Σελίδες

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Vicky Cristina Barcelona


Javier Bardem, Penelope Cruz, Scarlett Johansson, Woody Allen

Milk (Trailer)


Ο Gus Van Sant και ο Sean Penn στην μεταφορά της αληθινής ιστορίας του Harvey Milk σχετικά με τα δικαιώματα των gay.

Eagle Eye (Trailer)

Πρωταγωνιστεί ο όμορφος και ανερχόμενος Shia LaBeouf

Καυτό Απόρρητο (Burn After Reading) Trailer



Babylon A.D Trailer

Ο σκηνοθέτης του Αμελί και ο βαρύς Vin Diesel, σώζουν τον νέο μεσσία.


Babylon A.D. - International Teaser

Max Payne Trailer

Αφιερωμένο σε όσους πέρασαν ατελείωτες ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή τους, προσπαθώντας να πάρουν εκδίκηση... Η ιστορία σκίζει, αλλά έχουμε τις αμφιβολίες μας σχετικά με τον Γουόλμπεργκ. Στην σκηνοθεσία ο John Moore.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Κόβοντας εισιτήρια στο σπίτι

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ
(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 7 - 21/09/2008)

Τι κοινό έχει ο «Ελ Γκρέκο» με την «Λούφα και απαλλαγή-Αϊ Φορ» και το «Μόλις χώρισα»; Μα, τα εισιτήρια φυσικά. Τα 800.000 του «Ελ Γκρέκο», τα 400.000 του στρατιωτικού «Αϊ Φορ» και τα περί τα 420.000 τού «Μόλις χώρισα» αποδεικνύουν τη δυναμική των τηλεοπτικού τύπου εύπεπτων κινηματογραφικών κωμωδιών, αλλά και το «ρεύμα» προς τις ταινίες που τονώνουν το εθνικό μας εγώ -όπως φανέρωσε και η τεράστια επιτυχία των «Σειρήνων του Αιγαίου».

«Πέντε λεπτά ακόμα», «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», «Straight story», «Πρώτη φορά νονός», «Το φιλί της ζωής», «Γαμήλιο πάρτι», και μερικοί έλλληνες παραγωγοί κάνουν πλέον... πάρτι! Λογικό αν σκεφτεί κανείς πως οι ταινίες αυτές κινήθηκαν μεταξύ 200 και 400 χιλιάδων εισιτηρίων, νούμερα άπιαστα για τα ελληνικά δεδομένα. Πώς πάνε όμως οι ελληνικές ταινίες στο DVD; Οταν δηλαδή φεύγουν από τις αίθουσες; Και τι γίνεται με τις «μικρές», περισσότερο καλλιτεχνικές ταινίες;

Προ DVD, την εποχή της βιντεοκασέτας, ελάχιστες ελληνικές έβγαιναν σε βίντεο. Επόμενο λοιπόν είναι να σκεφτεί κανείς πως με την επανάσταση του DVD η ελληνική ταινία βρέθηκε με μια νέα άκρως προσοδοφόρα αγορά. Που επιπλέον της δίνει τη δυνατότητα να συναντήσει το κοινό της σε βάθος χρόνου, και όχι στα ασφυκτικά πλαίσια της αίθουσας.

Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευνοϊκά. Η κουβέντα μας με τους διανομείς των DVD επιβεβαίωσε το αυτονόητο: δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Μια ταινία που «πάει» στην αίθουσα, θα «πάει» και στο DVD. Διαφορετικά την τρώει η μαρμάγκα και στα βιντεοκλάμπ.

