται απλά στα μυστήρια. Η εμμονή αυτή, μέσω και της τρυφερής επιμέλειας του πρωταγωνιστή, καθιστά πιθανή μια δραματουργική διολίσθηση και μια μάλλον αφελή (και μη επιθυμητή βάση και μιας σκηνής προς το τέλος) εξιδανίκευση του επαγγέλματος. Δηλαδή την αποθέωση της φαινομενικής θλίψης της νεκρώσιμης πομπής, παρά μια υπερκοσμική ωδή, με γέφυρα τη ζωή και το θάνατο.
Από την άλλη, μια σπουδαία αρετή που παρατηρείται στο Departures, είναι ο εικονοκλαστικός τρόπος με τον οποίο μάχεται τις ανθρώπινες θυμοκρατικές εμμονές/προκαταλήψεις που επιβάλλονται υπό καθεστώς άγνοιας. Παρακολουθούμε τον Masahiro Motoki κυριευμένο από ένα αδάμαστο μίσος για τον πατέρα του. Ένα ρητό λέει: "Αν ήξερες τις μισές από τις συμφορές των εχθρών σου, ταυτόχρονα θα καταλάγιαζε το μίσος σου". Και αυτό που ενεργοποιεί την οργή του νεαρού ήρωα μας δεν είναι παρά η άγνοια για τη ζωή του πατέρα του. Σε αυτό το σημείο, ο Yojiro Takita με έναν μαεστρικό τρόπο ποιεί μια αινιγματική ατμόσφαιρα. Και εμείς, σε συμπαθής μοναχικές φυσιογνωμίες (όπως ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την απελευθέρωση ψυχής και σώματος) διακρίνουμε μια πιθανή πατρική σχέση. Γιατί ίσως μια συνειδητοποιημένη στάση ζωής, είναι αυτή που καταδικάζει το άτομο στο κοινωνικό περιθώριο. Ενώ τρισμέγιστη ειρωνεία θα αποτελούσε η τύχη του Masahiro Motoki ως πατέρα, αν η γυναίκα του όντως αποφάσιζε να τους εγκαταλείψει. Πιθανόν ο γιος του να είχε μια ανάλογη και αδιακιολόγητη οργή για αυτόν. Με παρόμοιο τρόπο, το Okuribito μάχεται και τις λοιπές ανθρώπινες προκαταλήψεις. Με αποκορύφωμα τα επιδερμικά στερεότυπα που κατακλείζουν την πλειοψηφία γύρω απ`το επάγγελμα του "Αναχωρητή".

Γιώργος Ευθυμίου Cine.gr

Ένα σινεμά που παραδίδει μάθημα αρμονίας

Γνωρίζοντας προηγούμενες δουλειές του Yojiro Takita, πρέπει να είμαι ειλικρινής, δεν ανέμενα κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, ισάξια με τη βράβευση του στο ξενόγλωσσο Όσκαρ. Όμως έχουμε ένα σινεμά που παραδίδει μάθημα αρμονίας, αφού το αρμονία αρμόζει περισσότερο από το να ονομάσουμε τον ρυθμό υποδειγματικό. Αν δεν υπήρχαν δύο-τρία προβληματάκια, μπορεί να μιλούσαμε για την ταινία της χρονιάς…

Το θέμα του έργου παραπέμπει στην πάλαι Άπω Ανατολή, όπου ο σεβασμός επί του νεκρού ήταν πρώτιστης σημασίας, κάτι που πλέον απειλείται με την έλευση στην περιοχή των πολλών θρίλερ και ταινιών δράσης. Με ελαφριούς συμβολισμούς και καλοσυνάτη κατάνυξη, οι απίθανες ερμηνείες δένουν με την όμορφη εικόνα και το δράμα με την ελαφριά κομεντί. Σπανίως τραγικό και σπανίως ξεκαρδιστικό, συνήθως κάπου ανάμεσα. Ο Takita, όμως, δεν πάει το αριστούργημα μέχρι τέλους. Σε κάποιο προχωρημένο σημείο χάνει τον άψογο ρυθμό του και κάνει πιο συγκεκριμένο το σενάριο του, μέχρι να περιμαζευτεί πάλι στο φινάλε. Φαντάζει κάπου να το φοβήθηκε. Οι Αμερικανοί το λάτρεψαν για λόγους επιρροών. Παραπέμπει, στο καλύτερο του μέρος, στο σινεμά του Yasujiro Ozu, που πρόσφατα έχει αναγνωριστεί, και, συνολικά, στον πρώιμο Ang Lee, που τόσο λατρεύουν οι Αμερικανοί. Είναι ένας κινηματογράφος που εκφράζει τη χώρα του και κυρίως δένει την παράδοση με το νέο, χωρίς να προσβάλει κανένα από τα δύο.

Σταύρος Γανωτής Cine.gr

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΤΑΙΝΙΑ : Συμφιλίωση με τον θάνατο

«Θα ετοιμάσουμε την αποθανούσα για την αναχώρηση». Ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών μαζί με τον βοηθό του ξεκινούν τη διαδικασία με ασκημένες, ελεγχόμενες κινήσεις. Οι οικείοι, φίλοι και συγγενείς, καθισμένοι στα γόνατα, παρακολουθούν. Το ιαπωνικό τελετουργικό απαιτεί να παρίστανται στην προετοιμασία του τελευταίου ταξιδιού όλα τα στενά πρόσωπα του εκλιπόντος. Το σώμα δεν εμφανίζεται ποτέ γυμνό σε κοινή θέα. Καλυμμένο με ένα ειδικό ρούχο, αφήνει περιθώριο στα έμπειρα χέρια να εργάζονται στα τυφλά. Με προσοχή, σεβασμό και τρυφερότητα.
Οι «Αναχωρήσεις» του Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιοχίρο Τακίτα θα είχαν αδικηθεί αν δεν αποσπούσαν το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, παρά το γεγονός ότι στην ίδια κατηγορία ήταν υποψήφιες ταινίες όπως το ισραηλινό «Bαλς με τον Μπασίρ» και το γαλλικό «Ανάμεσα στους τοίχους». Ο 54χρονος δημιουργός παρατηρεί, επανεξετάζει, διευθετεί σχέσεις και συναισθήματα μέσα από την απτή παρουσία του θανάτου. Με χειρουργική ακρίβεια, οι τομές του στις ζωές των ηρώων του. Με αποκαλυπτική οξύτητα, οι ανατροπές των ισορροπιών μπροστά στη σορό. Ο θάνατος, «ίσως είναι μια πόρτα εξόδου, μια πύλη». Οπως και η μουσική;
Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας τσελίστας σε αδιέξοδο. Η ορχήστρα του διαλύεται και μαζί και η καριέρα που ονειρευόταν ως σολίστας. Αναζητώντας δουλειά, προσλαμβάνεται σε γραφείο τελετών. Ο νεαρός μουσικός δεν εξελίσσεται μόνο σε έναν συνεπή επαγγελματία. Τελειοποιεί την «τελετή». Αφιερώνεται με πάθος στη δουλειά του, ακόμη και αν χρειάζεται να πληρώσει το τίμημα: απομονώνεται από τη γυναίκα και τους φίλους του. Η ενασχόλησή του με τον θάνατο έχει στα μάτια τους κάτι βρώμικο και βδελυρό.
Ο σκηνοθέτης κινείται αριστοτεχνικά. Η απώλεια, το πένθος, είναι συνθήκες εύθραυστες, που απελευθερώνουν άγνωστες δυνάμεις. Με την τελετουργική απόσταση και θεατρικότητα της ιαπωνικής παράδοσης, αφηγείται μέσα από τον θάνατο ιστορίες ζωής. Ιστορίες που μιλούν για τη συμφιλίωση, τη συγχώρεση, τις μικρές, ελάχιστες, πράξεις που κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
Και μια επισήμανση: είναι πολύ κρίμα που η ταινία αυτή εξορίστηκε, βιαστικά και άκριτα, τη δεύτερη εβδομάδα σε έναν μόνον περιφερειακό κινηματογράφο.

