Σελίδες

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Αντρέι Βάιντα - Στάχτες και Διαμάντια

Πενήντα χρόνια πριν, ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα έβαζε αξέχαστη κατακλείδα σε μια άτυπη αντιπολεμική τριλογία επάνω στις συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα του. Την ίδια ώρα ξεκινούσε μια από τις πιο εκληκτικές σκηνοθετικές καριέρες στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.

Από τον Λουκά Κατσίκα (Περιοδικο Σινεμά)


Η χαμένη γενιά

Η συνάντηση του Αντρέι Βάιντα με την Ιστορία της χώρας του στάθηκε αναπόφευκτη όσο και αλησμόνητη: όταν ο μετέπειτα σκηνοθέτης γιόρταζε τα δώδεκα χρόνια του, ο στρατιωτικός πατέρας του γινόταν ένα από τα θύματα των μαζικών και άνανδρων δολοφονιών που εξαπέλυσαν οι Σοβιετικοί του Στάλιν στο δάσος του Κατίν, θέλοντας να εξοντώσουν όσους περισσότερους αξιωματούχους του πολωνικού στρατού μπορούσαν. Την περίοδο που ο Βάιντα περνούσε το κατώφλι της ενηλικίωσης, ξεσπούσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Λίγο καιρό αργότερα, ο νεαρός συμμετείχε στην αντίσταση των συμπατριωτών του ενάντια στους Γερμανούς. Δέκα χρόνια μετά το πέρας του πολέμου κι αφού είχε μετακομίσει στην Κρακοβία για να σπουδάσει ζωγραφική και σκηνοθεσία, ο 30χρονος τότε Αντρέι πήρε για πρώτη φορά επαγγελματική θέση πίσω από την κάμερα. Ο αντίκτυπος που άφησαν επάνω σε αυτόν και στη γενιά του οι κτηνωδίες που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο χώρεσαν στις δυο εναρκτήριες σκηνοθετικές του δουλειές. Στο «Α Generation» του 1955, μια χούφτα Πολωνών νεολαίων ωθούνται σε πρόωρη ενηλικίωση και γίνονται μέλη της τοπικής Αντίστασης για να χάσουν ριζικά την αθωότητά τους, με φόντο τις κατεστραμμένες γειτονιές της κατεχόμενης από τους ναζί Βαρσοβίας.

Αντλώντας από προσωπικά του βιώματα στα εργατικά προάστια της γενέτειράς του, ο Βάιντα ακολουθεί την εσπευσμένη πολιτική τους αφύπνιση μέχρι το πρώτο βίαιο βάφτισμά τους. Δύο χρόνια πιο μετά, το ασφυκτικό «Κanal» πραγματοποιούσε ένα οδυνηρό ταξίδι στην επίγεια κόλαση των υπονόμων της ρημαγμένης από τους βομβαρδισμούς πρωτεύουσας. Αναζητώντας εκεί απεγνωσμένα καταφύγιο από τον θάνατο που καραδοκούσε στους δρόμους της πόλης, μια ομάδα Πολωνών στρατιωτών παγιδεύεται μέσα στους εφιαλτικούς λαβυρίνθους των αποχετεύσεων, πασχίζοντας για μια ανάσα μέσα στη σήψη και το πηχτό σκοτάδι. Από τις πιο απελπισμένες εικόνες ανθρώπινης παρακμής που έχει συλλάβει το σινεμά, το «Κanal» αντλεί το μέγιστο δράμα του από τα ιδρωμένα πρόσωπα και τα κουρασμένα βήματα μιας στρατιάς σκιών καταδικασμένης να περιπλανιέται σε μια βασανιστική οδύσσεια όπου η παρουσία του χαμού είναι διαρκής, το φως προσφέρει μια θανάσιμη ψευδαίσθηση ασφάλειας και στο τέλος των υγρών διαδρόμων δεν προσφέρεται το παραμικρό ενδεχόμενο λύτρωσης.