Πόσοι πραγματικά τις βλέπουν;

Για να θεωρηθεί σήμερα μια ταινία επιτυχημένη πρέπει να πουλήσει στα βιντεοκλάμπ (rental) γύρω στα 8.000 κομμάτια έναντι 30 ευρώ έκαστο -νούμερο που θεωρείται εξαιρετικό. Τα 15.000 κομμάτια στο sell-through, δηλαδή στα DVD που πωλούνται απευθείας στον καταναλωτή (σε μαγαζιά τύπου FNAC, δισκάδικα, ή και σουπερμάρκετ), είναι ένα εξίσου καλό νούμερο. Η δυναμική φαίνεται από τον πρώτο κιόλας μήνα, ενώ στους τρεις μήνες το πράγμα έχει κριθεί. Στη συνέχεια «το προϊόν» δεν φεύγει από την αγορά, απλώς πάει πιο πίσω στα ράφια. Ολ' αυτά βέβαια σήμερα. Πριν από πέντε χρόνια, όπως μας λένε οι διανομείς, τα νούμερα θα ήταν πολύ μεγαλύτερα. Ας όψεται η πειρατεία και το Ιντερνετ που οδηγούν το DVD σε μια χρόνο με το χρόνο πτωτική πορεία...

Μερικά παραδείγματα: Το «Φιλί της ζωής» που έκοψε περί τις 260.000 εισιτήρια στα σινεμά, πούλησε γύρω στα 7.000 κομμάτια στο βίντεο. Και το «Γαμήλιο πάρτι» που έκοψε γύρω στα 200.000 εισιτήρια, πούλησε 6.500 κόπιες στα βιντεοκλάμπ. Οι «Νύφες» άγγιξαν τις 9.000 στο rental, ενώ η «Λούφα και παραλλαγή-Σειρήνες στο Αιγαίο» ξεπέρασε τις 11.000. Στην κορυφή των πωλήσεων του DVD είναι βέβαια ο «El Greco»: διατηρεί τη δεύτερη θέση μετά την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα», τη μεγαλύτερη επιτυχία ελληνικού DVD μέχρι σήμερα -που πιστώνεται και στην εξαιρετική sell-through έκδοση που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και συνταγές μαγειρικής.

Το πράγμα βέβαια με τα νούμερα δεν είναι τόσο απλό. Γιατί ναι μεν γνωρίζουμε τις κόπιες που αγόρασαν τα βιντεοκλάμπ, δεν ξέρουμε όμως ούτε το πόσοι άνθρωποι νοίκιασαν την εν λόγω ταινία στα βιντεοκλάμπ, ούτε πόσοι πραγματικά την είδαν. Διότι δεν υπάρχει κάποιος φορέας που να δίνει επισήμως αυτά τα στοιχεία. Ούτε βέβαια είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν κάποιο βιντεοκλάμπ που αγόρασε φερ' ειπείν δύο κομμάτια από την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη και είδε ότι υπήρχε ζήτηση, έκανε πειρατικά αντίγραφα της ταινίας αντί να αγοράσει κι άλλα από την εταιρεία διανομής. Πόσοι λοιπόν πραγματικά βλέπουν μια ταινία σε DVD; Αγνωστο...

«Η σύγκριση με την αίθουσα μπορεί να γίνει μόνο ως προς τους τζίρους», μας λέει ο Παντελής Γκουδής, υπεύθυνος του DVD της Odeon. «Ομως τα στοιχεία του τζίρου σε DVD των εταιρειών δεν ανακοινώνονται».

Μάταια αναζητήσαμε κάποιες εκπλήξεις, δηλαδή ταινίες που πάτωσαν στην αίθουσα κι έσκισαν στο βίντεο. Φαίνεται πως αυτό αποτελεί προνόμιο μερικών κατ' εξοχήν «βιντεϊκών», ξένων ηθοποιών όπως ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, ο Σίγκαλ ή ο Τζετ Λι. «Μια ξένη έκπληξη», λέει ο Π. Γκουδής, «ήταν και το "Sentinel" με τον Κίφερ Σάδερλαντ, ίσως λόγω της συνάφειάς του με τη σειρά "24". Στο σινεμά πήγε μέτρια».

