Σελίδες

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Εισιτήρια σε ελεύθερη πτώση

Aπό τον Γιάννη Ζουμπουλάκη
Το ΒΗΜΑ, 09/11/2008

Τη χειρότερη κρίση τους βιώνουν οι ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες καθώς ο κόσμος δεν πάει πια σινεμά «όπως παλιά». Οι λόγοι, αρκετοί. Οσο για το μέλλον, μόνο ευοίωνο δεν διαγράφεται
Οποιος αποφασίσει να πάει κινηματογράφο Παρασκευή, Σάββατο, ακόμη και Κυριακή, θα εντυπωσιαστεί από την προσέλευση του κόσμου στις αίθουσες και σε ορισμένες περιπτώσεις θα αγανακτήσει από τις ουρές στα ταμεία. Διόλου απίθανο να σκεφθεί ότι οι κινηματογραφικές αίθουσες διάγουν περίοδο ευδαιμονίας. Και όμως η εικόνα είναι παραπλανητική. Πρώτον, ισχύει μόνο για τις προβολές του Σαββατοκύριακου. Δεύτερον, δεν ισχύει για όλες τις ταινίες. Και, τρίτον, σίγουρα δεν ισχύει για όλες τις αίθουσες. Στην πραγματικότητα, οι αίθουσες, κυρίως οι μεμονωμένες, περνούν μία από τις χειρότερες κρίσεις της πρόσφατης ιστορίας τους και, με εξαίρεση όσες εξακολουθούν να διατηρούν υψηλό προφίλ και στάνταρντ (ενδεικτικά αναφέρουμε τους κινηματογράφους Απόλλων, Αττικόν και Δαναός), μετά βίας κατορθώνουν να επιβιώσουν.

Αδεια καθίσματα

Οι εφετινές «απώλειες» είναι πολλές: το Αστρον της Κηφισιάς πρόκειται να γκρεμιστεί. Το Πλάζα, επίσης στην Κηφισιάς, έχει κλείσει, το ίδιο και η Καλυψώ, μία από τις ιστορικότερες αίθουσες της Καλλιθέας. Λουκέτο μπήκε στη Ζέα του Πειραιά. Η Ζίνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας έχει μετατραπεί σε θέατρο αφού δεν «έβγαινε». Πληροφορίες λένε ότι αίθουσες όπως η Μαργαρίτα του Χαλανδρίου και ο Φοίβος του Περιστερίου κινδυνεύουν με εξώσεις. Ο Φοίβος και το Cine City είναι οι μοναδικές αίθουσες του Περιστερίου που εξακολουθούν να λειτουργούν σε μια περιοχή όπου κάποτε υπήρχαν 20 κινηματογράφοι. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο Αιγάλεω: από τα 16 σινεμά, χειμερινά και θερινά, που λειτουργούσαν κάποτε δεν έχει απομείνει κανένα.

Οσοι θεωρήσουν ότι στην απέναντι όχθη οι πολυκινηματογράφοι είναι κερδισμένοι θα βγουν γελασμένοι. Ο «εχθρός» των μεμονωμένων αιθουσών επίσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Τα Ster Cinemas στο Ιλιον και στην Αχαρνών δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν όνομα στην αγορά αντίστοιχο των Village. Μιλώντας για τα Village θυμίζουμε ότι εκείνο του Αμαρουσίου, ο πρώτος πολυκινηματογράφος στην Ελλάδα, αποτελεί από πέρυσι παρελθόν, την ώρα που οι απογευματινές παραστάσεις στα Village του Ρέντη, του Φαλήρου και του Παγκρατίου γίνονται για δυο-τρεις ανθρώπους. Ακόμη και η κίνηση των ταξί έχει πέσει στου Ρέντη, όπως μας πληροφόρησε οδηγός ταξί της περιοχής.

Αίθουσες όπως το Αττικόν όμως μπορούν επίσης να δεχθούν πλήγματα. Π.χ., στην πρεμιέρα της εκεί, την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου, η τελευταία ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Νεότητα χωρίς νιότη» έκοψε μόλις 29 εισιτήρια. Πόσο κακή μπορεί να ήταν; Επίσης, την προπερασμένη Πέμπτη το «Ζήτημα τιμής», με τους Εντουαρντ Νόρτον και Κόλιν Φάρελ, διανεμήθηκε σε 46 κόπιες σε όλη την Ελλάδα. Εκοψε μόλις 2.648 εισιτήρια την πρώτη ημέρα. Με την απλή μέθοδο των τριών αυτό σημαίνει ότι σε μία ημέρα την ταινία είδαν 57 άνθρωποι ανά αίθουσα και στις τρεις προβολές.

«Η κατάσταση θυμίζει Αύγουστο» δήλωσε στο «Βήμα» εκπρόσωπος κινηματογραφικής εταιρείας συγκρίνοντας την τρέχουσα περίοδο με την παραδοσιακά χειρότερη κινηματογραφική περίοδο από πλευράς εισιτηρίων. «Υπάρχει μια πτώση στα εισιτήρια της τάξεως του 40% συγκριτικά με την ίδια περίοδο πέρυσι».

Εποχή «αρπαχτής»

Τα αίτια για αυτή την κατάσταση είναι πολλά. Το προφανές είναι η γενικότερη οικονομική κρίση, η οποία δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Αυτή τη στιγμή ο κινηματογράφος, με το εισιτήριο να κοστίζει κατά μέσον όρο 8 ευρώ, δεν αποτελεί πλέον μέσο λαϊκής ψυχαγωγίας αλλά είδος πολυτελείας - πόσο μάλλον όταν το φαινόμενο του δωρεάν downloading ταινιών από το Διαδίκτυο δείχνει να γιγαντώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι μια κινηματογραφική έξοδος δεν περιορίζεται στο εισιτήριο. Συνδυάζεται με παράπλευρα έξοδα: μια τριμελής οικογένεια δεν πέφτει ποτέ κάτω από 50 ευρώ άπαξ και αποφασίσει να πάει σινεμά.

Εν τω μεταξύ οι περισσότερες μονές αίθουσες δεν έχουν προνοήσει για την αναβάθμισή τους απομακρύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τους θεατές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Αφαία στην Καλλιθέα. Ενώ ξεκίνησε ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα με τίτλο «Φεστιβάλ κάθε μέρα», δεν έχει τα φόντα να στηρίξει τις ταινίες της καθώς «παραμένει η ίδια που ήταν στη δεκαετία του '80», όπως παρατήρησε μια θεατής που την επισκέφθηκε για να παρακολουθήσει μια ταινία. Και ήταν μόνη της.

«Λόγω των συνθηκών της αγοράς, είτε ελεγχόμενες είναι αυτές είτε όχι, οι περισσότεροι διανομείς είμαστε αναγκασμένοι να κυκλοφορούμε την πλειονότητα των ταινιών εν είδει αρπαχτής» παραδέχεται η διανομέας Πέγκυ Καρατζοπούλου της PCV, επισημαίνοντας ότι τα εισιτήρια της προηγούμενης σεζόν (2007-2008) ήταν λιγότερα από εκείνα της σεζόν 2006-2007. Υπήρξε μεν αύξηση των εισιτηρίων των ελληνικών ταινιών, ωστόσο σε καθημερινή βάση παρατηρείται σταθερή πτωτική πορεία ανά οθόνη και ανά κόπια.

Υπερπροσφορά
--------------------------------------------------------------------------------


Μια φωτογραφία τα λέει όλα. Μετρημένοι στα δάχτυλα θεατές σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας για να παρακολουθήσουν βραδινή παράσταση καθημερινής του «Αυστηρώς κατάλληλο» των Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου. Σε 47 αθηναϊκές αίθουσες και σε διάστημα δύο εβδομάδων η ταινία έχει φθάσει τις 73.000 εισιτήρια, σύμφωνα με την εταιρεία διανομής της


--------------------------------------------------------------------------------

«Στα φεστιβάλ οι ταινίες γεμίζουν τις αίθουσες αλλά στην εμπορική διανομή τους οι ίδιες ταινίες προβάλλονται σε άδεια καθίσματα». Στις ημέρες μας η φράση του φινλανδού σκηνοθέτη Ακι Καουρισμάκι ανταποκρίνεται όσο ποτέ άλλοτε στην πραγματικότητα. Η κατάσταση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο από την υπερπροσφορά κινηματογραφικών εταιρειών διανομής που «ειδικεύονται» στις μικρές, εναλλακτικές ταινίες. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν 14(!) «μικρές» εταιρείες «καλλιτεχνικών» ταινιών.

«Ο αριθμός των ταινιών που εισάγονται στην Ελλάδα είναι υπερβολικά μεγάλος, με αποτέλεσμα η αγορά να μην αντέχει την υπερπροσφορά εναλλακτικών ταινιών» θεωρεί ο Ζήνος Παναγιωτίδης της Rosebud, διανομέας με μεγάλη εμπειρία στον χώρο. Πόσο μάλλον σήμερα που το κινηματογραφόφιλο κοινό είναι πολύ πιο περιορισμένο από ό,τι ήταν τη δεκαετία του '80 ή του '90, σύμφωνα με τον Αλέκο Λάμπρου, ιδιοκτήτη της αίθουσας Πτι Παλαί. Οταν σε έναν μήνα οι νέες ταινίες δεν «πέφτουν» ποτέ κάτω από τις 30, αυτό σημαίνει μία ταινία ανά ημέρα, πράγμα ανέφικτο για την αντοχή ακόμη και των πιο σκληροπυρηνικών κινηματογραφόφιλων.