Εντυπωσιάζοντας στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών, το «Κanal» κέρδιζε το ειδικό βραβείο της επιτροπής του φεστιβάλ και αναλάμβανε να συστήσει στο διεθνές κοινό έναν σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου αποτελούσε τότε την πιο μεγάλη υπόσχεση. Την αμέσως επόμενη χρονιά, με τον οπτικοακουστικό πυρετό και τον στυλιστικό μοντερνισμό του «Στάχτες Και Διαμάντια», η υπόσχεση μεταμορφωνόταν σε πράξη.

Οι τρεις πρώτες ταινίες του Αντρέι Βάιντα κυκλοφορούν σε box set DVD από την Criterion Collection με τίτλο «Τhree War Films (Α Generation, Kanal and Ashes & Diamonds)» που, εκτός από αγγλικούς υπότιτλους, περιέχει σχολιασμούς, συνέντευξη του Βάιντα, making of του «Στάχτες Και Διαμάντια» και σπάνιο φωτογραφικό υλικό. «Θέλω να ζήσω. Αυτό είναι όλο».
Στις 8 Μαϊου του 1945 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει οριστικά για την Πολωνία. Στη διάρκεια της πρώτης μέρας ανεξαρτησίας, δυο εθνικιστικά μέλη του αντιστασιακού αγώνα καλούνται να εξοντώσουν ένα νέο-εκλεγέντα και νεωτεριστή εκπρόσωπο του Κομουνιστικού Κόμματος, ο οποίος επισκέπτεται μια κωμόπολη με σκοπό να συμμετάσχει σε έναν ντόπιο εορτασμό της νίκης. Ο νεαρότερος εκτελεστής ονομάζεται Μάτσεκ. Ο προϊστάμενός του είναι ο Αντρέι. Στήνουν την ενέδρα τους λίγο πιο έξω από την πόλη, καραδοκώντας οπλισμένοι στο πλάι του δρόμου όπου ο άνθρωπός τους υποτίθεται ότι θα κάνει το πέρασμά του. Ενας λάθος υπολογισμός τους, ωστόσο, στρέφει τις κάννες των όπλων ενάντια σε δυο ανυποψίαστους εργάτες. Συνειδητοποιώντας το σφάλμα τους λίγο αργότερα, οι δυο άντρες επισκέπτονται ένα από τα ξενοδοχεία της κωμόπολης για να συναντήσουν εκεί τυχαία τον αρχικό τους στόχο. Ο Αντρέι διατάζει τον Μάτσεκ να φέρει οριστικά εις πέρας τη δολοφονική τους αποστολή. Περιμένοντας την κατάλληλη νυχτερινή ώρα για να την περατώσει, μέσα από απανωτά παιχνίδια της τύχης, ο νεαρός θα ερωτευτεί, θα διασταυρωθεί με τα νεκρά σώματα των αθώων θυμάτων του, θα αμφιβάλλει για την σκοπιμότητα της αποστολής, θα προσπαθήσει να την απαρνηθεί και θα βρεθεί δέσμιος της ματαιότητας των πάντων. Κι όταν το ξημέρωμα φτάσει, μέσα στο άπλετο, τιμωρητικό φως της πρώτης ελεύθερης μέρας για την Πολωνία, θα συναντήσει την τραγικά ειρωνική κατακλείδα του φιλμ.

Εκτός από άτυπη συνέχιση των χαρακτήρων που πρωταγωνίστησαν στις δυο πρώτες ταινίες του Βάιντα, ο Μάτσεκ αποτελεί ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη περίπτωση ήρωα. Ο σκηνοθέτης μάς τον συστήνει αρχικά ως έναν παρορμητικό και πλανεμένο νεολαίο, φορέα ενός σαστισμένου εθνικισμού, ταγμένο στο όνομα ενός ανώφελου σκοπού και αναίτιο υποστηρικτή μιας βίας την οποία δεν μπορεί να δικαιολογήσει αλλά ούτε και να εμποδίσει. Ως θεατές καλούμαστε να τον ακολουθήσουμε υπομονετικά, μέχρι το σημείο της μεταστροφής του.