Της Μαριας Κατσουνακη (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΤΟ 21/03)

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Με την απονομή των καθιερωμένων βραβείων έκλεισε η αυλαία του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, του τρίτου σημαντικότερου διεθνούς φεστιβάλ ντοκιμαντέρ διεθνώς.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για τον οποίο το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης δεν προσελκύει το ενδιαφέρον δημοσιογράφων, μέσων και λοιπών φορέων με την ίδια ένταση που το κάνει το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Νοεμβρίου. Με την ανεξίτηλη σφραγίδα του Δημήτρη Ειπίδη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ και μια επιλογή από τις σημαντικότερες δημιουργίες και τάσεις στο χώρο του ντοκιμαντέρ παγκοσμίως, το φεστιβάλ του Μαρτίου μοιάζει να είναι σχεδόν το καθαρόαιμο «φεστιβάλ» αυτής της χώρας. Καταδικασμένο, ωστόσο, όπως όλα τα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ ανα τον πλανήτη να μην διαθέτουν «κράχτες», γνωστά ονόματα της βιομηχανίας ή «μεγάλες ταινίες» και να απευθύνονται - σχεδόν αποκλειστικά - σε όσους έχουν αντιληφθεί εδώ και πολλά χρόνια πως το είδος του ντοκιμαντέρ είναι ισοδύναμη πηγή κινηματογραφικής δύναμης όσο και η μυθοπλασία.
Η σημασία της «διαφορετικότητας» του γίνεται αντιληπτή εύκολα. Αρκεί κανείς να διακρίνει πως το κοινό που παρακολουθεί ντοκιμαντέρ μοιάζει εκ των πραγμάτων πιο ανήσυχο, πιο ενημερωμένο, έτοιμο να υποταχθεί ανεύ όρων στον πραγματικό σκοπό ενός φεστιβάλ που είναι να προκαλέσει, να γίνει αφετηρία συζητήσεων, να ανοίξει το βλέμμα σε έναν κόσμο που μπορεί να βρίσκεται δίπλα μας αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά.
Περιστρεφόμενο γύρω από το κεντρικό του αφιέρωμα στο αφρικανικό ντοκιμαντέρ (το οποίο προσέλκυσε το ενδιαφέρον του CNN σε μια ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη), το φετινό 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης κατάφερε να γιορτάσει την είσοδο του στην δεύτερη δεκαετία της ζωής του με λιγότερες αίθουσες (αφού δύο από τις αίθουσες του λιμανιού ήταν κατειλημμένες!) αλλά περισσότερους θεατές (40.000 αύξηση από πέρσι) και φυσικά με μια σοδειά ταινιών από όλον τον κόσμο που φέρνουν πια επίσημα τη Θεσσαλονική ανάμεσα στις τρεις πρώτες θέσεις των φεστιβάλ ντοκιμαντέρ παγκοσμίως μαζί με το Αμστερνταμ και τη Λειψία.

Αν αναλογιστεί κανείς την τα τελευταία χρόνια εξέλιξη του ελληνικού ντοκιμαντέρ, τόσο σε επίπεδο δημιουργίας όσο και επίπεδο ανταπόκρισης του κοινού, λίγοι είναι αυτοί που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την μεγάλη σημασία του φεστιβάλ στην προώθηση ενός κινηματογραφικού είδους που μπορεί να παραμένει στο περιθώριο αλλά ταυτόχρονα είναι το μόνο που κοιτά στα μάτια ό,τι αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο.

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ:

- Το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας για την καλύτερη ταινία του τμήματος «Ανθρώπινα δικαιώματα» απονεμήθηκε στο ντοκιμαντέρ «Burma VJ - Reporting from a Closed Country» («Βίντεο Βιρμανία - Ρεπορτάζ Από Μια Κλειστή Χώρα» του Άντερς Εστεργκααρντ
- Το βραβείο τηλεοπτικής προβολής της ΕΡΤ3 σε ντοκιμαντέρ της ενότητας «Κοινωνία και Περιβάλλον» απονεμήθηκε στην ταινία «Another Planet» («Αλλος Πλανήτης») του Φέρεντς Μολντοβάνι.
- Το νεοσύστατο βραβείο «Doc On Air» της ΕΡΤ που αφορά στην καλύτερη πρόταση διεθνούς συμπαραγωγής που συμμετείχε στο Pitching Forum του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ EDN απονεμήθηκε στο σχέδιο με τίτλο «Rush For Life» της Κέιτ ΜακΝότον.
- Το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) για καλύτερη ελληνική παραγωγή απονεμήθηκε στους «Λουόμενους» της Εύας Στεφανή ενώ για καλύτερη ξένη παραγωγή στο «Prodigal Sons» («Ασωτοι Υιοι») της Κίμπερλι Ριντ.
- Το βραβείο κοινού για την καλύτερη ελληνική παραγωγή διάρκειας άνω των 45’ απονεμήθηκε στην ταινία «Εθνικός Κήπος» του Απόστολου Καρακάση. Το βραβείο κοινού για την καλύτερη ελληνική παραγωγή διάρκειας κάτω των 45’ απονεμήθηκε στην ταινία «Βγήκαμε Από Τα Ρούχα Μας» της Ελλης Ζερμπινή.
- Το βραβείο κοινού για ξένη παραγωγή διάρκειας άνω των 45’ κέρδισε το ντοκιμαντέρ «Burma VJ - Reporting From A Closed Country» («Βίντεο Βιρμανία - Ρεπορτάζ Από Μια Κλειστή Χώρα» του Αντερς Εστεργκααρντ, ενώ καλύτερο ντοκιμαντέρ διάρκειας κάτω των 45’ αναδείχθηκε από το κοινό το ντοκιμαντέρ «Flowers Οf Rwanda» («Ανθη Της Ρουάντα») Νταβίντ Μουνιόθ. [Τα δύο Βραβεία Κοινού του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού που αφορούν σε ταινίες άνω των 45' (μία ελληνική και μία ξένη), συνοδεύονται από το χρηματικό έπαθλο των 4.000 ευρώ για την καθεμία, ενώ τα δύο Βραβεία Κοινού του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού που αφορούν σε ταινίες κάτω των 45' (μία ελληνική και μία ξένη), συνοδεύονται από το χρηματικό έπαθλο των 2.000 ευρώ για την καθεμία. Ειδικά, όμως, για τις δύο ελληνικές παραγωγές, τα ποσά αυτά αυξήθηκαν κατά 26.000 ευρώ και κατά 18.000 ευρώ, αντίστοιχα, με πρωτοβουλία του προέδρου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Ανδρέα Μαρτίνη, και με στόχο την ενίσχυση του ελληνικού ντοκιμαντέρ].

Μανώλης Κρανάκης (http://www.cinemag.gr/)

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Jar City

Γερός σκηνοθέτης! Ξέρει τη χρήση των φακών, τη δυνατότητα και τη δυναμική των πλάνων. Ξέρει να επιλέγει ηθοποιούς και χώρους. Ξέρει να φτιάχνει, να πλάθει, «δικούς» του κόσμους! Ο Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ αποσπά την προσοχή σου και το σεβασμό σου. Η ταινία του εικαστικά, σκηνοθετικά, φωτογραφικά, ακόμα και μουσικά και ηχητικά, σε καθηλώνει!

Ολη αυτή η δύναμη, όλη αυτή η τέχνη και η τεχνική, όλη αυτή η γνώση, δυστυχώς, τοποθετήθηκαν σε ένα τυπικό αστυνομικό θέμα. Σε ένα μεταφυσικό και θρησκόληπτο θρίλερ! Ενας ηλικιωμένος άντρας βρίσκεται σκοτωμένος. Ο επιθεωρητής της περιοχής και η ομάδα του, ελλείψει στοιχείων, κινούνται στο σκοτάδι. Ψάχνοντας την υπόθεση, μαθαίνουν - και μαθαίνει και ο θεατής - πως ο σκοτωμένος υπήρξε ένας στυγερός δολοφόνος και ο περίγυρός του όμοιος με εκείνον.
Ακόμα και αυτό το θέμα θα μπορούσε να είχε κάποιο ενδιαφέρον και, ίσως, ο θεατής, για τις δικές του ανάγκες, να έκανε κάποιες κοινωνικές αναφορές. Δυστυχώς, ο Ισλανδός σκηνοθέτης προτίμησε να κινηθεί στις μεταφυσικές και στις φανταστικές περιοχές. Εμπλεξε το ρεαλισμό και την πραγματικότητα με εξωπραγματικά, «ιατρικά» θέματα και με θέματα επιστημονικής φαντασίας, αλλά και με μεταφυσικές και θρησκόληπτες αναζητήσεις και επήλθε χάος!
Από κάποιο σημείο και μετά παύεις να ασχολείσαι με τα διαδραματιζόμενα στην οθόνη, έχουν, άλλωστε, στο μεταξύ μπλέξει τόσο πολύ μεταξύ τους, που δε σε ενδιαφέρει η ιστορία, αλλά η εικόνα. Η οποία, ακόμα και όταν είναι άδεια από περιεχόμενο, εξακολουθεί να είναι γοητευτική. Στο τέλος, βέβαια, όπως είναι φυσικό, χάνει και αυτή την αξία της. Κρίμα! Γιατί υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις!
Κάποιοι θα πουν, ναι, αλλά πρόκειται για φιλμ νουάρ, για ανανέωση του φιλμ νουάρ! Και εσύ πάλι θα επιμείνεις και θα πεις: Και, λοιπόν; Γιατί ξέρεις πως οι εικόνες, όσο δυνατές και αν είναι, δε φτάνουν από μόνες τους να δημιουργήσουν ένα καλλιτεχνικό έργο. Χρειάζεται και το άλλο σκέλος. Το άλλο ποδάρι για να πατάει στη γη το καλλιτεχνικό έργο. Το περιεχόμενο!