Αν σε μία εδομάδα διανεμηθούν πέντε μικρές, σινεφίλ ταινίες, μόνο η μία, το πολύ δύο θα κινηθούν ικανοποιητικά. Οι υπόλοιπες θα ξεχαστούν και θα εξαφανιστούν. Ετσι έχουν αφανιστεί οι «move over αίθουσες», όπως αποκαλούνται οι αίθουσες που φιλοξενούν ταινίες Β' προβολής. «Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που έκλεισε το Αλφαβίλ» μας είπε ο Δημήτρης Στεργιάκης, πρώην διαχειριστής του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι εννέα ταινίες που διανεμήθηκαν την εβδομάδα που ξεκίνησε την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου. Από τις εναλλακτικές μόνο το «Happy go lucky» του Μάικ Λι και το «Hunger» του Στιβ Μακ Κουίν μπόρεσαν να παραμείνουν όρθιες. Οι υπόλοιπες, όπως η «Νεότητα χωρίς νιότη», ο «Γιις του Rambow» και το «Madeinusa», εξαφανίστηκαν. Γενικότερα, όμως, για τις εναλλακτικές ταινίες τα νούμερα είναι αποκαρδιωτικά: το «Mr. Lonely» έκοψε 400 εισιτήρια, η «Τέχνη της αρνητικής σκέψης» 300 και το πολυδιαφημισμένο κινεζικό δράμα «Εμπιστεύσου την αγάπη» μόλις 600.

Προσεκτικά βήματα

Η έξυπνη διανομή μπορεί να κάνει τη διαφορά, μόνο όμως αν η ίδια η ταινία προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Ο Ζ. Παναγιωτίδης επέλεξε δύο σπάνιες ταινίες για επανέκδοση, τον «Κομφορμίστα» και το «Εγώ είμαι η Κούβα». Σε μία αίθουσα η καθεμιά τα πήγε θαυμάσια.

Η ταινία όμως που κλέβει εφέτος την παράσταση από πλευράς στρατηγικής διανομής είναι το «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ. Η πορεία της ξεκίνησε αργά από τις Κάννες, όπου τον περασμένο Μάιο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα. Ανοιξε τις «Νύχτες Πρεμιέρας» τον Σεπτέμβριο, έγινε θέμα συζήτησης και διανεμήθηκε έναν μήνα αργότερα έχοντας δημιουργήσει θετικό κλίμα. Σήμερα «σκίζει» έχοντας φθάσει τα 25.000 εισιτήρια. Προβάλλεται όμως μόνο σε δύο αθηναϊκές αίθουσες, κάτι που μπορεί να προκαλεί τον εκνευρισμό στους θεατές που δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να τη δουν (η ταινία αφήνει έξω κόσμο) αλλά δικαιώνει ως επιτυχία τον διανομέα της καθώς η πορεία της έχει διάρκεια. Αν η ίδια ταινία είχε βγει με παραπάνω κόπιες σε περισσότερες αίθουσες και χωρίς την «προεργασία» που έγινε, το πιθανότερο είναι ότι σύντομα θα «βάλτωνε» και θα παιζόταν μπροστά σε άδεια καθίσματα.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - Συντάκτης Ελεύθερου Τύπου

Το σινεμά το προδώσαμε όλοι μας

Πόσες φορές στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία θα γράψω για «τέλος εποχής» σε σχέση με τα σινεμά που κλείνουν, πόσες φορές στη ζωή μου το έχω βιώσει; Πιτσιρικάς και «άρρωστος» με τον κινηματογράφο παιδιόθεν, έκανα πένθος κανονικό εκεί κατά το 1972-’73, όταν απότομα σε μία χρονιά είδα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα σινεμά της παιδικής μου ηλικίας. Είδα τον Πειραιά, όπου γεννήθηκα και ζούσα, να χάνει τις αίθουσες, τη μία κατόπιν της άλλης, μέσα σε δύο χρόνια. Πρώτα στις συνοικίες, ύστερα στο κέντρο. Είδα στην Αθήνα, που επισκεπτόμουν τακτικά, να γκρεμίζονται ταυτόχρονα οι δικοί της «ναοί», το Τιτάνια, ο Εσπερος, το Πάνθεον, άλλοι να γίνονται θέατρα, είδα στη Θεσσαλονίκη όπου έχω συγγενείς να μην υπάρχουν κάποια σινεμά στο επόμενο ταξίδι… Ηταν η λαίλαπα της τηλεόρασης και της οικονομικής κρίσης του πετρελαίου. Κατόπιν, το 1982, στα δημοσιογραφικά μου ξεκινήματα, έγραψα ένα άρθρο για τα θερινά σινεμά - εκείνη την περίοδο έκλειναν μαζικά τα εναπομείναντα… Διότι ξεκινούσε το βίντεο… Και τώρα καταρρέουν τα τελευταία, διότι δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό των Cineplex, αλλά και τη σκουπιδοποίηση και το ακριβό εισιτήριο, καθότι πάλι νέα οικονομική κρίση. Βέβαια βλέπω και τα πολυσινεμά να απειλούνται, αφού πολύς κόσμος πλέον με την ευκολία του DVD και του υπολογιστή, «κατεβάζει» ταινίες λόγω ελεύθερης πρόσβασης. Στην Αμερική –το έγραφα από πρόπερσι!-, η οικονομική κρίση ρημάζει το σινεμά. Το είχε ρημάξει ξανά στα τέλη του ’40, όταν βγήκε ο αντι μονοπωλιακός νόμος που απαγόρευε στα στούντιο να είναι και αιθουσάρχες. Κι αργότερα με την τηλεόραση. Στην Ευρώπη δεν έχουν επανέλθει στο προ του 1973 καθεστώς, αν και χειρίζονται το οικονομικό θέμα καλύτερα. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι! Οι θεατές που ανακαλύψαμε την παράνομη πρόσβαση και οι αιθουσάρχες που φέρθηκαν στο σινεμά εξίσου μίζερα. Από κει και πέρα, και οι μεν και οι δε έχουμε κάθε λόγο να κλαιγόμαστε και να επικαλούμαστε τα οικονομικά. Ομως το σινεμά από κοινού το προδώσαμε. Κι εκείνοι, κι εμείς. Τα υπόλοιπα είναι υποκρισία!
Από τον Νέστορα Πουλάκο

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή" (φύλλο 18-10-08).

Η Ελλάδα αλλάζει. Η ζωή επίσης. Η διασκέδαση σίγουρα. Στο νέο αιώνα, στη νέα εποχή, ο κινηματογράφος φοράει τα ρούχα του αλλιώς, χωρίς απαραίτητα να βάζει τα παλιά στην ντουλάπα. Όχι όλα τουλάχιστον. Γιατί πολλά δεν έχουν μπει απλώς στη ντουλάπα, αλλά τυλίχτηκαν για τα καλά και κρύφτηκαν στο πατάρι.

Δε μιλάμε φυσικά μόνο για ταινίες. Αυτές, πάντα, θα υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη φόρμα, η τεχνολογία μόνο αλλάζει, τα ειδικά εφέ δηλαδή, η κάμερα και τα μέσα παραγωγής. Πρωτοπόρα παραμένει πάντα η ιδέα, η σύλληψη του δημιουργού, το σενάριο, η σκηνοθεσία. Τα υπόλοιπα έπονται. Επομένως, πάμε στο μέσο αναπαραγωγής των ταινιών : στις κινηματογραφικές αίθουσες, στους σινεμάδες, όπως λένε στην αργκό. Μέσο διασκέδασης, μέσο πολιτισμού. Ψυχαγωγία και χαρά, μάθηση και ιστορία. Το λαϊκό μέσο της in & out ζωής. Μαζί με τον καφέ, την ταβέρνα, το θέατρο.