Το «Στάχτες Και Διαμάντια» δεν συλλαμβάνει, όμως, απλά την αγωνία και την έκσταση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στην πιο καθοριστική μέρα της ζωής του. Στο σύνορο που χωρίζει το τέλος μιας σκοτεινής εποχής και την αυγή μιας καινούριας, εξίσου σκιώδους περιόδου, το φιλμ παγώνει μια καθοριστική στιγμή μέσα στον χρόνο για μερικούς ανθρώπους και μια ολόκληρη χώρα. Η ιστορία που διηγείται είναι αυτή μιας σειράς πραγμάτων που σβήνουν οριστικά με την αυγή: Ενας έρωτας, μια ζωή, μια ελπίδα, μια εποχή. Είναι ένας θρήνος της νεότητας που σκορπίζεται άσκοπα στο όνομα σαπισμένων ιδεολογιών που έχουν με το έτσι θέλω κληροδοτηθεί. Κυρίως, όμως, είναι η μαρτυρία μιας Πολωνίας καταδικασμένης να πέφτει θύμα μιας ακατάσχετης βίας η οποία παραμένει διηνεκής, φροντίζοντας να αλλάζει μόνο πρόσωπα και παρατάξεις. Τα περιπετειώδη ίχνη που αφήνει η χώρα αυτή καθώς διασχίζει τη σύγχρονη Ιστορία, ο Βάιντα θα τα ακολουθήσει στο εξής όπως θα ακολουθούσε την ροή ενός ορμητικού ποταμού. Τα νερά του θα τον οδηγήσουν από τις πρώτες μεταπολεμικές ώρες μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι από ένα θέαμα χαμού και ολέθρου στην υπόσχεση ενός έθνους που προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.

Φέτος, συμπληρώνοντας τα ογδόντα του, ο Αντρέι Βάιντα αποφάσισε με το υποψήφιο για Οσκαρ «Κatyn» να επιστρέψει στο σημείο όπου όλα ξεκίνησαν ουσιαστικά γι αυτόν: Γυρίζει πίσω στο παγωμένο δάσος που βρίσκονται θαμμένα χιλιάδες πτώματα συμπατριωτών του, ανάμεσά τους και εκείνο του πατέρα του. Μπορεί η τελευταία του ταινία να μην θυμίζει σε τίποτα πλέον τον ορμητικό και καινοτόμο δημιουργό που μέσα σε λίγα μόλις χρόνια κατόρθωνε να αλλάξει το κινηματογραφικό πρόσωπο της πατρίδας του. Μοιάζει να κλείνει όμως έναν θαυμαστό κύκλο για λογαριασμό ενός καλλιτέχνη που διάλεξε να αντικρίσει μέσα από μια κάμερα τις προσπάθειες μιας πολύπαθης χώρας να επιβιώσει και να ορθοποδήσει. Και δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του 20ου αιώνα για το παγκόσμιο σινεμά. Το οποίο τσιμεντώθηκε χάρη στο «Στάχτες Και Διαμάντια».