Παίζουν: Ινγκβαρ Ε. Σίγκουρντσον, Αγκίστα Εύα Ερλεντσντστιρ, Β. Η. Χάραλαντσον.

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Για κριτικούς και κατινιές

ΕΚΘΕΣΗ ΙΔΕΩΝ
Γράφει ο Μιχάλης Ρέππας


Ένα έργο τέχνης είναι μια προσομοίωση ζωής και το προσλαμβάνουμε ολοκληρωτικά ψυχοσωματικά όπως και τη ζωή. Και στη ζωή δεν υπάρχουν ειδικοί. Όποιος λέει πως ξέρει τη ζωή είναι ή πολύ απατεώνας ή πολύ ηλίθιος. Το ίδιο ισχύει και για την τέχνη. Η τέχνη όπως η θρησκεία, τα ήθη, οι ιδεολογίες, είναι κοινωνικά μορφώματα που αναδύονται μέσα στην κοινωνία και τη διαμορφώνουν και μόνο στην προοπτική του χρόνου μπορούμε να έχουμε μια απόσταση σχετικής ψυχραιμίας για να τα επεξεργαστούμε και να πούμε ποια από τα έργα τους υπήρξαν όντως αξιόλογα.

Ποιο ακριβώς, λοιπόν, είναι το επάγγελμα του κριτικού (ως ειδικού να βλέπει) δεν το ξέρω, αλλά το δέχομαι όπως και πολλά άλλα πράγματα που δεν κατανοώ. Φυσικά, δεν αγνοώ ταυτόχρονα ότι το θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η ελεύθερη έκφραση της γνώμης. Αλλά δημοκράτης δεν σημαίνει «λέω ό,τι μου κατέβει στην γκλάβα». Δημοκράτης είναι ο πολίτης που αυτοπεριορίζεται γιατί σέβεται τα όρια του άλλου. Και για να περάσω στο προκείμενο, πριν από δύο εβδομάδες δημοσιεύτηκε στο «Αθηνόραμα» κριτική για την ταινία του Βάιντα «Κατύν». Μια απορριπτική κριτική που κατηγορούσε την ταινία ότι «παρουσίαζε το γεγονός της εξόντωσης του Κατύν ξεκομμένο από το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής».

Μπορεί βεβαίως η ταινία να μην αίρεται, κατά τη γνώμη του εν λόγω κριτικού, στο ύψος της μεγάλης τέχνης αλλά σίγουρα είναι μια πολύ σοβαρή καταγραφή ενός γεγονότος. Το 1940, στο Κατύν δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ 12.000 Πολωνοί αιχμάλωτοι από τους Σοβιετικούς. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο. Και για να ανασκευάσεις την καταγγελία του πρέπει να γράψεις πολλές σελίδες τεκμηριωμένης ιστορικής μελέτης και όχι να πετάς ένα «ξεκομμένο από το ιστορικό πλαίσιο». Ήθελα να ήξερα ποια σύνδεση με το ιστορικό πλαίσιο μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονία δώδεκα χιλιάδων; Ποια σταλινική ή χιτλερική άλγεβρα μπορεί να βγάλει έστω ένα επιχείρημα για μια μαζική εξόντωση; Μόνο η ηθική του Νταχάου και του Γκουλάγκ.

Και δεν φτάνει η ανερμάτιστη απόρριψη της ταινίας. Στη φωτογραφία που συνοδεύει την κριτική υπάρχει η ανήκουστη λεζάντα «ιστορικό ξεκατίνιασμα». Εδώ πια δεν τίθεται θέμα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Εδώ ξεπερνιέται κάθε όριο σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ γίνεται ένα χιουμοριστικό λογοπαίγνιο όγδοης κατηγορίας εις βάρος των νεκρών. Γιατί η ταινία (ακόμα και αν είναι μονόπλευρή) περιέχει κάτι από τον πραγματικό θάνατο 12.000 ανδρών. Και ο θάνατος μόνο μιαν αντίδραση σηκώνει. Τη σιωπή.

ΠΗΓΗ:Real News

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Zoom In

“Katyn”

Συνηθίζουμε να θεωρούμε το χρόνο ως ένα “κάτι” στο οποίο απλά ζούμε “μέσα” του. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε μέσα στο ποτάμι του χρόνου που κυλάει ασταμάτητα κι εμείς σαν αδύναμοι κολυμβητές πάμε με τα νερά του. Μια τέτοια αντίληψη για το χρόνο τον τοποθετεί αυτόματα έξω από εμάς και καθιστά την ιστορία μια απλή διαδοχή γεγονότων που περιγράφουν σε πρώτη φάση οι δημοσιογράφοι και δευτερευόντως και πιο εμπεριστατωμένα οι ιστορικοί επιστήμονες.
Τι γίνεται όμως αν θεωρήσουμε ότι ο χρόνος δεν είναι απλώς κάτι έξω από εμάς, ότι βρίσκεται τόσο έξω μας όσο και μέσα μας; Ο άνθρωπος τότε γίνεται το κατεξοχήν “χρονικό” ον, το οποίο, όχι μόνο βιολογικά αλλά και ουσιωδώς, από τη στιγμή που γεννιέται βαδίζει προς το 'τέλος' του. Η ιστορία παύει να είναι εκείνη η διαδοχή γεγονότων, η καταγραφή και η ανάλυσή τους και γίνεται το στοιχείο εκείνο που καθορίζει συνεχώς και ως προς την ουσία του τον τρόπο που είμαστε.
Σύμφωνα με μια τέτοια θεώρηση το κάθε γεγονός ως τέτοιο αλλάζει υφή και βαρύτητα. Παύει να αντλεί την ουσία του από τις ευκαιριακές περιγραφές των δημοσιογράφων και την εκάστοτε πολιτική προπαγάνδα. Σταματά να αναζητά αντικειμενικότητα στις κριτικές αναλύσεις των ιστορικών επιστημόνων.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα προσπαθεί να προσεγγίσει και ο διάσημος Πολωνός σκηνοθέτης Andrzej Wajda ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της πατρίδας του, αυτό της εκτέλεσης 20.000 Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Katyn την άνοιξη του 1943. Έχοντας και ο ίδιος προσωπική εμπειρία από το γεγονός, αφού ο πατέρας του ήταν ένα από τα θύματα του μαζικού αυτού εγκλήματος, ο σκηνοθέτης μας διηγείται μία ιστορία που έχει ως κεντρικό άξονα τις αγωνίες και το αντίκτυπο που φέρνει ο πόλεμος στις ζωές των ανθρώπων. Κι ενώ εδώ η ιστορική αλήθεια και η αποκατάστασή της έχει μία σημασία, αυτό που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία δεν είναι παρά η περιγραφή της αλήθειας που με αδιαμφισβήτητο τρόπο βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθημερινά.
Με λίγα λόγια, το “Katyn” προσπαθεί να επαναφέρει τα πράγματα σε μία βάση που συχνά ξεχνάμε ή αμελούμε. Μέσα από μία βαθιά και γεμάτη βιωματική εμπειρία καλλιτεχνική ματιά, μας υπενθυμίζει ότι πέρα από όσα λέγονται και γράφονται, είτε βρισκόμαστε στην Πολωνία της δεκαετίας του '40, είτε στην Ελλάδα του 2008, η πραγματική ιστορία και το νόημά της θα γράφεται, πάντα και κατά πρώτο λόγο, στις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων.