Από τις αρχές του αιώνα ήλθαν οι πολυκινηματογράφοι (multiplex) στη χώρα μας. Έφτασε η ώρα. Άλλωστε, στο εξωτερικό, στις αναπτυγμένες χώρες πάντα (Αμερική, Αγγλία, Γερμανία κ.ά), υπήρχαν δεκαετίες τώρα. Το «μπαμ» έγινε με την εταιρεία Village Roadshow, θυγατρική της αυστραλέζικης ομώνυμης, η οποία έκανε την αρχή στο Παγκράτι το 1999, με πέντε αίθουσες προβολής. Ένα χρόνο αργότερα, το επιβλητικό Village Park, στο Ρέντη, ήταν μαζί με το μετρό τα τεχνολογικά αξιοθέατα της Αθήνας. Όλοι τα επισκέπτονταν για να τα δουν από κοντά. Γίναμε, πλέον, ευρωπαίοι και με τη βούλα. Το Village Park, συνδύαζε 20 αίθουσες σινεμά (έχει προστεθεί άλλη μια), φαγητό, ποτό, καφέ, ψώνια, παιχνίδια και πολλές βόλτες.. Το πάρκο της παγκοσμιοποίησης, λοιπόν, ήταν γεγονός. Από κει και μετά, ότι επακολούθησε ήταν απλώς το νερό που μπήκε στο αυλάκι. Η Village, έφτιαξε δυο ακόμη «θαύματα» : το «The Mall», στο Μαρούσι, και το παραθαλάσσιο «Φάληρο». Όλα πολυχώροι διασκέδασης. Κι από άποψη εισιτηρίων : σύμφωνα μα ανθρώπους της Village, τα πράγματα πάνε πολύ καλά. Έτσι κι αλλιώς, η θεώρηση είναι γενική : σε τέτοιους χώρους ποτέ δεν κοιτάς μόνο τα εισητήρια, άλλωστε, τα πολλά λεφτά είναι τα πέριξ των ταινιών στους κινηματογράφους. Την ώρα που μιλάμε, πλάι στο «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα», του Γούντυ Άλεν, που σπάει ταμεία, υπάρχουν όλα τα γούστα : από «Γουολ – υ» και «Kung fu panda» για τα παιδιά, στη «Μούμια» για τους φαν των θρίλερ, το «Καυτό απόρρητο» των Κοέν με τους Μπραντ Πιτ και Τζωρτζ Κλούνει, που είναι στην κορυφή του ελληνικού box office, η σάτιρα του «Χάνκοκ» με τον Γουίλ Σμιθ και οι πιστολιές του Νίκολας Κέιτζ με το «Bangkok dangerous» κ.ά Κι ενώ αναμένονται να βγουν mainstream ελληνικές παραγωγές, όπως το «Αυστηρώς Κατάλληλο» των Παπαθανασίου – Ρέππα, κάτι ανάλογο έγινε πέρυσι τέτοια εποχή με το «Ψυχραιμία» του Περάκη και το «Φιλί της ζωής» του Ζαπατίνα. Όλες οι γεύσεις, όλες οι απόψεις, πολλά εισητήρια. Νέοι, γέροι, παιδιά, οικογένειες, ζευγάρια, παρέες συρρέουν και τα entertainment parks γεμίζουν.

Βέβαια, τα multiplex δεν σταματούν εδώ : από τη Θεσσαλονίκη, έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα τα Ster Cinemas, τα οποία κατοικοεδρεύουν στο Ίλιον και στον Άγιο Ελευθέριο, και προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες (και τις ίδιες ταινίες), με εκείνες της Village. Επίσης, η κινηματογραφική εταιρεία Odeon, με διανομή καλών ελληνικών και ξένων ταινιών, μπήκε στο κόλπο πρόσφατα, με το «Kosmopolis» στο Μαρούσι και το «Starcity»¨στη Συγγρού. Περιφερειακώς του κέντρου, παλιά σινεμά ανανεώνονται με περισσότερες -της μιας- αίθουσες (τα miniplex), προκειμένου να συγχρονιστούν με το κλίμα της εποχής. Οι υπεύθυνοι τους μιλούν για ανάγκη δεδομένη, κοινωνικής και οικονομικής φύσης. Άλλωστε, ο όρος «επιβίωση» είναι σημαντικός για όλους.

Τα παραπάνω βρίσκονται εν αντιθέσει με τους κλασικούς κινηματογράφους του κέντρου. Λίγοι έχουν απομείνει, άλλωστε δεν λειτουργούν όλοι. Τα ρούχα, τυλιγμένα στο πατάρι, που λέγαμε παραπάνω. Στην ιστορική Πατησίων, ελάχιστα είναι τα σινεμά που έχουν απομείνει από την άλλοτε σινεφιλική Αθήνα : Aελλώ, Aλεξάνδρα, Ίλιον, Tριανόν και Φιλίπ. Το πρώτο, μάλιστα, το «Αελλώ» είναι το πετυχημένο πείραμα των τελευταίων χρόνων, από την οικογένεια Τσακαλάκη και τη Master S.A. Με πέντε αίθουσες, συν μια θερινή, έχει κάνει δυναμικό come back στα κινηματογραφικά στέκια, σε αντίθεση με το «Άττικα» (της AMA Films της οικογένειας Στεργιάκη) και το «Στούντιο» (από την πρώην Playtime του κ. Τζιώτζιου), που δεν τα κατάφεραν κι έκλεισαν πριν δυο χρόνια. Όπως έκλεισε, το ιστορικό «Ράδιο Σίτυ», το οποίο το 1958 είχε υποδεχτεί την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, σε μια εντυπωσιακή τελετή για την ταινία «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες». Για να μη θυμηθούμε αίθουσες όπως το Σελέκτ, το Αλκυονίς, το Αρμονία, που μας έχουν αφήσει χρόνια τώρα. «Η Πατησίων έχει πεθάνει», είχε πει ο κ. Στεργιάκης, μετά το κλείσιμο του «Άττικα», ενώ φέτος έκλεισε άλλο ένα κλασσικό σινεμά του κέντρου, το «Άλφαβιλ» της Μαυρομιχάλη, το οποίο έθρεψε γενιές και γενιές σινεφίλ. Η αίθουσα του «Άστυ», πάντως παραμένει στις κινηματογραφικές επάλξεις, με «τα εισιτήρια να είναι άλλοτε στα πάνω τους άλλοτε στα κάτω τους». Φέτος, το «Άστυ» περιμένει τον πολύ κόσμο να έρθει στο Χρυσό Φοίνικα των Καννών, «Ανάμεσα στους τοίχους» του Καντέ, έχοντας κάνει μια καλή υποστήριξη με τις επανεκδόσεις της «Δίκης της Νυρεμβέργης» και του «Ψεύτη ήλιου» του Μιχάλκοφ. Το 2008 φαίνεται ότι θα κλείσει καλά για το ιστορικό «Άστυ», το οποίο είδε το περυσινό 2007 να μην έχει πολλά εισιτήρια. Πάντως, εξακολουθεί να είναι το meeting point των απανταχού σινεφίλ, των νεανικών παρεών και των παλιών νοσταλγών του καλού ποιοτικού σινεμά, που δεν παίζεται στα multiplex.

Σε έναν άλλο παλιό κινηματογράφο του κέντρου, στο ευρύχωρο «Ιντεάλ» (στη Πανεπιστημίου), μετά την προβολή της ταινίας «Hunger», που αναπαριστά την απεργία πείνας του αγωνιστή του ΙΡΑ Μπόμπι Σαντς, συναντάμε ανθρώπους κι ανθρώπους, άλλους μοναχικούς κι άλλους με την παρέα τους, να μιλάνε χαμηλοφώνως και –κάπως- σαστισμένα για την ταινία που, μόλις, είδαν. «Υπάρχει τόσο σκληρό σινεμά, τελικά», μας κάνει η 26χρονη Νικολέτα, η οποία στην ερώτησή μας, που αποδίδει τον ελάχιστο κόσμο στην αίθουσα, μας λέει ότι «δύσκολα ο κόσμος, με τα προβλήματα που έχει, επιλέγει να δει τόσο σκοτεινό και πεσιμιστικό κινηματογράφο». Δεν έχει άδικο. Παρά τις καλές κριτικές, που έλαβε, το «Hunger» δεν πήγε καλά στα εισιτήρια. Και μαζί του, πήρε στο λαιμό του, τόσο το «Ιντεάλ» όσο και τον «Μικρόκοσμο» (στη Συγγρού), ένα ακόμη στέκι για καλό σινεμά.

Στη Σταδίου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το «Απόλλων» και το «Αττικόν», δυο αίθουσες, που μετά την επιβεβλημένη ανακαίνισή τους,, κοσμούν το κέντρο της Αθήνας, σφύζουν από ζωή. Το «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα», είναι το κινηματογραφικό γεγονός της εβδομάδας και προσελκύει κόσμο. Οι δυο αίθουσες είναι κάθε μέρα γεμάτες, με αποτέλεσμα οι πολυκινηματογράφοι να «σκίζονται» να βάλουν την ταινία στο πρόγραμμά τους. «Τα εισιτήρια είναι σε άνοδο, αυτή την εποχή, όχι μόνο με την ταινία του Γούντυ Άλεν αλλά και με την επανέκδοση του Κομφορμίστα που έπαιζε μέχρι τώρα», μας λένε οι υπεύθυνοι του Απόλλωνα, «μας θυμίζει την περυσινή επιτυχία του Ελ Γκρέκο, που παιζόταν την ίδια περίοδο».

Όπως και να ΄χει, ένα είναι σίγουρο : ο κόσμος αγαπά το σινεμά.. Επίσης αγαπά το σινεμά στις αίθουσες. Καλό το dvd, καλή η τηλεόραση, καλό και το downloading από το διαδίκτυο. Αλλά τίποτε δεν συγκρίνεται με την αίσθηση της ταινίας στην αίθουσα. Με τη νοσταλγική μυρωδιά του κινηματογράφου. Με τα ποπ κορν, τα νάτσος, την κόκα κόλα, που συνδυάζονται με την 7η τέχνη, που επιλέγει ο θεατής. Με τις ατελείωτες συζητήσεις που ακολουθούν μετά την ταινία. Με τα κρυφά γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια κατά τη διάρκειά της. Όλα αυτά είναι κινηματογράφος, είτε επιλέγεται στα multiplex είτε στις παραδοσιακές αίθουσες του κέντρου της πόλης.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Vicky Cristina Barcelona


Javier Bardem, Penelope Cruz, Scarlett Johansson, Woody Allen

Milk (Trailer)


Ο Gus Van Sant και ο Sean Penn στην μεταφορά της αληθινής ιστορίας του Harvey Milk σχετικά με τα δικαιώματα των gay.