Οπως μας είπε ο Παύλος Βόζας της Audiovisual, το κριτήριο επιτυχίας στο βίντεο είναι ένα και μόνο: «Το αν η ταινία έχει ακουστεί κι έχει καλό καστ. Στην περίπτωση πιο καλλιτεχνικών ταινιών όπως λ.χ. "Η ψυχή στο στόμα", φαίνεται πως οι φανατικοί του Οικονομίδη προτίμησαν να δουν την ταινία στο σινεμά. Ενώ στην περίπτωση του Γιάνναρη και του "Ομήρου" φάνηκε πως ο κόσμος ήταν διστακτικός γιατί η ταινία δεν έπαιρνε συγκεκριμένη θέση».

Για το «Alter ego» με τον Ρουβά, που δεν έκανε το αναμενόμενο μπαμ στις αίθουσες, έχουμε αντιφατικά στοιχεία. Φαίνεται πάντως πως ανήκει στις περιπτώσεις τον ταινιών που πολλοί θεατές δεν πάνε να δουν στο σινεμά, αλλά περιμένουν να βγουν στο DVD. Μπορεί και κάποιοι να ντράπηκαν να πάνε στις αίθουσες και το νοίκιασαν στα μουλωχτά...

Η ταινία του Οικονομίδη αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση: Επισήμως, δεν πήγε και πολύ καλά στο βίντεο (σύμφωνα δηλαδή με τις κόπιες που πούλησε). Ομως έσκισε στον «Μικρόκοσμο» όπου προβλήθηκε κάνοντας περί τις 15.000 εισιτήρια (σε μια μόνο αίθουσα). Αλλά και το «Σπιρτόκουτό» του, όπως μας είπε ο σκηνοθέτης, αν και πήγε μέτρια στο DVD, «το είδε... η μισή Ελλάδα». Καλά, πώς; «Μέσω της πειρατείας», συνεχίζει. «Μέσω Ιντερνετ, από χέρι σε χέρι, από αντιγραφές σε κάποια βιντεοκλάμπ. Ο συνοικιακός "βιντεοκλαμπάς" σιγά μην ενδιαφερθεί για μια εναλλακτική ταινία. Για τον "Ελ Γκρέκο" ή τη "Λούφα" θα ακούσει και θα παραγγείλει αντίστοιχα κομμάτια. Αντε να πάρουν ένα κομμάτι από μια "μικρή" τύπου "Ροζ", ή "Διόρθωσης" για την τιμή των όπλων. Αν όμως μια ταινία αρχίσει να συζητιέται από στόμα σε στόμα, όπως έγινε με το "Τσίου", το "Σπιρτόκουτο", τις ταινίες του Γραμματικού ή το ελληνικό σπλάτερ "Το Κακό", ο ένας αρχίζει να δίνει αντίγραφα στον άλλο και γίνεται ο χαμός. Γιατί να το πάρουν στο βιντεοκλάμπ; Κι ενώ το έχουν δει όλοι, τα λεφτά που εισέπραξαν οι διανομείς είναι 1.500 τεμαχίων!»

«Ολη αυτή η ιστορία με το Ιντερνετ», παραδέχεται ο Γ. Οικονομίδης, «ναι μεν μας κολακεύει γιατί ο κόσμος βλέπει τη δουλειά μας και φτιάχνουμε ένα κοινό, όμως απ' την άλλη είναι δώρον άδωρον γιατί δεν βγάζουμε λεφτά ούτε εμείς ούτε οι εταιρείες. Ουσιαστικά οδηγούμαστε στην καταστροφή. Το ποτάμι του Διαδικτύου έχει σαρώσει τα πάντα. Ακόμα και τα βιντεοκλάμπ αρχίζουν να κλείνουν. Σε πέντε χρόνια μπορεί να μην υπάρχουν DVD».