Γιώργος Φιλιππόπουλος
yorgosfilippopoulos@yahoo.gr

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ



ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΠΕΜΠΤΗ 12 ΜΑΡΤΙΟΥ

ODEON ΟΠΕΡΑ - Αίθουσα 1
Ακαδημίας 57
ΩΡΕΣ 16.50-19.45-22.30

» ΓΑΛΑΞΙΑΣ - Αίθουσα 2
Αρχή Λ.Μεσογείων, Αμπελόκηποι
ΩΡΕΣ 17.50-20.10-22.30


"Ενα κομψό, γλυκόπικρο φιλμ, σινεμα τελετουργικής ακρίβειας, πολύτιμης απλότητας και βαθιάς συγκίνησης"
Χρήστος Μήτσης -ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

"Ένα κομψοτέχνημα σπάνιας σεμνότητας και βαθιάς ανθρωπιάς που σου ταρακουνά σκέψεις και αισθήσεις.." Ρόμπι Εκσιέλ- ΕΘΝΟΣ

“Ένα κομψοτέχνημα που σου κλέβει την καρδιά συμφιλιώνοντας σε με τον θάνατο. Νιώθεις τόσο όμορφα παρακολουθώντας τις ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ώστε στο τέλος δεν πιστεύεις ότι πέρασαν 130 λεπτά!” Γιάννης Ζουμπουλάκης – ΤΟ ΒΗΜΑ

"Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από μια με λεπτότητα, χιούμορ και λυρική διάθεση, απομυθοποίηση του θανάτου"
Νίνος Φένεκ-Μικελίδης - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

"Ξετρελάθηκα με την ταινία. Κυρίως επειδή είναι από τα λίγα πράγματα που με έκαναν φέτος να δακρύσω. Κι έχει σημασία επειδή με την κουλτούρα της Απω Ανατολής γενικώς δεν εφαπτόμαστε, δεν μπορώ να τους νιώσω, μόνο εξ αποστάσεως να τους παρακολουθήσω. Εδώ έγινα ένα." Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

«Οι ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ξεχειλίζουν από τρυφεράδα και ευγένεια. Ένας βαθιά συγκινητικός ύμνος στη ζωή». Μαρίνα Τσικλητήρα – FAQ

"Oι Αναχωρήσεις είναι εξαιρετικά γραμμένες, αιθέρια σκηνοθετημένες, σοφά δομημένες και τρομερά συγκινητικές - η σεκάνς του τέλους δεν γίνεται να μην σας ανατριχιάσει.." Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος -LIFO

"Στην περίπτωση των διακριτικών και απέραντα ανθρώπινων «Αναχωρήσεων», ο χαμένος θα είναι ο θεατής εάν δεν δει αυτή την αληθινά ξεχωριστή ταινία". Κωνσταντίνος Καϊμάκης - CITIPRESS

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

Δίχως καταλυτικό λόγο. Ίσως μια βεβιασμένη κίνηση. Ο πρωταγωνιστής χωρις να το πολυσκεφτεί παίρνει την απόφαση να αφήσει το Τόκυο για να επιστρέψει στη γενέτειρα του. Είναι κάποιες αποφάσεις που μοιάζουν αργότερα αναπόφευκτες: δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εκεί θα δουλέψει, εξίσου αναπάντεχα –ίσως πάλι αναπόφευκτα- σε γραφείο τελετών. Περισσότερο από αμηχανία. Ο θάνατος φαίνεται να μην έχει βρει τη θέση του στη νεωτερικότητα. Φαίνεται να απωθείται μέσα από έναν μηχανισμό επαναλαμβανόμενης λήθης. Οι ζωές μας μοιάζουν να κινούνται με μια ατερμάτιστη λογική. Και ξεριζώνοντας τον θάνατο από τη ζωή του νεωτερικού ανθρώπου, αφήνοντας τον μετέωρο σε ένα κενό νοήματος, ο θάνατος αναγόμενος τελικά σε μια ακόμα στιγμή ανάμεσα σε άλλες, μια στιγμή που καταλήγει αβαρής, ο άνθρωπος φαίνεται να χάνει την «ανθρωπιά» του, τη συνείδηση αυτή που προκαλεί η κατανόηση πως ο «Κόσμος» είναι μεγαλύτερος από εμάς.
Έρχεται ο Θάνατος στο φιλμ του Takita, διαμεσολαβημένος από την «μη-νεωτερική» ιαπωνική διαβατήρια τελετή της ετοιμασίας του νεκρού για την αναχώρηση του, για να μας ξεκόψει, να μας προσφέρει έναν «χώρο» που θα ησυχάσουμε, δίχως θόρυβο να σκεφτούμε. Η τελετή που προετοιμάζει το νεκρό σε κάνει να νιώθεις πως ο χρόνος κάποιες στιγμές πρέπει να σταματά. Να στέκεται. Για να αποχαιρετήσεις, να δεις καλά, να νιώσεις το κενό του αγαπημένου που δεν είναι πια «εδώ». Ο χρόνος στην τελετή θανάτου παγώνει για να προλάβεις να αφουγκραστείς τη ζωή ακίνητος.
Μέσα από την οικειοποίηση του θανάτου, πρωταγωνιστής και θεατές, αντιλαμβάνονται, νιώθουν την κυκλικότητα της ζωής, τα «χρέη» σε αγαπημένους μας που αναμένουν πάντα να ξεπληρωθούν. Ο θρήνος της απώλειας επαναφέρει μια χαμένη επαφή με την ανθρωπιά μας. Και αυτό λυτρώνει πρωταγωνιστή και θεατές.

Η τελετή της αναχώρησης είναι μια θύμηση.
Ο θάνατος γίνεται μια θύμηση της ζωής.

Μ.Κ

“Push”: Based on a Novel by Sapphire

Τίποτα δεν είναι εύκολο στο «Push» («Σπρώξε»). Ούτε καν το ευτυχές τέλος της πολύ άγριας ιστορίας με ηρωίδα μια 17χρονη μαύρη υπέρβαρη μαθήτρια που κακοποιείται (και σεξουαλικά) από τους δύο γονείς της. Είναι ήδη έγκυος για δεύτερη φορά από τον πατέρα της, φορέα του AIDS.
Αν ακούγοντας κανείς την ιστορία φαντάζεται ένα βαρύ μελόδραμα, η κριτική επιτροπή και το κοινό του Φεστιβάλ Σάντανς, των ανεξάρτητων ταινιών, ενθουσιάστηκε από την ταινία του Λι Ντάνιελς και της απένειμε το βραβείο καλύτερης δραματικής ταινίας, το βραβείο κοινού, αλλά και της ερμηνείας στη Μονίκ, τη γνωστή ηθοποιό και TV περσόνα, που στο «Push» υποδύεται την τερατώδη μάνα της 17χρονης.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Σάφαϊρ, που κυκλοφόρησε το 1996 («Σπρώξε», εκδόσεις «Καστανιώτη») τραβώντας αμέσως τα φώτα της δημοσιότητας. Η συγγραφέας-ποιήτρια (κατά κόσμον Ραμόνα Λόφτον, 57 ετών σήμερα) που ντεμπουτάρισε με το «Σπρώξε» στη λογοτεχνία δίδασκε επί χρόνια σε σχολεία του Μπρονξ και του Χάρλεμ και έζησε από κοντά ιστορίες ανάλογες μ' αυτήν της ηρωίδας της. Επιπλέον είχε πέσει και η ίδια θύμα βιασμού σε πολύ μικρή ηλικία, ενώ δολοφόνησαν τη μητέρα και τον αδελφό της το 1986.
Επέλεξε ωστόσο να χαρίσει στην ηρωίδα της, Κλαρίς Πρέσιους Τζόουνς, την ευκαιρία να ξεφύγει από τον τρόμο και να αλλάξει εντελώς τη ζωή της. Την ίδια άποψη, «με μεγάλη τόλμη και τρομερή αυθεντικότητα», προσφέρει στους θεατές του και ο Λι Ντάνιελς, όπως ανέφεραν τα μέλη της κριτικής επιτροπής.
Ο 49χρονος σκηνοθέτης, παραγωγός στο παρελθόν ταινιών όπως ο «Χορός των τεράτων» (που χάρισε στη Χάλι Μπέρι το Οσκαρ α' γυναικείου ρόλου) είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με τα κοινωνικά προβλήματα της αφρο-αμερικανικής κοινωνίας. «Είναι τόσο σημαντικό για μένα», είπε παραλαμβάνοντας το βραβείο. «Το αφιερώνω σε κάθε μέλος της μειονότητας που ζει στο Χάρλεμ, στο Ντιτρόιτ, στο Γουάτς, που κακοποιείται, που δεν ξέρει να διαβάσει, και όλοι εμείς του γυρίζουμε την πλάτη. Επιπλέον, αφιερώνεται σε κάθε ομοφυλόφιλο αγόρι και κορίτσι που βασανίζεται. Εάν τα κατάφερα εγώ, όλοι σας μπορείτε...».
Η 17χρονη ηρωίδα του, Πρέσιους Τζόουνς, οπλίζεται από την οργή αλλά και την ελπίδα για να εκμεταλλευτεί ό,τι της προσφέρεται. Ετσι εκτιμά τις συμβουλές της καθηγήτριάς της (την υποδύεται η Μαράια Κάρεϊ), βγαίνει από την άγνοια, μαθαίνει να διαβάζει και τελικά βρίσκει τη δική της φωνή γράφοντας. Στην ταινία, εκτός από την Κάρεϊ, συμμετέχει άλλο ένα μεγάλο όνομα της ροκ: ο Λένι Κράβιτζ στο ρόλο ενός νοσοκόμου. Πρωταγωνιστεί η νεαρή Γκάμπορι Σιντιμπέ στον πρώτο ρόλο της καριέρας της.
«Αν προσπεράσετε την Πρέσιους στο δρόμο, πιθανότατα δεν θα την προσέξετε», λέει ο σκηνοθέτης. «Αν δείτε την ταινία, δεν θα την ξεχάσετε ποτέ...».

ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΡΚΑ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/01/2009)

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Inglourious Basterds Ταραντίνο απ' τα παλιά...


H νέα πολυαναμενόμενη ταινία του Ταραντίνο με τον Μπραντ Πιτ.

Τerminator: Salvation


Με πρωταγωνιστή τον Κρίστιαν Μπέιλ


Angels & Demons


Η νέα ταινία του Αλμοδοβάρ με τον Τομ Χανκς στο σίκουελ του «Κώδικα Ντα βίντσι»

ΚΑΤΙΝ του Αντρέι Βάιντα

Τα θύματα αναζητούν τους δολοφόνους τους


Εάν μπορούσαν να μιλήσουν οι νεκροί, θα είχαν αποφευχθεί όλες οι συζητήσεις που συνοδεύουν αυτό το τραγικό γεγονός. Όμως, ποιος μπορεί να αρθρώσει λέξη με μία σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι; Ξέρω πως ανοίγω μια δύσκολη συζήτηση η οποία δεν ήταν στις προθέσεις μου. Οδηγήθηκα σε αυτήν «δια της τεθλασμένης», όπερ σημαίνει πως μία ταινία με έφερε αντιμέτωπο με ένα ιστορικό γεγονός, με ένα έγκλημα στο οποίο ούτε η δίκη των ναζιστών στη Νυρεμβέργη έδωσε απάντηση.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.


Μια δική μας υπόθεση…

Μιλώντας για το «Κατίν», τη νέα του ταινία, ο διάσημος πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα, και φοβούμενος την πολιτική εκμετάλλευση είπε πως τη γύρισε για τους συμπατριώτες του. «Επεχείρησα να τους δώσω ένα πεδίο για διάλογο, επειδή τελικά το Κατίν είναι μία δική μας υπόθεση», λέει.

Τελικώς η πολιτική εκμετάλλευση δεν απεφεύχθη, ούτε οι πολιτικές αντιπαραθέσεις. Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ούτε ο Βάιντα άφησε πολλά περιθώρια για διάλογο, αφού υιοθέτησε την μία από τις δύο απόψεις. Αλλά τι να κάνουμε. Ως σκηνοθέτης έπρεπε να πάρει μία θέση, αυτό έκανε και ορθώς έπραξε. Ε, αυτό ήταν! Ξέσπασε πόλεμος! Και τι να σου κάνει ένας δυστυχής κριτικός κινηματογράφου ο οποίος στέκει ανάμεσα στα πυρά δύο διαφορετικών ιστορικά απόψεων; Το σκέφτηκα αρκετά, ζύγισα τα γεγονότα, διάβασα όσα μπορούσα και τελικώς κατέληξα κάπου. Πριν όμως παραθέσω την άποψή μου για την ταινία «Κατίν» του Αντρέι Βάιντα, ξεκαθαρίζω δύο πράγματα τα οποία θα πρέπει να έχετε κατά νου, εφόσον αποφασίσετε να διαβάσετε παρακάτω:

1) Ο Αντρέι Βάιντα είναι ένας σημαντικός σκηνοθέτης ο οποίος στο παρελθόν μας έδωσε εξαιρετικές ταινίες όπως «Κανάλ» (1957), «Ο άνθρωπος από μάρμαρο» (1977), «Χωρίς αναισθητικό» (1978), «Ο άνθρωπος από σίδερο» (1981), «Δαντών» (1982). Το γεγονός, λοιπόν, πως μέσα από το έργο του κρατούσε μία κριτική στάση απέναντι στο «κομμουνιστικό» (να το κάνει ο θεός), καθεστώς δεν τον κάνει αντικομμουνιστή. Άρα δεν είναι στα μάτια μου εκ των προτέρων ιδεολογικά ύποπτος πολλώ δε μάλλον, φασίστας.

2) Η ταινία του Βάιντα, δε δικαιώνει κανένα φασιστόμουτρο από όλα αυτά που έχουν πλημμυρίσει τις διάφορες ιστοσελίδες και νοιώθουν δικαιωμένα –κάκοχρονο να’ χουν. Όση χολή κι αν χύσουν, η εγκληματική τους ιδεολογία αλλά και τα ίδια τα εγκλήματα που διέπραξαν οι ναζιστές δεν ακυρώνονται από ένα έγκλημα της άλλης πλευράς.


Η Ιστορία και ο κινηματογράφος

Το 1940 η Πολωνία βρισκόταν υπό την κατοχή τόσο των Σοβιετικών όσο και των Γερμανών. Τότε ο σοβιετικός στρατός συνέλαβε 20.000 πολωνούς αξιωματικούς, επιστήμονες και διανοούμενους και τους μετέφερε στο δάσος του Κατίν. Εκεί, λοιπόν, σύμφωνα με την εκδοχή του Βάιντα, οι κρατούμενου εκτελέστηκαν με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο πατέρας του σκηνοθέτη. Όταν το 1943 οι ναζί κατέλαβαν τη Δυτική Ρωσία ανακάλυψαν τους οκτώ ομαδικούς τάφους. Όπως ήταν φυσικό δεν έχασαν την ευκαιρία και αμέσως κατηγόρησαν τους «κόκκινους» για το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά η Σοβιετική Ένωση ουδέποτε παραδέχτηκε το έγκλημα, το απέδωσε στη ναζιστική προπαγάνδα και κατηγόρησε γι’ αυτό τους Γερμανούς.

Έτσι, μέχρι το 1990 οι ομαδικοί τάφοι που είχαν βρεθεί στο δάσος του Κατίν, αποδιδόταν από την επίσημη σοβιετική Ιστορία στους ναζί. Τότε, ο Γκορμπατσόφ έδωσε στη δημοσιότητα τα σοβιετικά αρχεία τα οποία έδιναν μία διαφορετική εκδοχή. Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης ζητώντας συγνώμη από την Πολωνία παραδέχτηκε πως το έγκλημα έγινε από τον Στάλιν. Η Ιστορία πλέον αλλάζει και για το αποτρόπαιο έγκλημα αθωώνονται οι ναζί και ενοχοποιείται η Σοβιετική Ένωση. Ήταν 13 Απριλίου, στη Σοβιετική Ένωση έπνεε ένας διαφορετικός αέρας, ήταν η εποχή της γκλάσνοστ και της περεστρόικας του Γκορμπατσόφ. Κι όσο κι αν τον αποκαλούν κάποιοι πράκτορα –χωρίς στοιχεία βέβαια- ας μας πουν τι έλεγαν τότε οι ίδιοι για τον ηγέτη της ΕΣΣΔ, από κεκτημένη ταχύτητα φυσικά, στο πλαίσιο του αλάνθαστου της σοβιετικής ηγεσία που τόσο θαύμαζαν πιστοί στο δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα». Την ημέρα εκείνη ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε την ευθύνη των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του για το μαζικό έγκλημα στο δάσος του Κατίν.

Με βάση αυτά τα στοιχεία ο Αντρέι Βάιντα δίνει τη δική του απάντηση στην ερώτηση: «Ποιοι δολοφόνησαν τους Πολωνούς στρατιώτες και τους έθαψαν στο δάσος του Κατίν κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Οι ναζιστές, όπως έλεγε το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ, ή οι Σοβιετικοί όπως υποστήριζαν οι ναζί;». Δύσκολη η απάντηση και με κόστος, το οποίο αναλαμβάνει ο Βάιντα.