Eagle Eye (Trailer)

Πρωταγωνιστεί ο όμορφος και ανερχόμενος Shia LaBeouf

Καυτό Απόρρητο (Burn After Reading) Trailer



Babylon A.D Trailer

Ο σκηνοθέτης του Αμελί και ο βαρύς Vin Diesel, σώζουν τον νέο μεσσία.


Babylon A.D. - International Teaser

Max Payne Trailer

Αφιερωμένο σε όσους πέρασαν ατελείωτες ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή τους, προσπαθώντας να πάρουν εκδίκηση... Η ιστορία σκίζει, αλλά έχουμε τις αμφιβολίες μας σχετικά με τον Γουόλμπεργκ. Στην σκηνοθεσία ο John Moore.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Κόβοντας εισιτήρια στο σπίτι

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ
(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 7 - 21/09/2008)

Τι κοινό έχει ο «Ελ Γκρέκο» με την «Λούφα και απαλλαγή-Αϊ Φορ» και το «Μόλις χώρισα»; Μα, τα εισιτήρια φυσικά. Τα 800.000 του «Ελ Γκρέκο», τα 400.000 του στρατιωτικού «Αϊ Φορ» και τα περί τα 420.000 τού «Μόλις χώρισα» αποδεικνύουν τη δυναμική των τηλεοπτικού τύπου εύπεπτων κινηματογραφικών κωμωδιών, αλλά και το «ρεύμα» προς τις ταινίες που τονώνουν το εθνικό μας εγώ -όπως φανέρωσε και η τεράστια επιτυχία των «Σειρήνων του Αιγαίου».

«Πέντε λεπτά ακόμα», «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», «Straight story», «Πρώτη φορά νονός», «Το φιλί της ζωής», «Γαμήλιο πάρτι», και μερικοί έλλληνες παραγωγοί κάνουν πλέον... πάρτι! Λογικό αν σκεφτεί κανείς πως οι ταινίες αυτές κινήθηκαν μεταξύ 200 και 400 χιλιάδων εισιτηρίων, νούμερα άπιαστα για τα ελληνικά δεδομένα. Πώς πάνε όμως οι ελληνικές ταινίες στο DVD; Οταν δηλαδή φεύγουν από τις αίθουσες; Και τι γίνεται με τις «μικρές», περισσότερο καλλιτεχνικές ταινίες;

Προ DVD, την εποχή της βιντεοκασέτας, ελάχιστες ελληνικές έβγαιναν σε βίντεο. Επόμενο λοιπόν είναι να σκεφτεί κανείς πως με την επανάσταση του DVD η ελληνική ταινία βρέθηκε με μια νέα άκρως προσοδοφόρα αγορά. Που επιπλέον της δίνει τη δυνατότητα να συναντήσει το κοινό της σε βάθος χρόνου, και όχι στα ασφυκτικά πλαίσια της αίθουσας.

Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευνοϊκά. Η κουβέντα μας με τους διανομείς των DVD επιβεβαίωσε το αυτονόητο: δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Μια ταινία που «πάει» στην αίθουσα, θα «πάει» και στο DVD. Διαφορετικά την τρώει η μαρμάγκα και στα βιντεοκλάμπ.

Πόσοι πραγματικά τις βλέπουν;

Για να θεωρηθεί σήμερα μια ταινία επιτυχημένη πρέπει να πουλήσει στα βιντεοκλάμπ (rental) γύρω στα 8.000 κομμάτια έναντι 30 ευρώ έκαστο -νούμερο που θεωρείται εξαιρετικό. Τα 15.000 κομμάτια στο sell-through, δηλαδή στα DVD που πωλούνται απευθείας στον καταναλωτή (σε μαγαζιά τύπου FNAC, δισκάδικα, ή και σουπερμάρκετ), είναι ένα εξίσου καλό νούμερο. Η δυναμική φαίνεται από τον πρώτο κιόλας μήνα, ενώ στους τρεις μήνες το πράγμα έχει κριθεί. Στη συνέχεια «το προϊόν» δεν φεύγει από την αγορά, απλώς πάει πιο πίσω στα ράφια. Ολ' αυτά βέβαια σήμερα. Πριν από πέντε χρόνια, όπως μας λένε οι διανομείς, τα νούμερα θα ήταν πολύ μεγαλύτερα. Ας όψεται η πειρατεία και το Ιντερνετ που οδηγούν το DVD σε μια χρόνο με το χρόνο πτωτική πορεία...

Μερικά παραδείγματα: Το «Φιλί της ζωής» που έκοψε περί τις 260.000 εισιτήρια στα σινεμά, πούλησε γύρω στα 7.000 κομμάτια στο βίντεο. Και το «Γαμήλιο πάρτι» που έκοψε γύρω στα 200.000 εισιτήρια, πούλησε 6.500 κόπιες στα βιντεοκλάμπ. Οι «Νύφες» άγγιξαν τις 9.000 στο rental, ενώ η «Λούφα και παραλλαγή-Σειρήνες στο Αιγαίο» ξεπέρασε τις 11.000. Στην κορυφή των πωλήσεων του DVD είναι βέβαια ο «El Greco»: διατηρεί τη δεύτερη θέση μετά την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα», τη μεγαλύτερη επιτυχία ελληνικού DVD μέχρι σήμερα -που πιστώνεται και στην εξαιρετική sell-through έκδοση που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και συνταγές μαγειρικής.

Το πράγμα βέβαια με τα νούμερα δεν είναι τόσο απλό. Γιατί ναι μεν γνωρίζουμε τις κόπιες που αγόρασαν τα βιντεοκλάμπ, δεν ξέρουμε όμως ούτε το πόσοι άνθρωποι νοίκιασαν την εν λόγω ταινία στα βιντεοκλάμπ, ούτε πόσοι πραγματικά την είδαν. Διότι δεν υπάρχει κάποιος φορέας που να δίνει επισήμως αυτά τα στοιχεία. Ούτε βέβαια είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν κάποιο βιντεοκλάμπ που αγόρασε φερ' ειπείν δύο κομμάτια από την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη και είδε ότι υπήρχε ζήτηση, έκανε πειρατικά αντίγραφα της ταινίας αντί να αγοράσει κι άλλα από την εταιρεία διανομής. Πόσοι λοιπόν πραγματικά βλέπουν μια ταινία σε DVD; Αγνωστο...

«Η σύγκριση με την αίθουσα μπορεί να γίνει μόνο ως προς τους τζίρους», μας λέει ο Παντελής Γκουδής, υπεύθυνος του DVD της Odeon. «Ομως τα στοιχεία του τζίρου σε DVD των εταιρειών δεν ανακοινώνονται».

Μάταια αναζητήσαμε κάποιες εκπλήξεις, δηλαδή ταινίες που πάτωσαν στην αίθουσα κι έσκισαν στο βίντεο. Φαίνεται πως αυτό αποτελεί προνόμιο μερικών κατ' εξοχήν «βιντεϊκών», ξένων ηθοποιών όπως ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, ο Σίγκαλ ή ο Τζετ Λι. «Μια ξένη έκπληξη», λέει ο Π. Γκουδής, «ήταν και το "Sentinel" με τον Κίφερ Σάδερλαντ, ίσως λόγω της συνάφειάς του με τη σειρά "24". Στο σινεμά πήγε μέτρια».

Οπως μας είπε ο Παύλος Βόζας της Audiovisual, το κριτήριο επιτυχίας στο βίντεο είναι ένα και μόνο: «Το αν η ταινία έχει ακουστεί κι έχει καλό καστ. Στην περίπτωση πιο καλλιτεχνικών ταινιών όπως λ.χ. "Η ψυχή στο στόμα", φαίνεται πως οι φανατικοί του Οικονομίδη προτίμησαν να δουν την ταινία στο σινεμά. Ενώ στην περίπτωση του Γιάνναρη και του "Ομήρου" φάνηκε πως ο κόσμος ήταν διστακτικός γιατί η ταινία δεν έπαιρνε συγκεκριμένη θέση».

Για το «Alter ego» με τον Ρουβά, που δεν έκανε το αναμενόμενο μπαμ στις αίθουσες, έχουμε αντιφατικά στοιχεία. Φαίνεται πάντως πως ανήκει στις περιπτώσεις τον ταινιών που πολλοί θεατές δεν πάνε να δουν στο σινεμά, αλλά περιμένουν να βγουν στο DVD. Μπορεί και κάποιοι να ντράπηκαν να πάνε στις αίθουσες και το νοίκιασαν στα μουλωχτά...