Ο Τζέιμς Ντιν της Πολωνίας

Ουκρανικής καταγωγής, ο Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι ήταν 31 χρόνων όταν πρωταγωνιστούσε στο «Στάχτες Και Διαμάντια», προκαλώντας μεγάλη εντύπωση και αποκτώντας αστραπιαία φήμη έξω από τα σύνορα της χώρας του. Στις κινηματογραφικές σελίδες έμεινε γνωστός ως «Πολωνός Τζέιμς Ντιν», όχι μόνο επειδή διατηρούσε (και πιθανόν μιμείτο) κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά με τον Αμερικανό ηθοποιό, αλλά και γιατί η ζωή του υπήρξε έντονη όσο και σύντομη. Αντλώντας από το ζωηρό ταμπεραμέντο του προκειμένου να χρωματίσει τους ρόλους στους οποίους έπαιζε, ο Τσιμπούλσκι άφησε έντονο το στίγμα του σε τριάντα ταινίες -ανάμεσά τους το περίφημο «Χειρόγραφο Της Σαραγόσα» (1965) του Βόιτσεκ Χας- προτού πεθάνει βίαια και αναίτια. Καθυστερημένος την πρώτη μέρα γυρίσματος σε μια ταινία, ο νεαρός γλίστρησε ανάμεσα στα δυο βαγόνια ενός διερχόμενου τρένου και καταπατήθηκε στις ράγες. Ηταν 40 ετών. Ο Αντρέι Βάιντα ανακίνησε τον θάνατο του στο «Ολα Για Πούλημα» (1968), ως αφορμή για να αναπαραστήσει τις συνέπειες που επιφέρει ο ξαφνικός χαμός του πρωταγωνιστή σε μια ταινία που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.

Το έγκλημα και το ψέμα του Κατίν

Ο Αντρέι Βάιντα στα 81 του χρόνια δεν το βάζει κάτω. Με τη νέα ταινία του, το «Κατίν», βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας ζωηρής πολιτικής συζήτησης στην πατρίδα του, την Πολωνία. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, που επί κομμουνισμού ήταν το κόκκινο πανί με ταινίες όπως τις «Ανθρωπος από μάρμαρο» και «Δαντόν», αλληγορίες για τα σταλινικά εγκλήματα που τον είχαν κάνει διάσημο απ' άκρη σ' άκρη της Γης, αυτή τη φορά έστησε την κάμερά του απέναντι σε μία από τις τραγικότερες και σκοτεινότερες σελίδες της πολωνικής ιστορίας.

Η αφίσα της ταινίας «Κατίν», για την οποία οι Πολωνοί έχουν κάνει ουρές Τη σφαγή από σοβιετικά στρατεύματα στο δάσος του Κατίν, αλλά και σε άλλες περιοχές κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, 22.500 Πολωνών αξιωματικών και διανοουμένων. Οι μαζικές δολοφονίες έγιναν το 1940. Ο Κόκκινος Στρατός είχε εισβάλει στην ανατολική Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, την ίδια εποχή που από τα δυτικά εμφανίζονταν τα γερμανικά στρατεύματα, χωρίζοντας τη χώρα σε μια κόκκινη και σε μια φιλοναζιστική λωρίδα.


Ο πατέρας τού Βάιντα ήταν ένας από τούς εκτελεσμένους αξιωματικούς. Ο μικρός Βάιντα όμως, όπως και εκατομμύρια συμπατριωτών του, έζησαν μέσα στο ψέμα. Οταν οι τάφοι των Πολωνών ανακαλύφτηκαν από τους Γερμανούς το 1943 στο δάσος του Κατίν, κοντά στη ρωσική πόλη του Σμολένσκ, η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε ότι είχε την οποιαδήποτε ευθύνη για τα εγκλήματα. Τα φόρτωσε στους ναζί. Και η σοσιαλιστική Πολωνία, φυσικά, δέχτηκε και καλλιέργησε το μύθο που επέβαλε η μαμά Σοβιετική Ενωση.


«Η ταινία μου θέλω να φέρει στους συμπατριώτες μου εξιλέωση και ανακούφιση», λέει ο Αντρέι Βάιντα, που χτυπάει με το «Κατίν» και πάλι την πόρτα των Οσκαρ. Το 2000 είχε βραβευτεί με τιμητικό Οσκαρ για τη συνολική προσφορά του στο σινεμά «Το ψέμα αυτό μας το δίδασκαν στα σχολεία. Το ακούγαμε παντού» λέει σήμερα ο Αντρέι Βάιντα. «Ομως σιγά σιγά αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι δεν μπορεί να τους σκότωσαν οι Γερμανοί, ότι έπρεπε να είναι οι Σοβιετικοί. Εάν η ταινία μου έχει κάποιον αντίκτυπο στους συμπατριώτες μου, ελπίζω να είναι παρηγοριά και εξιλέωση. Το καλύτερο φάρμακο για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα είναι να τα δείχνεις και να μιλάς καθαρά γι' αυτά».