Το «Κατίν» είναι μια άρτια σκηνοθετική δουλειά. Η θαυμάσια δραματουργία δημιουργείται μέσα από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που ζουν τα γεγονότα. Μέσα από αυτές υποστηρίζει την ιστορική της άποψη και έτσι καταφέρνει να αγγίξει το θεατή αναταράσσοντας το συναίσθημα του. Η πιστή αναπαράσταση της εποχής και η ολοκληρωμένη σκηνοθεσία του Βάιντα συνθέτουν μια ταινία που πατάει γερά στα πόδια της. Βέβαια δε θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από τον 82χρονο σκηνοθέτη που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις με τις ταινίες του στο παρελθόν

Στο ιδεολογικό επίπεδο τώρα, πιστεύω πως καμία προπαγάνδα δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο, πάντοτε έρχεται η ώρα που λάμπει η αλήθεια. Ακόμη κι όταν αυτήν η αλήθεια δεν μας αρέσει, ανατρέπει πράγματα που πιστεύαμε ως θέσφατα επί δεκαετίες, μόνον κακό δεν πρόκειται να κάνει στην Αριστερά. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά τα αποτελέσματα της απόκρυψής της. Και φυσικά το γνωρίζουν και όλοι αυτοί οι οποίοι δια της αποκρύψεως έκαναν μάγκες όλους εκείνους που βάσισαν στο δικό «μας» ψέμα το αντικομουνιστικό τους ιδεολόγημα. Κάτι τα πρόσωπα ηγετικών στελεχών που εξαφανίζονταν από φωτογραφίες, άμα τη φυσική τους εξόντωση, κάτι οι εισβολές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, κάτι τα γκουλάγκ αλλά και οι διηγήσεις αγωνιστών πολιτικών προσφύγων που χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν από την άλλη «πλευρά», μας έκαναν φιλύποπτους.


Ο Βάιντα λέει

Ας διαβάσουμε, τώρα, τι λέει ο Αντρέι Βάιντα για όλα αυτά:

«Το Κατίν κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη μακρά σκηνοθετική μου καριέρα. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έβλεπα την πτώση της ΕΣΣΔ ή ότι η ελεύθερη Πολωνία θα με άφηνε να μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη το έγκλημα του Κατίν και τα ψέματα που το περιέβαλαν. Πριν ακουμπήσω το μολύβι στο χαρτί, ένα δίλημμα στριφογύριζε στο μυαλό μου: να γυρίσω μια ταινία για τους εκτελεσμένους αξιωματικούς; Όχι, θα γινόταν αμιγώς πολιτική. Να γυρίσω μια ταινία για τις γυναίκες, που περίμεναν μάταια πίσω; Όχι, θα ήταν ψυχολογική. Αποφάσισα πως έπρεπε να συνδέσω τις δύο πλευρές, τα δύο άμεσα θύματα της τραγωδίας και να γυρίσω ένα συμβολικό φιλμ, γυμνό από συναισθηματισμούς, για το ψέμα, τις μεγάλες ψευδαισθήσεις και τη σκληρή αλήθεια. Μια ταινία για τον ατομικό πόνο και την ανθρώπινη απώλεια ανεξάρτητα από πολιτικές συγκρούσεις. Η συγγραφή του σεναρίου ήταν για εμένα μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία. Το έγκλημα του Στάλιν χωρίς αμφιβολία στέρησε από εμένα τον αγαπημένο μου πατέρα σε νεαρή ηλικία και η μητέρα μου έζησε μέσα στο ψέμα και την αγωνία, περιμένοντας να επιστρέψει ο σύντροφός της. Για χρόνια πιστεύαμε ότι ζούμε ακόμη, καθώς στη γνωστή λίστα του Κατίν είχε μεν καταχωρηθεί το όνομα Βάιντα αλλά με διαφορετικό μικρό όνομα. Παρά τις προσωπικές μου μνήμες, αυτό που έχει σημασία στο θέμα του Κατίν είναι ότι χάθηκε όλη η ελίτ της διανόησης της Πολωνίας, που φαίνεται, αποτελούσε εμπόδιο στα επεκτατικά σχέδια της ΕΣΣΔ. Μέσα από ημερολόγια, έγγραφα, αρχεία και άλλα αναμνηστικά, μέσα από καταθέσεις πραγματικών προσώπων, που ακόμη και σήμερα υποφέρουν από την ανοιχτή κακοφορμισμένη πληγή, θέλησα να χτίσω την πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε το μυθοπλαστικό μέρος της ταινίας. Για χρόνια το θέμα του Κατίν ήταν απαγορευμένο, αλλά κοινό μυστικό όλων. Πιστεύω απόλυτα ότι το καλύτερο φάρμακο για την επίλυση πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων είναι η έκθεσή τους. Το να μιλάς ανοιχτά για αυτά χωρίς περιστροφές. Ελπίζω να δοθεί τέλος στις συγκρούσεις και να νοιώσουν ανακούφιση όσοι είχαν, έχουν και θα έχουν πάντοτε την ανάγκη να βλέπουν την αλήθεια κατάματα, βλέποντας το αποτέλεσμα της ταινίας. Δεν υπάρχει χώρος για πολιτική εκμετάλλευση. Η ταινία είναι ένας αποχαιρετισμός στο Κατίν. Μια ελεγεία για ένα θέμα που επιτέλους είχα την ελευθερία να αγγίξω».

Αυτά και επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά πως η ταινία δε δικαιώνει κανέναν νεοναζιστή, φασίστα, χρυσαυγίτη και λοιπούς τέτοιους τύπους. Η δική τους ιδεολογία είναι μια εγκληματική ιδεολογία μίσους, ενώ ο σταλινισμός αποτελεί εκτροπή μιας καθόλα ανθρωπιστικής ιδεολογίας. Όσο για τις εξ ευωνύμων (λέμε τώρα) κατηγορίες, τις έχω συνηθίσει. Ας κοπιάσουν ακόμη μια φορά…

ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΕΡΣΑΝΙΔΗΣ

Η ΕΠΟΧΗ 2 Φεβρουαρίου 2009

Imaginarium of Doctor Parnassus


Η νέα ταινία του Τέρι Γκίλιαμ με τους Τζόνι Ντεπ, Τζουντ Λο και Χιθ Λέτζερ στον πραγματικά τελευταίο ρόλο του.

Πουλάει ο Αντρέι Βάιντα


Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009
ΤΟ ΒΗΜΑ


Τα πάνω από 3.000 εισιτήρια που μετρά ως σήμερα το «Κατίν» αυτομάτως το κατατάσσουν στις καλλιτεχνικές επιτυχίες της νέας χρονιάς. Η προτελευταία ταινία του πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα άνοιξε δειλά δειλά την Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου, σε δύο αίθουσες, και από τότε η πορεία της είναι σταθερή, προκαλώντας συγχρόνως το ενδιαφέρον άλλων πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος και η Αλεξανδρούπολη. Το «Κατίν» επιστρέφει στη σφαγή 20.000 περίπου πολωνών αξιωματικών κατά τη διάρκεια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ποιος έχει την ευθύνη για τις εκτελέσεις επί χρόνια αποτελούσε μέγα μυστήριο. Οι Σοβιετικοί υποστήριζαν ότι τις έκαναν οι Γερμανοί και οι Γερμανοί ότι τις έκαναν οι Σοβιετικοί. Ο Βάιντα είναι σαφής και κατηγορηματικός για την ευθύνη των Σοβιετικών, κάτι που όπως ήταν φυσικό προκάλεσε αριστερά αντανακλαστικά στην Ελλάδα. Ο θόρυβος όμως απέβη θετικός για την ταινία.

Agora Η νέα ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ


Με φόντο την αρχαία Αίγυπτο και πρωταγωνιστή τον Davus έναν σκλάβο, ο Αμενάμπαρ στήνει ένα υπέροχο κοινωνικό δράμα. Πρωταγωνιστούν οι Ρέιτσελ Βάις και ο Μαξ Μινγκέλα.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ OKURIBITO / DEPARTURES

ΚΡΙΤΙΚΗ

«Ότι ζει, πεθαίνει»
Ζωή και θάνατος οι ίδιες όψεις του νομίσματος, αφού οι ζωντανοί τρώνε πάντα τα «νεκρά»