Η ταινία του Οικονομίδη αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση: Επισήμως, δεν πήγε και πολύ καλά στο βίντεο (σύμφωνα δηλαδή με τις κόπιες που πούλησε). Ομως έσκισε στον «Μικρόκοσμο» όπου προβλήθηκε κάνοντας περί τις 15.000 εισιτήρια (σε μια μόνο αίθουσα). Αλλά και το «Σπιρτόκουτό» του, όπως μας είπε ο σκηνοθέτης, αν και πήγε μέτρια στο DVD, «το είδε... η μισή Ελλάδα». Καλά, πώς; «Μέσω της πειρατείας», συνεχίζει. «Μέσω Ιντερνετ, από χέρι σε χέρι, από αντιγραφές σε κάποια βιντεοκλάμπ. Ο συνοικιακός "βιντεοκλαμπάς" σιγά μην ενδιαφερθεί για μια εναλλακτική ταινία. Για τον "Ελ Γκρέκο" ή τη "Λούφα" θα ακούσει και θα παραγγείλει αντίστοιχα κομμάτια. Αντε να πάρουν ένα κομμάτι από μια "μικρή" τύπου "Ροζ", ή "Διόρθωσης" για την τιμή των όπλων. Αν όμως μια ταινία αρχίσει να συζητιέται από στόμα σε στόμα, όπως έγινε με το "Τσίου", το "Σπιρτόκουτο", τις ταινίες του Γραμματικού ή το ελληνικό σπλάτερ "Το Κακό", ο ένας αρχίζει να δίνει αντίγραφα στον άλλο και γίνεται ο χαμός. Γιατί να το πάρουν στο βιντεοκλάμπ; Κι ενώ το έχουν δει όλοι, τα λεφτά που εισέπραξαν οι διανομείς είναι 1.500 τεμαχίων!»

«Ολη αυτή η ιστορία με το Ιντερνετ», παραδέχεται ο Γ. Οικονομίδης, «ναι μεν μας κολακεύει γιατί ο κόσμος βλέπει τη δουλειά μας και φτιάχνουμε ένα κοινό, όμως απ' την άλλη είναι δώρον άδωρον γιατί δεν βγάζουμε λεφτά ούτε εμείς ούτε οι εταιρείες. Ουσιαστικά οδηγούμαστε στην καταστροφή. Το ποτάμι του Διαδικτύου έχει σαρώσει τα πάντα. Ακόμα και τα βιντεοκλάμπ αρχίζουν να κλείνουν. Σε πέντε χρόνια μπορεί να μην υπάρχουν DVD».

Το «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, που συζητήθηκε πολύ, δεν βγήκε ποτέ σε DVD. «Εγώ ωστόσο το αγόρασα σε DVD από πλανόδιο», λέει χαμογελώντας. «Και στο Ιντερνετ έγινε ο χαμός. Σύμφωνα με τα νούμερα επισκεψιμότητας στο Google videos, όπου ακόμα παίζεται, το είδαν περισσότεροι από 250.000 θεατές. Η ταινία είχε ανέβει στο Ιντερνετ δύο εβδομάδες πριν βγει στα σινεμά. Ξεκίνησε από το Torrents. Από εκεί προφανώς το κατέβασαν οι πειρατές». Η ταινία παίζεται σε συναυλίες, πάρτι, διακινείται σε peer to peer (δικτυακοί τόποι ελεύθερης ανταλλαγής δεδομένων). «Κάποιοι μου λένε, την ταινία σου την έχω "κάψει" και σε 50 φίλους μου, ή, έχω προτζέκτορα στην ταράτσα και το έχω δείξει σε 30 άτομα».

«Η αγορά είναι μικρή»

Είναι γεγονός πως κάθε νέα πλατφόρμα θέασης της ελληνικής ταινίας είναι ένα όφελος -αύριο μεθαύριο θα δούμε ελληνικές ταινίες στα κινητά ή στο video on demand. Ομως, όπως λέει ο Π. Γκουδής, «ενώ έξω μπορείς να καλύψεις τη χασούρα στην αίθουσα πουλώντας την ταινία σε DVD ή λ.χ. στη συνδρομητική τηλεόραση, εδώ η αγορά είναι μικρή, οι αντιδράσεις του κόσμου αστάθμητες και τα έξοδα μιας ταινίας πολλά. Σήμερα μια εταιρεία ξοδεύει πολλά και για την προώθηση ενός φιλμ σε DVD. Εχουν ξοδευτεί και 70.000 και 80.000 ευρώ. Ειδικά λόγω της διάδοσης του sell-through. Διότι επί βιντεοκασέτας είχαμε κυρίως rental».

Σύμφωνα με τον Πάνο Παπαχατζή, παραγωγό μερικών από τις γνωστότερες πρόσφατες ελληνικές επιτυχίες, «στην πραγματικότητα το DVD αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό κομμάτι της πίτας. Μόλις το 15% των εσόδων μιας ταινίας».

Ο εξίσου δραστήριος παραγωγός Κώστας Λαμπρόπουλος το επιβεβαιώνει: «Ειδικά για εμάς τους παραγωγούς τα ποσοστά είναι μηδαμινά. Δεν πρέπει να υπολογίζεις σε αυτά. Εγώ βγάζω τις ταινίες στο DVD για την τιμή των όπλων. Απλώς για να υπάρχουν. Η "Λούφα" αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Επί βιντεοκασέτας δουλεύαμε με άλλα ποσοστά, 40-50%. Κάθε χρόνος που περνάει είναι και χειρότερα τα πράγματα. Η πειρατεία είναι κατάρα».

«Η υπερπροσφορά των εφημερίδων σε DVD έχει μειώσει τους πελάτες των βιντεοκλάμπ», υποστηρίζει ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης της New Star, μιας εναλλακτικής εταιρείας διανομής που έχει βγάλει επτά από τις 12 ταινίες του Αγγελόπουλου και τα άπαντα του Νικολαΐδη σε DVD. «Φέτος ήταν μια δύσκολη χρονιά. Η οικονομική κρίση είναι μεγάλη και ο κόσμος αποφεύγει ό,τι θεωρεί πολυτέλεια. Καθώς λοιπόν τα βιντεοκλάμπ είναι οριακά κερδοφόρα, δεν αγοράζουν πια τα πάντα ή αγοράζουν λιγότερες κόπιες. Κι αυτό χτυπάει ευθέως τον ελληνικό κινηματογράφο. Τα μισά βιντεοκλάμπ δεν θέλουν να αγοράσουν ούτε μια κόπια ελληνικής ταινίας. Κάποια δεν έχουν ούτε ράφια για το νέο ελληνικό κινηματογράφο. Γι' αυτούς ελληνικό σινεμά είναι ακόμα μόνο ο Ψάλτης και οι ταινίες του Φίνου...».

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

H θύελλα Κατίν σαρώνει το Βερολίνο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του Αντρέι Βάιντα στον Γιάννη Ζουμπουλάκη

(Εφημερίδα Το Βήμα, 17/02/2008)


Ο 82χρονος σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα εξηγεί γιατί στην τελευταία του ταινία ασχολείται με τη μαζική δολοφονία των πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μας ξαναθυμίζει τα τραγικά γεγονότα.

«Επί δεκαετίες ολόκληρες οι συμπατριώτες μου ήταν αναγκασμένοι να ζουν μέσα στο ψέμα» λέει σήμερα ο Αντρέι Βάιντα, του οποίου ο πατέρας ήταν ένα από τα θύματα στο Κατίν (ο Βάιντα ήταν τότε 12 ετών). Ο πολωνός σκηνοθέτης προσπαθούσε επί σειρά ετών να γυρίσει μια ταινία πάνω στο τραγικό γεγονός του 1940, αλλά οι συνθήκες δεν του το επέτρεπαν. Πέρυσι, στις 17 Σεπτεμβρίου, ακριβώς στην επέτειο των 66 χρόνων από την εισβολή των Ρώσων στην Πολωνία, το «Katyn» έκανε πρεμιέρα στη Βαρσοβία και έγινε το μεγάλο ζήτημα της χώρας. Επίσης, αν και δεν έχει παρουσιαστεί σε πολλές χώρες εκτός Πολωνίας, το «Katyn» είναι υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.

Στο φεστιβάλ του Βερολίνου «Το Βήμα» είχε μια 45λεπτη συνάντηση με τον σκηνοθέτη που συνήθιζε να εξοργίζει τις κομμουνιστικές αρχές της Πολωνίας με ταινίες όπως ο «Ανθρωπος από σίδερο» και ο «Ανθρωπος από μάρμαρο». Ακμαίος και παρά τα 82 του χρόνια εξαιρετικά δραστήριος, ο Βάιντα είναι ένας ήπιος άνθρωπος που ακούει προσεκτικά τις ερωτήσεις και με ισάξια προσοχή επιλέγει τις λέξεις των απαντήσεών του.

- Για ποιον λόγο μια ταινία για τη σφαγή του Κατίν σήμερα; Και ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην αντιμετώπιση της ιστορικής αλήθειας;

«Ηθελα με μια ταινία να πω το οριστικό "αντίο" στο ζήτημα του Κατίν. Πείτε τη μια ελεγεία για ένα θέμα το οποίο κάποιος είχε επιτέλους την ελευθερία να αγγίξει. Η δυσκολία δεν είχε να κάνει με τον διάλογο της ιστορικής αλήθειας, γιατί η αλήθεια έχει αποκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια. Δυσκολία είχα στην ανεύρεση του άξονα της ιστορίας της ταινίας. Θα ήταν ένας άνθρωπος; Θα ήταν πολλοί; Μια οικογένεια; Περισσότερες; Θα ήταν στρατιώτες; Μελετώντας ημερολόγια στρατιωτικών και γυναικών οι οποίες περίμεναν πατεράδες, συζύγους ή αδελφούς να επιστρέψουν μετά τη σύλληψή τους - κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ -, αντιλήφθηκα ότι η διαδικασία της επιλογής θα ήταν μεγάλο εμπόδιο».