Το «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, που συζητήθηκε πολύ, δεν βγήκε ποτέ σε DVD. «Εγώ ωστόσο το αγόρασα σε DVD από πλανόδιο», λέει χαμογελώντας. «Και στο Ιντερνετ έγινε ο χαμός. Σύμφωνα με τα νούμερα επισκεψιμότητας στο Google videos, όπου ακόμα παίζεται, το είδαν περισσότεροι από 250.000 θεατές. Η ταινία είχε ανέβει στο Ιντερνετ δύο εβδομάδες πριν βγει στα σινεμά. Ξεκίνησε από το Torrents. Από εκεί προφανώς το κατέβασαν οι πειρατές». Η ταινία παίζεται σε συναυλίες, πάρτι, διακινείται σε peer to peer (δικτυακοί τόποι ελεύθερης ανταλλαγής δεδομένων). «Κάποιοι μου λένε, την ταινία σου την έχω "κάψει" και σε 50 φίλους μου, ή, έχω προτζέκτορα στην ταράτσα και το έχω δείξει σε 30 άτομα».

«Η αγορά είναι μικρή»

Είναι γεγονός πως κάθε νέα πλατφόρμα θέασης της ελληνικής ταινίας είναι ένα όφελος -αύριο μεθαύριο θα δούμε ελληνικές ταινίες στα κινητά ή στο video on demand. Ομως, όπως λέει ο Π. Γκουδής, «ενώ έξω μπορείς να καλύψεις τη χασούρα στην αίθουσα πουλώντας την ταινία σε DVD ή λ.χ. στη συνδρομητική τηλεόραση, εδώ η αγορά είναι μικρή, οι αντιδράσεις του κόσμου αστάθμητες και τα έξοδα μιας ταινίας πολλά. Σήμερα μια εταιρεία ξοδεύει πολλά και για την προώθηση ενός φιλμ σε DVD. Εχουν ξοδευτεί και 70.000 και 80.000 ευρώ. Ειδικά λόγω της διάδοσης του sell-through. Διότι επί βιντεοκασέτας είχαμε κυρίως rental».

Σύμφωνα με τον Πάνο Παπαχατζή, παραγωγό μερικών από τις γνωστότερες πρόσφατες ελληνικές επιτυχίες, «στην πραγματικότητα το DVD αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό κομμάτι της πίτας. Μόλις το 15% των εσόδων μιας ταινίας».

Ο εξίσου δραστήριος παραγωγός Κώστας Λαμπρόπουλος το επιβεβαιώνει: «Ειδικά για εμάς τους παραγωγούς τα ποσοστά είναι μηδαμινά. Δεν πρέπει να υπολογίζεις σε αυτά. Εγώ βγάζω τις ταινίες στο DVD για την τιμή των όπλων. Απλώς για να υπάρχουν. Η "Λούφα" αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Επί βιντεοκασέτας δουλεύαμε με άλλα ποσοστά, 40-50%. Κάθε χρόνος που περνάει είναι και χειρότερα τα πράγματα. Η πειρατεία είναι κατάρα».

«Η υπερπροσφορά των εφημερίδων σε DVD έχει μειώσει τους πελάτες των βιντεοκλάμπ», υποστηρίζει ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης της New Star, μιας εναλλακτικής εταιρείας διανομής που έχει βγάλει επτά από τις 12 ταινίες του Αγγελόπουλου και τα άπαντα του Νικολαΐδη σε DVD. «Φέτος ήταν μια δύσκολη χρονιά. Η οικονομική κρίση είναι μεγάλη και ο κόσμος αποφεύγει ό,τι θεωρεί πολυτέλεια. Καθώς λοιπόν τα βιντεοκλάμπ είναι οριακά κερδοφόρα, δεν αγοράζουν πια τα πάντα ή αγοράζουν λιγότερες κόπιες. Κι αυτό χτυπάει ευθέως τον ελληνικό κινηματογράφο. Τα μισά βιντεοκλάμπ δεν θέλουν να αγοράσουν ούτε μια κόπια ελληνικής ταινίας. Κάποια δεν έχουν ούτε ράφια για το νέο ελληνικό κινηματογράφο. Γι' αυτούς ελληνικό σινεμά είναι ακόμα μόνο ο Ψάλτης και οι ταινίες του Φίνου...».