Η ταινία αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γίνει πριν από την κατάρρευση του κομμουνισμού, αφού θα έπρεπε να μεταφέρει την επίσημη άποψη για το Κατίν. Μόλις τον Απρίλιο του 1990 ο τότε πρόεδρος της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναγνώρισε δημόσια την ευθύνη της χώρας του. Και τώρα οι Πολωνοί κάνουν ουρές για να δουν το «Κατίν», ενώ οι αρμόδιοι φορείς το διάλεξαν ανάμεσα σε άλλες 15 ταινίες για να εκπροσωπήσει τα εθνικά τους χρώματα στα φετινά Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (αν θα είναι μία από τις πέντε υποψήφιες ταινίες, θα το ξέρουμε στις 22 Ιανουαρίου που θα ανακοινωθούν όλες οι υποψηφιότητες).


Φωτογραφία αρχείου. Γερμανοί στρατιώτες, την άνοιξη του 1943, ανακαλύπτουν έναν μαζικό τάφο Πολωνών στο δάσος του Κατίν «Στους γονείς μου». Με αυτή την αφιέρωση ξεκινά η ταινία. Και με μια συγκλονιστική σκηνή. Πάνω σε μια γέφυρα πλήθη Πολωνών τρέχουν προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Οι μεν για να ξεφύγουν από τις σοβιετικές στρατιές, οι δε για να γλιτώσουν από τη Βέρμαχτ. Οσο για τις τελευταίες σκηνές, είναι αφόρητες: οι Πολωνοί αξιωματικοί δολοφονούνται ένας ένας με μία σφαίρα στο δάσος του Κατίν.


Ανάμεσά τους και ο Γιακούμπ Βάιντα, λοχαγός του ιππικού. Η σύζυγός του όμως, και μαμά του σκηνοθέτη, έζησε για πολλά χρονια με την ελπίδα της επιστροφής του, όπως και χιλιάδες άλλες Πολωνές γυναίκες. Αρνιόταν να δεχτεί το θάνατό του επειδή αναγραφόταν στις λίστες των θυμάτων με λανθασμένο μικρό όνομα. Ολες αυτές τις πολύ προσωπικές ιστορίες τις αποκάλυψε τώρα ο σκηνοθέτης. Αλλωστε το βασικό πρόβλημά του ήταν ποια πρόσωπα θα έβαζε στο κέντρο της ταινίας του.


«Θα ήταν οι αξιωματικοί; Τότε θα έκανα μια πολιτική ταινία. Θα ήταν η μητέρα μου ή οι γυναίκες που περίμεναν τους αξιωματικούς; Τότε θα ήταν μια ψυχολογική ταινία. Αποφάσισα αυτά τα δύο στοιχεία να συνυπάρξουν στην ταινία, να δούμε στη μεγάλη οθόνη και το έγκλημα αλλά και το ψέμα του Κατίν».


Ο Βάιντα για το σενάριο βασίστηκε σε αυθεντικές ιστορίες. Χρησιμοποίησε ακόμα εικόνες από τα γερμανικά αρχεία, που δείχνουν την ανακάλυψη των μαζικών τάφων, αλλά και ανάλογο σοβιετικό προπαγανδιστικό υλικό. Για τη φωτογραφία εμπιστεύτηκε τον Πάβελ Εντελμαν («Πιανίστας» του Πολάνσκι) και τη μουσική την ανέθεσε στον περίφημο Πολωνό συνθέτη Κριστόφ Πεντερέτσκι.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/12/2007