- Τι ερωτήματα επιθυμείτε να θέσει σήμερα μια ταινία όπως το «Katyn»;

«Δεν μπορώ να μιλήσω για το παγκόσμιο κοινό εφόσον όταν αποφάσισα να γυρίσω την ταινία είχα στο μυαλό μου αποκλειστικά το κοινό της Πολωνίας (σ.σ.: το "Katyn" δεν έχει βρει μεγάλη διανομή εκτός Πολωνίας). Στόχος μου ήταν να κερδίσω τη συμμετοχή όλου του κοινού της πατρίδας μου - ακόμη και των ανθρώπων που πιθανόν να μην είχαν ακούσει ποτέ για την τραγωδία του Κατίν. Ωστόσο ανησυχούσα. Αν φορτώσεις μια ταινία με πλήθος ιστορικών πληροφοριών ελλοχεύει ο κίνδυνος να τη μετατρέψεις σε μάθημα Ιστορίας. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη πληροφοριών μπορεί να αποδυναμώσει μια ταινία με τόσο δυνατό θέμα. Νομίζω πάντως ότι το βασικό ερώτημα που ήθελα να θέσω δεν αφορούσε το "τι έγινε" με ένα μεγαλόστομο κατηγορώ κατά της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά το "πώς η πολωνική κοινωνία αντέδρασε μετά την τραγωδία". Το έγκλημα του Κατίν ακολουθήθηκε από το ψέμα του Κατίν. Και αυτό το ψέμα πέρασε στα σχολεία, στην καθημερινότητα, στον τρόπο ζωής μας».

- Πόση σημασία έχει η ιστορική μνήμη; Πόσο απαραίτητο είναι να εξηγούμε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή έστω και αν ο χρόνος έχει πλέον περάσει;

«Εξαιρετικά σημαντικό. Τα θέματα τα οποία δεν συζητιούνται ανοιχτά, που διατηρούνται στη σκιά, που κρατιούνται μυστικά και θεωρούνται ταμπού είναι τα πιο επικίνδυνα. Οταν μιλάς γι' αυτά όμως λυτρώνεσαι. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι για την εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας μου με τη Ρωσία ταινίες όπως το "Katyn" είναι απαραίτητο να γυρίζονται και να προβάλλονται όχι μόνο στην Πολωνία αλλά και στη Ρωσία. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση της Πολωνίας με τη Γερμανία, που έγινε καλύτερη μετά την προβολή της ταινίας. Είναι σημαντικό το παρελθόν να επανέρχεται στο παρόν και να προκαλεί διάλογο».

- Υπάρχει σήμερα ιστορική μνήμη στην Πολωνία από τους νεότερους ανθρώπους;

«Δυστυχώς, όχι ιδιαίτερη. Με το πέρασμα του χρόνου η ιστορική μνήμη γίνεται όλο και λιγότερο ορατή. Τα θέματα που απασχολούν τις νεότερες γενιές είναι εντελώς διαφορετικά. Την ίδια ώρα όμως πιστεύω ότι η γνώση για την Ιστορία της πατρίδας σου είναι απαραίτητη και κρίσιμη. Οπως επίσης πιστεύω ότι η δίψα για γνώση βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε όλους μας, έστω και αν δεν την αφήνουμε να εκφραστεί. Γι' αυτό ήθελα να δείξω στον νεότερο κόσμο πώς ήταν τότε η κατάσταση, τι συναισθήματα είχε προκαλέσει το συγκεκριμένο γεγονός και γιατί δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσουμε. Για μένα ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος φυγής προς τα εμπρός, όχι προς τα πίσω. Μπροστά βρίσκονται οι νέοι άνθρωποι. Αυτή η φυγή έχει φανεί και στις πολιτικές ταινίες μου, οι οποίες έχουν πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης».

- Υπήρξαν αντιδράσεις από τη Ρωσία όταν ανακοινώθηκε ότι θα γυρίσετε την ταινία;

«Στη Ρωσία το θέμα του Κατίν δεν είναι ταμπού για όλους. Εχουμε πολλούς φίλους εκεί, διανοουμένους και καλλιτέχνες, οι οποίοι κατανοούν το πρόβλημά μας και συμφωνούν με την επιθυμία μας να το παρουσιάσουμε. Συμφωνούν επίσης στο ότι αυτό που έγινε στο Κατίν είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ευρωπαϊκή Ιστορία του 20ού αιώνα. Ασφαλώς υπάρχει και η σκληροπυρηνική πλευρά, που θαύμαζε και ακόμη θαυμάζει τον Στάλιν για τη δύναμή του και νιώθει συναισθηματικά απέναντί του».

- Για ποιον λόγο εκτελέστηκαν οι πολωνοί αξιωματικοί στο δάσος του Κατίν;

«Οι αξιωματικοί αυτοί ήταν οι καλύτεροι στρατιώτες της πατρίδας μου. Αληθινοί πατριώτες. Είχαν την καλύτερη εκπαίδευση και την καλύτερη μόρφωση. Στην πολιτική ζωή τους πολλοί ήταν γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιχειρηματίες. Ηταν η ελίτ της διανόησης που μπορούσε να εμποδίσει τα σχέδια της Σοβιετικής Ενωσης να απορροφήσει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της τραγωδίας ήταν και ο πατέρας μου».

- Χρησιμοποιήσατε κομμάτια της δικής σας οικογένειας στην ταινία;

«Ναι, αν και όχι με κραυγαλέο τρόπο. Υπάρχουν ψήγματα των προσωπικών εμπειριών μου, τα οποία δεν παρουσίασα σε μια συγκεκριμένη οικογένεια αλλά σε διάφορους ήρωες που δεν είχαν απαραιτήτως σχέση ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, η μεγάλη γυναίκα που αναμένει επί χρόνια την επιστροφή του συζύγου της είναι εμπνευσμένη από τη δική μου μητέρα που επί δεκαετίες πίστευε επί ματαίω ότι κάποτε ο πατέρας μου θα επιστρέψει. Εμπνεύστηκα επίσης από τις ιστορίες των ίδιων των αξιωματικών, τις οποίες διάβασα στα προσωπικά ημερολόγιά τους, που κάποια στιγμή βρέθηκαν».

- Πόσο εφικτό είναι για έναν σκηνοθέτη να παίρνει αποστάσεις από ένα θέμα όπως του Κατίν από τη στιγμή που έχει προσωπικά εμπλακεί μαζί του;

«Είναι εφικτό και είναι απαραίτητο. Ελπίζω να τα κατάφερα, γιατί οι αναμνήσεις μου είναι πολύ έντονες και η συναισθηματική εμπλοκή μου αναπόφευκτη. Ωστόσο ο χρόνος είναι καλός σύμμαχος σε περιπτώσεις όπως αυτή. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εκτέλεση των στρατιωτών στο Κατίν ως τις μέρες μας. Ο χρόνος θεραπεύει τον πόνο».

- Πώς αντιμετωπίσατε το γεγονός ότι στη χώρα σας η ταινία υπήρξε προϊόν εκμετάλλευσης πολιτικών σκοπιμοτήτων, αφού βγήκε στις αίθουσες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις κοινοβουλευτικές εκλογές;

«Εξοργίστηκα και χάρηκα πολύ που τελικά δεν κατάφεραν να την εκμεταλλευθούν. Μάλιστα διαμαρτυρήθηκα δημοσίως και μαζί μου πολλές από τις οικογένειες των θυμάτων του Κατίν. Από την αρχή ήμουν απολύτως πεπεισμένος ότι η αυτή η ταινία δεν θα γυριζόταν για να σπείρει πολιτική διχόνοια, ούτε καν πολιτικό διάλογο. Είναι μια ταινία γυρισμένη για να τιμήσει τα θύματα ενός συγκεκριμένου, τραγικού περιστατικού».

- Θα αποκαλούσατε το «Katyn» πατριωτική ταινία;

«Εν μέρει ναι, διότι αυτή η μαζική δολοφονία διαμόρφωσε την εθνική μας ταυτότητα. Επίσης αυτό που πόνεσε πολλούς συμπατριώτες μου ήταν η αδιαφορία που εισέπραξαν από ξένα κράτη, όπως η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες».

- Μιλώντας για την ταινία στην αρχή της συζήτησης αναφερθήκατε στην ελευθερία που είχατε να τη γυρίσετε. Πόσο γλυκιά είναι η αίσθηση της ελευθερίας;

«Η ελευθερία δημιουργεί άλλου τύπου δυσκολίες - τις δυσκολίες των επιλογών. Το δικαίωμα όμως της επιλογής είναι μέγα αγαθό. Χωρίς αυτό ο κόσμος βρίσκεται εκτός ελέγχου γιατί οι αποφάσεις του κρίνονται από τις επιθυμίες άλλων».

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Αντρέι Βάιντα - Στάχτες και Διαμάντια

Πενήντα χρόνια πριν, ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα έβαζε αξέχαστη κατακλείδα σε μια άτυπη αντιπολεμική τριλογία επάνω στις συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα του. Την ίδια ώρα ξεκινούσε μια από τις πιο εκληκτικές σκηνοθετικές καριέρες στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.