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

H θύελλα Κατίν σαρώνει το Βερολίνο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του Αντρέι Βάιντα στον Γιάννη Ζουμπουλάκη

(Εφημερίδα Το Βήμα, 17/02/2008)


Ο 82χρονος σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα εξηγεί γιατί στην τελευταία του ταινία ασχολείται με τη μαζική δολοφονία των πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μας ξαναθυμίζει τα τραγικά γεγονότα.

«Επί δεκαετίες ολόκληρες οι συμπατριώτες μου ήταν αναγκασμένοι να ζουν μέσα στο ψέμα» λέει σήμερα ο Αντρέι Βάιντα, του οποίου ο πατέρας ήταν ένα από τα θύματα στο Κατίν (ο Βάιντα ήταν τότε 12 ετών). Ο πολωνός σκηνοθέτης προσπαθούσε επί σειρά ετών να γυρίσει μια ταινία πάνω στο τραγικό γεγονός του 1940, αλλά οι συνθήκες δεν του το επέτρεπαν. Πέρυσι, στις 17 Σεπτεμβρίου, ακριβώς στην επέτειο των 66 χρόνων από την εισβολή των Ρώσων στην Πολωνία, το «Katyn» έκανε πρεμιέρα στη Βαρσοβία και έγινε το μεγάλο ζήτημα της χώρας. Επίσης, αν και δεν έχει παρουσιαστεί σε πολλές χώρες εκτός Πολωνίας, το «Katyn» είναι υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.

Στο φεστιβάλ του Βερολίνου «Το Βήμα» είχε μια 45λεπτη συνάντηση με τον σκηνοθέτη που συνήθιζε να εξοργίζει τις κομμουνιστικές αρχές της Πολωνίας με ταινίες όπως ο «Ανθρωπος από σίδερο» και ο «Ανθρωπος από μάρμαρο». Ακμαίος και παρά τα 82 του χρόνια εξαιρετικά δραστήριος, ο Βάιντα είναι ένας ήπιος άνθρωπος που ακούει προσεκτικά τις ερωτήσεις και με ισάξια προσοχή επιλέγει τις λέξεις των απαντήσεών του.

- Για ποιον λόγο μια ταινία για τη σφαγή του Κατίν σήμερα; Και ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην αντιμετώπιση της ιστορικής αλήθειας;

«Ηθελα με μια ταινία να πω το οριστικό "αντίο" στο ζήτημα του Κατίν. Πείτε τη μια ελεγεία για ένα θέμα το οποίο κάποιος είχε επιτέλους την ελευθερία να αγγίξει. Η δυσκολία δεν είχε να κάνει με τον διάλογο της ιστορικής αλήθειας, γιατί η αλήθεια έχει αποκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια. Δυσκολία είχα στην ανεύρεση του άξονα της ιστορίας της ταινίας. Θα ήταν ένας άνθρωπος; Θα ήταν πολλοί; Μια οικογένεια; Περισσότερες; Θα ήταν στρατιώτες; Μελετώντας ημερολόγια στρατιωτικών και γυναικών οι οποίες περίμεναν πατεράδες, συζύγους ή αδελφούς να επιστρέψουν μετά τη σύλληψή τους - κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ -, αντιλήφθηκα ότι η διαδικασία της επιλογής θα ήταν μεγάλο εμπόδιο».

- Τι ερωτήματα επιθυμείτε να θέσει σήμερα μια ταινία όπως το «Katyn»;

«Δεν μπορώ να μιλήσω για το παγκόσμιο κοινό εφόσον όταν αποφάσισα να γυρίσω την ταινία είχα στο μυαλό μου αποκλειστικά το κοινό της Πολωνίας (σ.σ.: το "Katyn" δεν έχει βρει μεγάλη διανομή εκτός Πολωνίας). Στόχος μου ήταν να κερδίσω τη συμμετοχή όλου του κοινού της πατρίδας μου - ακόμη και των ανθρώπων που πιθανόν να μην είχαν ακούσει ποτέ για την τραγωδία του Κατίν. Ωστόσο ανησυχούσα. Αν φορτώσεις μια ταινία με πλήθος ιστορικών πληροφοριών ελλοχεύει ο κίνδυνος να τη μετατρέψεις σε μάθημα Ιστορίας. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη πληροφοριών μπορεί να αποδυναμώσει μια ταινία με τόσο δυνατό θέμα. Νομίζω πάντως ότι το βασικό ερώτημα που ήθελα να θέσω δεν αφορούσε το "τι έγινε" με ένα μεγαλόστομο κατηγορώ κατά της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά το "πώς η πολωνική κοινωνία αντέδρασε μετά την τραγωδία". Το έγκλημα του Κατίν ακολουθήθηκε από το ψέμα του Κατίν. Και αυτό το ψέμα πέρασε στα σχολεία, στην καθημερινότητα, στον τρόπο ζωής μας».