Με σκηνοθεσία σεμιναρίου για τα κοινότυπα δυτικά πρότυπά μας, σενάριο σταυροβελονιά οικουμενικού χαρακτήρα και δυνατές εγκεφαλικές ερμηνείες, μας έρχεται από την Άπω Ανατολή μια ταινία που διακρίνεται για την ανθρώπινη συγκίνηση και την χαρακτηριστική αισθητική υψηλού επιπέδου, χωρίς εκπτώσεις ήθους και ύφους. Αγγίζει κάθε καρδιά και νου, πολύ ταπεινά, χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματά μας, με τη χρήση χαμηλών τόνων έκφρασης…
Με εξέπληξε αναπάντεχα, αφήνοντάς με άναυδο από την τελειότητά της, κυριολεκτικά σε όλους τους τομείς.
Βλέποντάς την τελευταία, από τις « ξενόγλωσσες οσκαρικές», διαπίστωσα χωρίς δεύτερη σκέψη την ανωτερότητά της, υποκλίθηκα στο μεγαλείο της στυλιστικής έκφρασης και θαύμασα τον μοναδικό τρόπο που άγγιξε ένα τολμηρό θέμα - κινηματογραφικά, ταμπού έως τώρα - με καυστικό χιούμορ, διασκεδαστική ελαφρότητα σε πρώτο επίπεδο και κοινωνιολογική ενδοσκόπηση με βαθύτερη νοήματα σε δεύτερο.
Ως πολυεπίπεδη μπορεί να ειδωθεί εξίσου ικανοποιητικά από το ευρύ κοινό δίνοντάς του τα ψυχαγωγικά ερεθίσματα ενός κινηματογράφου με ποιοτικά κριτήρια σε λαϊκές βάσεις (ακαδημαϊκή αφήγηση), αλλά και από «ψαγμένους» στην κατάδυση υπαρξιακών ζητημάτων και ανάλυσης συμπερασμάτων της εσωτερικής φύσης μιας πιο απαιτητικής προσέγγισης.
Άλλωστε το θέμα που πραγματεύεται είναι οικουμενικό και αιώνιο χωρίς στενούς γεωγραφικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς . Συνδυάζει το παραδοσιακό με το νέο σε ένα θανατηφόρο συνδυασμό έμπνευσης και πρωτοτυπίας. Και στο βάθος -βάθος αποτελεί μια αυτοκριτική σαρκασμού των κοινωνιών που αποθεώνουν τον ατομικισμό σε όλες τους τις εκφάνσεις…


Επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες για να πεθάνεις, ένας άγραφος κανόνας της φύσης.


Η ιστορία απλή μεν, αλλά καθόλου μονοδιάστατη. Αποτυχημένος τσελίστας, μετά την διάλυση της ορχήστρας του, επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, πιάνοντας δουλειά σε γραφείο κηδειών. Συναντά τον πατέρα του, μετά από 30 χρόνια, πεθαμένο και προετοιμάζει ο ίδιος την «αναχώρησή» του. Βλέπουμε την εναλλαγή των αισθημάτων του Νταίγκο και γινόμαστε μάρτυρες των επιλογών του, ταυτιζόμενοι στον υπερθετικό βαθμό, με τις πράξεις του.
Βλέπουμε το τρόπο που αντιμετωπίζει ο ήρωας την καινούργια του δουλειά, πως εμφανίζεται επιφυλακτικός, διστάζει να το αποδεχθεί, ντρέπεται και δε μιλάει γι΄ αυτό, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες της εκπαίδευσης. Νιώθει ενοχές, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτά αυτοπεποίθηση και στο τέλος περηφάνια και αυτοεκτίμηση. Παραμερίζοντας τα ψυχολογικά του κατάλοιπα από την παιδική του ηλικία (το θάνατο της μητέρας του) γίνεται περισσότερος «ανθεκτικός», όταν «επικοινωνεί» με τις οικογένειες που υπηρετεί επαγγελματικά , κάνοντάς τον να αγαπήσει με πάθος τη δουλειά.
Η γυναίκα του που τον ακολουθεί στην μικρή επαρχιακή πόλη, μόλις μαθαίνει για τη νέα του δουλειά, του κόβει «τα φτερά». Την θεωρεί υποτιμητική για τις δυνατότητές του και «μη κανονική». Τον προτρέπει να βρει μια φυσιολογική εργασία, γιατί αλλιώς θα τον εγκαταλείψει. Η απειλή της πραγματοποιείται. Ο Νταίγκο που έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του, αντιμετωπίζει πλέον την διάλυση της οικογένειας και κατ’ επέκταση προετοιμάζει τη σύγκρουσή του με την κοινωνία . Έχει απομονωθεί;
Σε ένα δύσκολο στάδιο της ζωής του και με το ρίσκο των επιλογών να βαραίνει τα πόδια του… η γυναίκα του επιστρέφει, όταν καταλαβαίνει πως η αγάπη της είναι δυνατότερη ενώ παράλληλα είναι και εγκυμονούσα. Αποδέχεται πλήρως την «παράξενη καριέρα» του, όταν μυείται και αυτή στο «μυστήριο» της «αναχώρησης» , παρακολουθώντας το ιερό τελετουργικό με κατάνυξη και δέος. Ο συζύγός της με αυτό που κάνει την «γεμίζει» και την ολοκληρώνει σαν προσωπικότητα, τελικά.
Το καθάρισμα του σώματος , το φτιασίδωμα και το ντύσιμο του νεκρού μπροστά στα μέλη της οικογένειας είναι μια δοκιμασία για όλους τους παρευρισκόμενους. Άλλοι μάλιστα το χαίρονται και διασκεδάζουν, χωρίς καθόλου να προσβάλλουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που «έφυγαν» από την έλλειψη δήθεν σοβαροφάνειας... Λίγο πριν την καύση του άψυχου σώματος, η παραδοσιακή τελετή θα αποδείξει πως η ύλη είναι το «ελάχιστο» και η ψυχή το «μέγιστον». Το αθάνατο πνεύμα, αν συμβιβαστείς φιλοσοφικά ότι διατηρείται αναλλοίωτο - παρά την αποτέφρωση – δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ψυχικής αγαλλίασης και ηθικής λύτρωσης, μιας αισιόδοξης προοπτικής για την άρρηκτη σχέση ζωής και θανάτου…
Αντιμετωπίζεται ο θάνατος σαν συνέχεια της ζωής, λιγότερο ωμά και περισσότερο ιδεαλιστικά, αρκετά εξευγενισμένα, θα έλεγα. Θα αντιληφτείτε και σεις πως τα σώματα και τα πρόσωπα που πέφτουν στα χέρια του ήρωα, είναι όλα πολύ πιο όμορφα και νέα από την πραγματικότητα. Ο σεβασμός, στις ψυχές που εγκαταλείπουν το σώμα του νεκρού δεν απομακρύνεται από εμβόλιμα κωμικά στοιχεία, που διανθίζουν τις τελετές. Διαθέτει βαθιά εσωτερικότητα και υπαρξιακό προβληματισμό χωρίς να εμφανίζεται μεγαλόσχημο από πομπώδεις λόγους. Συντονίζεται με ένα μαγικό ρυθμό , που σε απορροφά, μετρημένο, συνεκτικό, με λιτότητα που μόνο το ιαπωνικό σινεμά μπορεί να αποδώσει… Στέκεται πέρα από δογματισμούς σε θρησκείες και οι ερμηνείες στο ζήτημα της μεταθανάτιας ύπαρξης, παρά το τελετουργικό που υπόκειται σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα της τοπικής κοινωνίας της Άπω Ανατολής . Γιατί μερικές παραδοσιακές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες από το χρόνο, αέναες στο περάσμά του από την κυριαρχία του υλισμού.
Άξια καταχώρησης στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά, η σκηνή «αναχώρησης» του πατέρα του. Η ταινία διανθίζεται και από άλλες μικρότερες ιστορίες, συμβάντα στη ζωής του, σα να βρίσκεται στο μέσο ενός κύκλου και εμείς να παρακολουθούμε εκστατικοί γύρω -γύρω τις διαπλεκόμενες εξελίξεις που θα δοκιμάσουν τα πιστεύω του και θα τον φέρουν πιο κοντά στην επικοινωνία με τους οικείους του. Χαρακτηριστική σκηνή επίσης εκείνη των λουτρών καθώς και η γνωριμία του με την ιδιοκτήτρια, την οποία αργότερα θα «περιποιηθεί» κι ο ίδιος. Όλα τα πρόσωπα που «αναχωρούν» συμβολίζουν κάτι, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, γι΄αυτό και παρουσιάζονται, ακόμα και ακραίες περιπτώσεις στα όρια του σουρρεαλισμού. Το παράδοξο και η εκκεντρικότητα των συμπτώσεων θυμίζουν χαρακτηριστικά αντίληψη Τακάσι Μιίκε και η δυτική αντίληψη στην σκηνοθετική φόρμα Ναρούζε !