Από τον Λουκά Κατσίκα (Περιοδικο Σινεμά)


Η χαμένη γενιά

Η συνάντηση του Αντρέι Βάιντα με την Ιστορία της χώρας του στάθηκε αναπόφευκτη όσο και αλησμόνητη: όταν ο μετέπειτα σκηνοθέτης γιόρταζε τα δώδεκα χρόνια του, ο στρατιωτικός πατέρας του γινόταν ένα από τα θύματα των μαζικών και άνανδρων δολοφονιών που εξαπέλυσαν οι Σοβιετικοί του Στάλιν στο δάσος του Κατίν, θέλοντας να εξοντώσουν όσους περισσότερους αξιωματούχους του πολωνικού στρατού μπορούσαν. Την περίοδο που ο Βάιντα περνούσε το κατώφλι της ενηλικίωσης, ξεσπούσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Λίγο καιρό αργότερα, ο νεαρός συμμετείχε στην αντίσταση των συμπατριωτών του ενάντια στους Γερμανούς. Δέκα χρόνια μετά το πέρας του πολέμου κι αφού είχε μετακομίσει στην Κρακοβία για να σπουδάσει ζωγραφική και σκηνοθεσία, ο 30χρονος τότε Αντρέι πήρε για πρώτη φορά επαγγελματική θέση πίσω από την κάμερα. Ο αντίκτυπος που άφησαν επάνω σε αυτόν και στη γενιά του οι κτηνωδίες που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο χώρεσαν στις δυο εναρκτήριες σκηνοθετικές του δουλειές. Στο «Α Generation» του 1955, μια χούφτα Πολωνών νεολαίων ωθούνται σε πρόωρη ενηλικίωση και γίνονται μέλη της τοπικής Αντίστασης για να χάσουν ριζικά την αθωότητά τους, με φόντο τις κατεστραμμένες γειτονιές της κατεχόμενης από τους ναζί Βαρσοβίας.

Αντλώντας από προσωπικά του βιώματα στα εργατικά προάστια της γενέτειράς του, ο Βάιντα ακολουθεί την εσπευσμένη πολιτική τους αφύπνιση μέχρι το πρώτο βίαιο βάφτισμά τους. Δύο χρόνια πιο μετά, το ασφυκτικό «Κanal» πραγματοποιούσε ένα οδυνηρό ταξίδι στην επίγεια κόλαση των υπονόμων της ρημαγμένης από τους βομβαρδισμούς πρωτεύουσας. Αναζητώντας εκεί απεγνωσμένα καταφύγιο από τον θάνατο που καραδοκούσε στους δρόμους της πόλης, μια ομάδα Πολωνών στρατιωτών παγιδεύεται μέσα στους εφιαλτικούς λαβυρίνθους των αποχετεύσεων, πασχίζοντας για μια ανάσα μέσα στη σήψη και το πηχτό σκοτάδι. Από τις πιο απελπισμένες εικόνες ανθρώπινης παρακμής που έχει συλλάβει το σινεμά, το «Κanal» αντλεί το μέγιστο δράμα του από τα ιδρωμένα πρόσωπα και τα κουρασμένα βήματα μιας στρατιάς σκιών καταδικασμένης να περιπλανιέται σε μια βασανιστική οδύσσεια όπου η παρουσία του χαμού είναι διαρκής, το φως προσφέρει μια θανάσιμη ψευδαίσθηση ασφάλειας και στο τέλος των υγρών διαδρόμων δεν προσφέρεται το παραμικρό ενδεχόμενο λύτρωσης.

Εντυπωσιάζοντας στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών, το «Κanal» κέρδιζε το ειδικό βραβείο της επιτροπής του φεστιβάλ και αναλάμβανε να συστήσει στο διεθνές κοινό έναν σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου αποτελούσε τότε την πιο μεγάλη υπόσχεση. Την αμέσως επόμενη χρονιά, με τον οπτικοακουστικό πυρετό και τον στυλιστικό μοντερνισμό του «Στάχτες Και Διαμάντια», η υπόσχεση μεταμορφωνόταν σε πράξη.

Οι τρεις πρώτες ταινίες του Αντρέι Βάιντα κυκλοφορούν σε box set DVD από την Criterion Collection με τίτλο «Τhree War Films (Α Generation, Kanal and Ashes & Diamonds)» που, εκτός από αγγλικούς υπότιτλους, περιέχει σχολιασμούς, συνέντευξη του Βάιντα, making of του «Στάχτες Και Διαμάντια» και σπάνιο φωτογραφικό υλικό. «Θέλω να ζήσω. Αυτό είναι όλο».
Στις 8 Μαϊου του 1945 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει οριστικά για την Πολωνία. Στη διάρκεια της πρώτης μέρας ανεξαρτησίας, δυο εθνικιστικά μέλη του αντιστασιακού αγώνα καλούνται να εξοντώσουν ένα νέο-εκλεγέντα και νεωτεριστή εκπρόσωπο του Κομουνιστικού Κόμματος, ο οποίος επισκέπτεται μια κωμόπολη με σκοπό να συμμετάσχει σε έναν ντόπιο εορτασμό της νίκης. Ο νεαρότερος εκτελεστής ονομάζεται Μάτσεκ. Ο προϊστάμενός του είναι ο Αντρέι. Στήνουν την ενέδρα τους λίγο πιο έξω από την πόλη, καραδοκώντας οπλισμένοι στο πλάι του δρόμου όπου ο άνθρωπός τους υποτίθεται ότι θα κάνει το πέρασμά του. Ενας λάθος υπολογισμός τους, ωστόσο, στρέφει τις κάννες των όπλων ενάντια σε δυο ανυποψίαστους εργάτες. Συνειδητοποιώντας το σφάλμα τους λίγο αργότερα, οι δυο άντρες επισκέπτονται ένα από τα ξενοδοχεία της κωμόπολης για να συναντήσουν εκεί τυχαία τον αρχικό τους στόχο. Ο Αντρέι διατάζει τον Μάτσεκ να φέρει οριστικά εις πέρας τη δολοφονική τους αποστολή. Περιμένοντας την κατάλληλη νυχτερινή ώρα για να την περατώσει, μέσα από απανωτά παιχνίδια της τύχης, ο νεαρός θα ερωτευτεί, θα διασταυρωθεί με τα νεκρά σώματα των αθώων θυμάτων του, θα αμφιβάλλει για την σκοπιμότητα της αποστολής, θα προσπαθήσει να την απαρνηθεί και θα βρεθεί δέσμιος της ματαιότητας των πάντων. Κι όταν το ξημέρωμα φτάσει, μέσα στο άπλετο, τιμωρητικό φως της πρώτης ελεύθερης μέρας για την Πολωνία, θα συναντήσει την τραγικά ειρωνική κατακλείδα του φιλμ.

Εκτός από άτυπη συνέχιση των χαρακτήρων που πρωταγωνίστησαν στις δυο πρώτες ταινίες του Βάιντα, ο Μάτσεκ αποτελεί ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη περίπτωση ήρωα. Ο σκηνοθέτης μάς τον συστήνει αρχικά ως έναν παρορμητικό και πλανεμένο νεολαίο, φορέα ενός σαστισμένου εθνικισμού, ταγμένο στο όνομα ενός ανώφελου σκοπού και αναίτιο υποστηρικτή μιας βίας την οποία δεν μπορεί να δικαιολογήσει αλλά ούτε και να εμποδίσει. Ως θεατές καλούμαστε να τον ακολουθήσουμε υπομονετικά, μέχρι το σημείο της μεταστροφής του.

Το «Στάχτες Και Διαμάντια» δεν συλλαμβάνει, όμως, απλά την αγωνία και την έκσταση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στην πιο καθοριστική μέρα της ζωής του. Στο σύνορο που χωρίζει το τέλος μιας σκοτεινής εποχής και την αυγή μιας καινούριας, εξίσου σκιώδους περιόδου, το φιλμ παγώνει μια καθοριστική στιγμή μέσα στον χρόνο για μερικούς ανθρώπους και μια ολόκληρη χώρα. Η ιστορία που διηγείται είναι αυτή μιας σειράς πραγμάτων που σβήνουν οριστικά με την αυγή: Ενας έρωτας, μια ζωή, μια ελπίδα, μια εποχή. Είναι ένας θρήνος της νεότητας που σκορπίζεται άσκοπα στο όνομα σαπισμένων ιδεολογιών που έχουν με το έτσι θέλω κληροδοτηθεί. Κυρίως, όμως, είναι η μαρτυρία μιας Πολωνίας καταδικασμένης να πέφτει θύμα μιας ακατάσχετης βίας η οποία παραμένει διηνεκής, φροντίζοντας να αλλάζει μόνο πρόσωπα και παρατάξεις. Τα περιπετειώδη ίχνη που αφήνει η χώρα αυτή καθώς διασχίζει τη σύγχρονη Ιστορία, ο Βάιντα θα τα ακολουθήσει στο εξής όπως θα ακολουθούσε την ροή ενός ορμητικού ποταμού. Τα νερά του θα τον οδηγήσουν από τις πρώτες μεταπολεμικές ώρες μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι από ένα θέαμα χαμού και ολέθρου στην υπόσχεση ενός έθνους που προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.