- Πόση σημασία έχει η ιστορική μνήμη; Πόσο απαραίτητο είναι να εξηγούμε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή έστω και αν ο χρόνος έχει πλέον περάσει;

«Εξαιρετικά σημαντικό. Τα θέματα τα οποία δεν συζητιούνται ανοιχτά, που διατηρούνται στη σκιά, που κρατιούνται μυστικά και θεωρούνται ταμπού είναι τα πιο επικίνδυνα. Οταν μιλάς γι' αυτά όμως λυτρώνεσαι. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι για την εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας μου με τη Ρωσία ταινίες όπως το "Katyn" είναι απαραίτητο να γυρίζονται και να προβάλλονται όχι μόνο στην Πολωνία αλλά και στη Ρωσία. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση της Πολωνίας με τη Γερμανία, που έγινε καλύτερη μετά την προβολή της ταινίας. Είναι σημαντικό το παρελθόν να επανέρχεται στο παρόν και να προκαλεί διάλογο».

- Υπάρχει σήμερα ιστορική μνήμη στην Πολωνία από τους νεότερους ανθρώπους;

«Δυστυχώς, όχι ιδιαίτερη. Με το πέρασμα του χρόνου η ιστορική μνήμη γίνεται όλο και λιγότερο ορατή. Τα θέματα που απασχολούν τις νεότερες γενιές είναι εντελώς διαφορετικά. Την ίδια ώρα όμως πιστεύω ότι η γνώση για την Ιστορία της πατρίδας σου είναι απαραίτητη και κρίσιμη. Οπως επίσης πιστεύω ότι η δίψα για γνώση βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε όλους μας, έστω και αν δεν την αφήνουμε να εκφραστεί. Γι' αυτό ήθελα να δείξω στον νεότερο κόσμο πώς ήταν τότε η κατάσταση, τι συναισθήματα είχε προκαλέσει το συγκεκριμένο γεγονός και γιατί δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσουμε. Για μένα ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος φυγής προς τα εμπρός, όχι προς τα πίσω. Μπροστά βρίσκονται οι νέοι άνθρωποι. Αυτή η φυγή έχει φανεί και στις πολιτικές ταινίες μου, οι οποίες έχουν πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης».

- Υπήρξαν αντιδράσεις από τη Ρωσία όταν ανακοινώθηκε ότι θα γυρίσετε την ταινία;

«Στη Ρωσία το θέμα του Κατίν δεν είναι ταμπού για όλους. Εχουμε πολλούς φίλους εκεί, διανοουμένους και καλλιτέχνες, οι οποίοι κατανοούν το πρόβλημά μας και συμφωνούν με την επιθυμία μας να το παρουσιάσουμε. Συμφωνούν επίσης στο ότι αυτό που έγινε στο Κατίν είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ευρωπαϊκή Ιστορία του 20ού αιώνα. Ασφαλώς υπάρχει και η σκληροπυρηνική πλευρά, που θαύμαζε και ακόμη θαυμάζει τον Στάλιν για τη δύναμή του και νιώθει συναισθηματικά απέναντί του».