Ακόμη θα ήθελα να επισημαίνω πως η σχέση του Ντάιγκο με το αφεντικό του, είναι τυπικά επαγγελματική και ουσιαστικά, πρόκειται για «σχέση» πατέρα – γιού. Ο Γιαμαζάκι, βλέπει στο πρόσωπό του έναν «γιο» και διάδοχο της επιχείρησής του, από τότε που την ξεκίνησε με το θάνατο της γυναίκας τους πριν από 9 χρόνια (υπήρξε και η πρώτη που «περιποιήθηκε» κάνοντας την όμορφη για το μεγάλο της ταξίδι,!). Με την πρώτη ματιά, άλλωστε τον προσέλαβε αμέσως. Ο Ντάιγκο βλέπει στο πρόσωπο του αφεντικού τον «χαμένο» πατέρα του κι έτσι αναπτύσσεται ένα αμοιβαίο δέσιμο, μεταξύ τους.
Μοτόκι (ο ήρωάς μας, ο Ντάιγκο,), Γιαμαζάκι, (ο έμπειρος επαγγελματίας των «Αναχωρήσεων») και η Χιροσούε (η γυναίκα του Ντάιγκο) οικοδομούν ειλικρινείς σχέσεις φτάνοντας τις υποκριτικές τους επιδόσεις στο μάξιμουμ. Ο δεύτερος κλέβει την παράσταση στις σκηνές που παίζει με το μίνιμουμ... Η ιδέα για την ταινία είναι του ίδιου του πρωταγωνιστή, με αποτέλεσμα να αποδώσει με πάθος, σεβασμό και σοβαρότητα το ρόλο του πραγματοποιώντας ένα ερμηνευτικό άλμα στην καριέρα του.
Άφησα για το τέλος δύο σπουδαίους συντελεστές της ταινίας. Τον σεναριογράφο Κούντο Κογιάμα, που αν και πρώτη φορά που γράφει για την μεγάλη οθόνη είναι έμπειρος και γνωστός στην ιαπωνική τηλεόραση και φυσικά τον Τζο Χισάισι , τον διάσημο συνθέτη των πιο αγαπημένων μας ασιατικών ταινιών. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Τακέσι Κιτάνο και ο Χαγιάο Μιγιαζάκι έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας, όχι μονάχα για τις εικαστικά τους αριστουργήματα και την αφηγηματική τους πρωτοπορία. Ποιος δε θυμάται τα μοτίβα από τις ταινίες ΣΟΝΑΤΙΝΑ, ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΑ ΜΟΝΟΚΟΚΙ, ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΚΙΚΟΥΤΖΙΡΟ, ΑΔΕΡΦΟΣ ΕΞ΄ΑΙΜΑΤΟΣ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ, ΚΟΥΚΛΕΣ, ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ; Κάτω από αυτό το πρίσμα το μοτίβο των ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ τηρεί απόλυτα τις μελωδικές προδιαγραφές υψηλής ποιότητας που μας έχει συνηθίσει αυτός ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης. Μαζί με τον συνομήλικό του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι, θεωρώ ότι ανήκει στους καλύτερους μουσικούς επένδυσης ταινιών, παγκόσμιας κλάσης και πλέον αγαπημένους μου, μαζί με τον δυτικό «μινιμαλιστή» Φίλιπ Γκλας.
Συνοπτικά:
Διαθέτει πρωτοτυπία, δεν είναι προβλέψιμη, περιέχει στοιχεία απρόσμενων εκπλήξεων κι έχει ισάξιους δευτεραγωνιστές , που συμμετέχουν ισότιμα στη διάρκεια του φιλμ. Είναι ίσως η καλύτερη κινηματογραφική πραγματεία σχετικά με το θάνατο παραμένοντας ταυτόχρονα κι η πλέον αισιόδοξη στο θέμα της «αναπαύσεως ψυχών». Με λίγα λόγια δεν «μαυρίζει» η ψυχή σου όσο ακούγεται επιγραμματικά η υπόθεση κι όσο κι αν μυρίζεις το «θάνατο», αφού το επερχόμενο «τέλος» εξιδανικεύεται …
Ένας ύμνος στη ζωή και τον έρωτα, χωρίς προκαταλήψεις. Ο ήρωάς μας στο κέντρο του σύμπαντος, πλάθει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, ιδεαλισμό και πίστη στην αξία της «αναχώρησης», σύμφωνα με τη φυσική της νομοτέλειας. Βαθιά πανανθρώπινη κι αισιόδοξη διαποτίζεται από ελπίδα για το αύριο και μια αγάπη για το «αναπόφευκτο», χωρίς κλίση στα μελό στερεότυπα.
Ο σκηνοθέτης Γιοτζίρο Τακίτα, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, συνεχίζει την παράδοση του ιαπωνικού σινεμά από δημιουργούς της γενιάς της εξανθρωπισμένης ποίησης των Όζου, Μιζογκούτσι, Κουροσάβα και Ναρούζε , εμπνέεεται από τον πρωτοποριακό, αντισυμβατικό δρόμο των Τεσιγκαχάρα, Όσιμα, Μιίκε και Κιτάνο , σέβεται τις παραδοσιακές αξίες των Χαγιάο Μιγιαζάκι, Γιότζι Γιαμάντα και ανανεώνει επάξια το σύγχρονο ιαπωνικό κινηματογράφο της γενιάς του δίπλα στους Κιόσι Κουροσάουα, Χιροκάζου Κορέντα.
Περιττό να τονίσω ότι το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο από την αρχή, έως το τέλος , χωρίς να κουράσει στο παραμικρό. Ταινία που δεν πρέπει να χάσει κανείς. Θα σας μείνει αξέχαστη εμπειρία και θα ζήσετε μοναδικές στιγμές… Θα με θυμηθείτε.
Το Όσκαρ ξενόγλωσσης είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής σε μια πραγματικά μεγάλη ταινία !


Η Βαθμολογία μου:


του Δημήτρη Παπαμίχου me@myfilm.gr

Για το «Κατίν»

******«Κατίν». Η τελευταία ταινία του διάσημου Πολωνού σκηνοθέτη Αντρζέι Βάιντα. Παίχτηκε σε μία μόνον κεντρική αίθουσα, πολύ μικρή και μισοάδεια, στην Αθήνα· παρομοίως και στη Θεσσαλονίκη. Οι προηγούμενες ταινίες του είχαν όλες συνεπάρει την εγχώρια «προοδευτική» -όπως αυτοπροσδιορίζεται- διανόηση και το αντίστοιχο κοινό. Διθύραμβοι, τότε. Οχι όμως τώρα. Στα αζήτητα το «Κατύν», αλλά δεν με εντυπωσιάζει.

******Στις προηγούμενες ταινίες του, ο Βάιντα ήταν αλληγορικός ως προς τα σταλινικά εγκλήματα. Το «Κατύν», όμως, δεν είναι ούτε μπορούσε να είναι αλληγορία.

******«Κατύν». Τους ενόχλησε ο Βάιντα, διότι έβαλε στην ίδια ζυγαριά το ναζιστικό και το σοβιετικό καθεστώς. Πω πω, ιεροσυλία. Τι κι αν η Χάννα Αρεντ, και όχι μόνον εκείνη, έχει καταδείξει από τη δεκαετία του '50 τις δύο όψεις -ναζισμός, κομμουνισμός- του ολοκληρωτικού συστήματος.

******«Κατύν». Το φθινόπωρο του 1939, η Πολωνία σχεδόν ταυτόχρονα δέχτηκε διπλή εισβολή· από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση. Ο Κόκκινος Στρατός συνέλαβε 17.000 Πολωνούς αξιωματικούς και η διαβόητη NKVD (τη διαδέχτηκε η KGB) τους δολοφόνησε στο δάσος κοντά στο ρωσικό χωριό Κατύν. Ετσι, η χώρα έμεινε ακέφαλη. Χωρίς αυτούς που θα αντιστέκονταν στην επερχόμενη σοβιετοποίησή της. Ανάμεσα στα θύματα, ο πατέρας του Βάιντα. Το φρικιαστικό έγκλημα οι Σοβιετικοί το «φόρτωσαν» στους Ναζί· τερατώδες, βολικό ψέμα. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Το Κατύν όμως παρέμεινε ταμπού στην Πολωνία μέχρι την πτώση του κομμουνισμού.

Το 1990, ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε τη «σοβιετική ευθύνη για το έγκλημα στο Κατύν». Το 1991, ο Γέλτσιν επέτρεψε την πρόσβαση στα Αρχεία. Δεν υπάρχει πλέον το παραμικρό σκοτεινό σημείο. Γιατί, λοιπόν, τώρα μια ταινία για το «Κατύν;» ρώτησαν τον Αντρζέι Βάιντα. Να, πώς απάντησε.

«Εκανα την ταινία για τους νέους. Οχι όμως όλους. Ξέρετε, απευθύνομαι μόνο σε εκείνους τους νέους Πολωνούς που ενδιαφέρονται να είναι η χώρα μας συγκροτημένη κοινωνία και όχι τυχάρπαστο πλήθος». Αφοπλιστική απάντηση. Ειδικότερα, η αναφορά του στο «τυχάρπαστο πλήθος», κάτι μου θυμίζει· κάτι γνώριμο και οικείο.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/02/2009