Φέτος, συμπληρώνοντας τα ογδόντα του, ο Αντρέι Βάιντα αποφάσισε με το υποψήφιο για Οσκαρ «Κatyn» να επιστρέψει στο σημείο όπου όλα ξεκίνησαν ουσιαστικά γι αυτόν: Γυρίζει πίσω στο παγωμένο δάσος που βρίσκονται θαμμένα χιλιάδες πτώματα συμπατριωτών του, ανάμεσά τους και εκείνο του πατέρα του. Μπορεί η τελευταία του ταινία να μην θυμίζει σε τίποτα πλέον τον ορμητικό και καινοτόμο δημιουργό που μέσα σε λίγα μόλις χρόνια κατόρθωνε να αλλάξει το κινηματογραφικό πρόσωπο της πατρίδας του. Μοιάζει να κλείνει όμως έναν θαυμαστό κύκλο για λογαριασμό ενός καλλιτέχνη που διάλεξε να αντικρίσει μέσα από μια κάμερα τις προσπάθειες μιας πολύπαθης χώρας να επιβιώσει και να ορθοποδήσει. Και δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του 20ου αιώνα για το παγκόσμιο σινεμά. Το οποίο τσιμεντώθηκε χάρη στο «Στάχτες Και Διαμάντια».

Ο Τζέιμς Ντιν της Πολωνίας

Ουκρανικής καταγωγής, ο Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι ήταν 31 χρόνων όταν πρωταγωνιστούσε στο «Στάχτες Και Διαμάντια», προκαλώντας μεγάλη εντύπωση και αποκτώντας αστραπιαία φήμη έξω από τα σύνορα της χώρας του. Στις κινηματογραφικές σελίδες έμεινε γνωστός ως «Πολωνός Τζέιμς Ντιν», όχι μόνο επειδή διατηρούσε (και πιθανόν μιμείτο) κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά με τον Αμερικανό ηθοποιό, αλλά και γιατί η ζωή του υπήρξε έντονη όσο και σύντομη. Αντλώντας από το ζωηρό ταμπεραμέντο του προκειμένου να χρωματίσει τους ρόλους στους οποίους έπαιζε, ο Τσιμπούλσκι άφησε έντονο το στίγμα του σε τριάντα ταινίες -ανάμεσά τους το περίφημο «Χειρόγραφο Της Σαραγόσα» (1965) του Βόιτσεκ Χας- προτού πεθάνει βίαια και αναίτια. Καθυστερημένος την πρώτη μέρα γυρίσματος σε μια ταινία, ο νεαρός γλίστρησε ανάμεσα στα δυο βαγόνια ενός διερχόμενου τρένου και καταπατήθηκε στις ράγες. Ηταν 40 ετών. Ο Αντρέι Βάιντα ανακίνησε τον θάνατο του στο «Ολα Για Πούλημα» (1968), ως αφορμή για να αναπαραστήσει τις συνέπειες που επιφέρει ο ξαφνικός χαμός του πρωταγωνιστή σε μια ταινία που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.

Το έγκλημα και το ψέμα του Κατίν

Ο Αντρέι Βάιντα στα 81 του χρόνια δεν το βάζει κάτω. Με τη νέα ταινία του, το «Κατίν», βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας ζωηρής πολιτικής συζήτησης στην πατρίδα του, την Πολωνία. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, που επί κομμουνισμού ήταν το κόκκινο πανί με ταινίες όπως τις «Ανθρωπος από μάρμαρο» και «Δαντόν», αλληγορίες για τα σταλινικά εγκλήματα που τον είχαν κάνει διάσημο απ' άκρη σ' άκρη της Γης, αυτή τη φορά έστησε την κάμερά του απέναντι σε μία από τις τραγικότερες και σκοτεινότερες σελίδες της πολωνικής ιστορίας.

Η αφίσα της ταινίας «Κατίν», για την οποία οι Πολωνοί έχουν κάνει ουρές Τη σφαγή από σοβιετικά στρατεύματα στο δάσος του Κατίν, αλλά και σε άλλες περιοχές κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, 22.500 Πολωνών αξιωματικών και διανοουμένων. Οι μαζικές δολοφονίες έγιναν το 1940. Ο Κόκκινος Στρατός είχε εισβάλει στην ανατολική Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, την ίδια εποχή που από τα δυτικά εμφανίζονταν τα γερμανικά στρατεύματα, χωρίζοντας τη χώρα σε μια κόκκινη και σε μια φιλοναζιστική λωρίδα.


Ο πατέρας τού Βάιντα ήταν ένας από τούς εκτελεσμένους αξιωματικούς. Ο μικρός Βάιντα όμως, όπως και εκατομμύρια συμπατριωτών του, έζησαν μέσα στο ψέμα. Οταν οι τάφοι των Πολωνών ανακαλύφτηκαν από τους Γερμανούς το 1943 στο δάσος του Κατίν, κοντά στη ρωσική πόλη του Σμολένσκ, η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε ότι είχε την οποιαδήποτε ευθύνη για τα εγκλήματα. Τα φόρτωσε στους ναζί. Και η σοσιαλιστική Πολωνία, φυσικά, δέχτηκε και καλλιέργησε το μύθο που επέβαλε η μαμά Σοβιετική Ενωση.


«Η ταινία μου θέλω να φέρει στους συμπατριώτες μου εξιλέωση και ανακούφιση», λέει ο Αντρέι Βάιντα, που χτυπάει με το «Κατίν» και πάλι την πόρτα των Οσκαρ. Το 2000 είχε βραβευτεί με τιμητικό Οσκαρ για τη συνολική προσφορά του στο σινεμά «Το ψέμα αυτό μας το δίδασκαν στα σχολεία. Το ακούγαμε παντού» λέει σήμερα ο Αντρέι Βάιντα. «Ομως σιγά σιγά αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι δεν μπορεί να τους σκότωσαν οι Γερμανοί, ότι έπρεπε να είναι οι Σοβιετικοί. Εάν η ταινία μου έχει κάποιον αντίκτυπο στους συμπατριώτες μου, ελπίζω να είναι παρηγοριά και εξιλέωση. Το καλύτερο φάρμακο για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα είναι να τα δείχνεις και να μιλάς καθαρά γι' αυτά».


Η ταινία αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γίνει πριν από την κατάρρευση του κομμουνισμού, αφού θα έπρεπε να μεταφέρει την επίσημη άποψη για το Κατίν. Μόλις τον Απρίλιο του 1990 ο τότε πρόεδρος της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναγνώρισε δημόσια την ευθύνη της χώρας του. Και τώρα οι Πολωνοί κάνουν ουρές για να δουν το «Κατίν», ενώ οι αρμόδιοι φορείς το διάλεξαν ανάμεσα σε άλλες 15 ταινίες για να εκπροσωπήσει τα εθνικά τους χρώματα στα φετινά Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (αν θα είναι μία από τις πέντε υποψήφιες ταινίες, θα το ξέρουμε στις 22 Ιανουαρίου που θα ανακοινωθούν όλες οι υποψηφιότητες).


Φωτογραφία αρχείου. Γερμανοί στρατιώτες, την άνοιξη του 1943, ανακαλύπτουν έναν μαζικό τάφο Πολωνών στο δάσος του Κατίν «Στους γονείς μου». Με αυτή την αφιέρωση ξεκινά η ταινία. Και με μια συγκλονιστική σκηνή. Πάνω σε μια γέφυρα πλήθη Πολωνών τρέχουν προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Οι μεν για να ξεφύγουν από τις σοβιετικές στρατιές, οι δε για να γλιτώσουν από τη Βέρμαχτ. Οσο για τις τελευταίες σκηνές, είναι αφόρητες: οι Πολωνοί αξιωματικοί δολοφονούνται ένας ένας με μία σφαίρα στο δάσος του Κατίν.


Ανάμεσά τους και ο Γιακούμπ Βάιντα, λοχαγός του ιππικού. Η σύζυγός του όμως, και μαμά του σκηνοθέτη, έζησε για πολλά χρονια με την ελπίδα της επιστροφής του, όπως και χιλιάδες άλλες Πολωνές γυναίκες. Αρνιόταν να δεχτεί το θάνατό του επειδή αναγραφόταν στις λίστες των θυμάτων με λανθασμένο μικρό όνομα. Ολες αυτές τις πολύ προσωπικές ιστορίες τις αποκάλυψε τώρα ο σκηνοθέτης. Αλλωστε το βασικό πρόβλημά του ήταν ποια πρόσωπα θα έβαζε στο κέντρο της ταινίας του.


«Θα ήταν οι αξιωματικοί; Τότε θα έκανα μια πολιτική ταινία. Θα ήταν η μητέρα μου ή οι γυναίκες που περίμεναν τους αξιωματικούς; Τότε θα ήταν μια ψυχολογική ταινία. Αποφάσισα αυτά τα δύο στοιχεία να συνυπάρξουν στην ταινία, να δούμε στη μεγάλη οθόνη και το έγκλημα αλλά και το ψέμα του Κατίν».


Ο Βάιντα για το σενάριο βασίστηκε σε αυθεντικές ιστορίες. Χρησιμοποίησε ακόμα εικόνες από τα γερμανικά αρχεία, που δείχνουν την ανακάλυψη των μαζικών τάφων, αλλά και ανάλογο σοβιετικό προπαγανδιστικό υλικό. Για τη φωτογραφία εμπιστεύτηκε τον Πάβελ Εντελμαν («Πιανίστας» του Πολάνσκι) και τη μουσική την ανέθεσε στον περίφημο Πολωνό συνθέτη Κριστόφ Πεντερέτσκι.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/12/2007