- Για ποιον λόγο εκτελέστηκαν οι πολωνοί αξιωματικοί στο δάσος του Κατίν;

«Οι αξιωματικοί αυτοί ήταν οι καλύτεροι στρατιώτες της πατρίδας μου. Αληθινοί πατριώτες. Είχαν την καλύτερη εκπαίδευση και την καλύτερη μόρφωση. Στην πολιτική ζωή τους πολλοί ήταν γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιχειρηματίες. Ηταν η ελίτ της διανόησης που μπορούσε να εμποδίσει τα σχέδια της Σοβιετικής Ενωσης να απορροφήσει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της τραγωδίας ήταν και ο πατέρας μου».

- Χρησιμοποιήσατε κομμάτια της δικής σας οικογένειας στην ταινία;

«Ναι, αν και όχι με κραυγαλέο τρόπο. Υπάρχουν ψήγματα των προσωπικών εμπειριών μου, τα οποία δεν παρουσίασα σε μια συγκεκριμένη οικογένεια αλλά σε διάφορους ήρωες που δεν είχαν απαραιτήτως σχέση ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, η μεγάλη γυναίκα που αναμένει επί χρόνια την επιστροφή του συζύγου της είναι εμπνευσμένη από τη δική μου μητέρα που επί δεκαετίες πίστευε επί ματαίω ότι κάποτε ο πατέρας μου θα επιστρέψει. Εμπνεύστηκα επίσης από τις ιστορίες των ίδιων των αξιωματικών, τις οποίες διάβασα στα προσωπικά ημερολόγιά τους, που κάποια στιγμή βρέθηκαν».

- Πόσο εφικτό είναι για έναν σκηνοθέτη να παίρνει αποστάσεις από ένα θέμα όπως του Κατίν από τη στιγμή που έχει προσωπικά εμπλακεί μαζί του;

«Είναι εφικτό και είναι απαραίτητο. Ελπίζω να τα κατάφερα, γιατί οι αναμνήσεις μου είναι πολύ έντονες και η συναισθηματική εμπλοκή μου αναπόφευκτη. Ωστόσο ο χρόνος είναι καλός σύμμαχος σε περιπτώσεις όπως αυτή. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εκτέλεση των στρατιωτών στο Κατίν ως τις μέρες μας. Ο χρόνος θεραπεύει τον πόνο».

- Πώς αντιμετωπίσατε το γεγονός ότι στη χώρα σας η ταινία υπήρξε προϊόν εκμετάλλευσης πολιτικών σκοπιμοτήτων, αφού βγήκε στις αίθουσες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις κοινοβουλευτικές εκλογές;

«Εξοργίστηκα και χάρηκα πολύ που τελικά δεν κατάφεραν να την εκμεταλλευθούν. Μάλιστα διαμαρτυρήθηκα δημοσίως και μαζί μου πολλές από τις οικογένειες των θυμάτων του Κατίν. Από την αρχή ήμουν απολύτως πεπεισμένος ότι η αυτή η ταινία δεν θα γυριζόταν για να σπείρει πολιτική διχόνοια, ούτε καν πολιτικό διάλογο. Είναι μια ταινία γυρισμένη για να τιμήσει τα θύματα ενός συγκεκριμένου, τραγικού περιστατικού».

- Θα αποκαλούσατε το «Katyn» πατριωτική ταινία;

«Εν μέρει ναι, διότι αυτή η μαζική δολοφονία διαμόρφωσε την εθνική μας ταυτότητα. Επίσης αυτό που πόνεσε πολλούς συμπατριώτες μου ήταν η αδιαφορία που εισέπραξαν από ξένα κράτη, όπως η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες».

- Μιλώντας για την ταινία στην αρχή της συζήτησης αναφερθήκατε στην ελευθερία που είχατε να τη γυρίσετε. Πόσο γλυκιά είναι η αίσθηση της ελευθερίας;

«Η ελευθερία δημιουργεί άλλου τύπου δυσκολίες - τις δυσκολίες των επιλογών. Το δικαίωμα όμως της επιλογής είναι μέγα αγαθό. Χωρίς αυτό ο κόσμος βρίσκεται εκτός ελέγχου γιατί οι αποφάσεις του κρίνονται από τις επιθυμίες άλλων».