Σελίδες

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Επιπλέον Βραβεία και Υποψηφιότητες για την «Μονάκριβη».



To «Precious» του Lee Daniels αφήνει το στίγμα του στα διεθνή βραβεία.Η Ένωση Αφροαμερικανών Κριτικών το βράβευσαν ως Καλύτερη Ταινία της χρονιάς, ενώ το τίμησαν και με 3 ακόμη βραβεία, Καλύτερης Σκηνοθεσίας για τον Lee Daniels, Καλύτερου Σεναρίου για τον Geoffrey Fletcher, (εξ ημισείας με τους σεναριογράφους της ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney, «The Princess and the Frog») και Β΄ Γυναικείας Ερμηνείας για την Mo'Nique.Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, οι Κριτικοί Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, έδωσαν κι αυτοί με τη σειρά τους το βραβείο Β' Γυναικείας Ερμηνείας στην Mo'Νique. Και η «Μονάκριβη» εξακολουθεί να θέτει υποψηφιότητες για μεγάλες διακρίσεις, διεκδικώντας βραβείο σε 3 κατηγορίες στις προσεχείς Χρυσές Σφαίρες και σε 6 κατηγορίες στα Βραβεία των Κριτικών.
Στις 15 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες για τις 67ες Χρυσές Σφαίρες 2010, τους προάγγελους των βραβείων Oscar. Η «Μονάκριβη» απέσπασε 3 υποψηφιότητες από την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Los Angeles που απονέμει τα βραβεία, για Καλύτερη Ταινία, Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία από την Gabourey Sidibe και Β΄ Γυναικεία Ερμηνεία για την Mo'Νique. Η τελετή απονομής των βραβείων έχει προγραμματιστεί για τις 17 Ιανουαρίου του 2010, στο Beverly Hilton, θα προβληθεί ζωντανά από το NBC και παρουσιαστής της βραδιάς θα είναι ο γνωστός κωμικός Ricky Gervais. Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 2010 πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο Hollywood Palladium, η τελετή για τα 15α Βραβεία των Κριτικών (Critics Choice Movie Awards). Το «Precious» διεκδικεί 6 από αυτά, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Γυναικείας Ερμηνείας για την Gabourey Sidibe, Β΄ Γυναικείας Ερμηνείας για την Mo'Νique, Καλύτερου Συνόλου Ηθοποιών σε Ταινία και Διασκευής Σεναρίου.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Ο Βάιντα κερδίζει το Βραβείο Κριτικών Κιν/φου FIPRESCI για το Sweet Rush

Η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, η EFA Productions και η Διεθνής Συνομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI ανακοίνωσαν στις 3 Δεκεμβρίου, 2009 ότι το Βραβείο Κριτικών Κιν/φου FIPRESCI της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το έτος 2009 απονέμεται στην ταινία ΓΛΥΚΙΑ ΕΞΑΨΗ (Sweet Rush) του Πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα.
Ο Γενικός Γραμματέας της FIPRESCI Klaus Eder επεσήμανε: «Για εμάς τους κριτικούς δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι μεγάλη μας ευχαρίστηση που τιμάμε τον Βάιντα, ο οποίος έγραψε πραγματική Ευρωπαϊκή Ιστορία στον Κινηματογράφο από τα πρώτα κιόλας φιλμ (GENERATION, KANAL, ASHES AND DIAMONDS) και ο οποίος επηρέασε πολλές γενιές νέων δημιουργών.
Με αυτόν τον τρόπο, ως κριτικοί, αποδίδουμε τιμή και δείχνουμε τον σεβασμό απέναντί του. Το Βραβείο επίσης τιμά την τελευταία του ταινία ΓΛΥΚΙΑ ΕΞΑΨΗ (TATARAK / Sweet Rush). Δεν είναι καθόλου το τελευταίο του έργο όπως θα το έλεγε κάποιος, αλλά αντιθέτως ενός νέου πνεύματος που με τολμηρό και γενναίο τρόπο συμβάλλει στο άνοιγμα νέων πολύ ξεχωριστών προοπτικών για το σινεμά των Ευρωπαίων Δημιουργών του σήμερα». Ο Αντρέι Βάιντα θα παραστεί στην 22η τελετή Απονομής των Ευρωπαϊκών Βραβείων Κινηματογράφου στις 12 Δεκεμβρίου στο Μπόχουμ, όπου θα παραλάβει το Βραβείο.

2 Βραβεία το Fish Tank στα BIFA

Η τελετή των12ων Ανεξάρτητων Βρετανικών Βραβείων Κινηματογράφου (BIFA) στο Λονδίνο, στις 6 Δεκεμβρίου, ήταν μία νικηφόρα βραδιά για το Fish Tank. Η Andrea Arnold έφυγε με το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και η Katie Jarvis χρήστηκε η Καλύτερη Πρωτοεμφανιζόμενη Ηθοποιός. Όταν η 18χρονη πρωταγωνίστρια του Fish Tank ανέβηκε να παραλάβει το βραβείο της, ευχαρίστησε την Arnold επισημαίνοντας πως αν δεν ήταν εκείνη, η Jarvis δε θα βρισκόταν ποτέ εκεί.

Ξεπέρασε τα 50.000 εισιτήρια η «Ακαδημία Πλάτωνος»

Τεράστια ήταν η επιτυχία της νέας ταινίας του Φίλιππου Τσίτου με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Καφετζόπουλο, καθώς ξεπέρασε τα 50.000 εισιτήρια. Η ταινία απέσπασε τρία σημαντικά βραβεία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το Οικουμενικό Βραβείο, το Βραβείο Νεότητας, αλλά και το Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας για τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις του εγχώριου σινεμά.

Ένας φόρος τιμής στην 7η Τέχνη!

Έκπληξη η ταινία του Βάιντα, κυρίως, για την επιλογή του στυλ αντισυμβατικής αφήγησης. Με έντονα σινεφιλικά χαρακτηριστικά (Μπέργκμαν) και αρκετές αναφορές σε προηγούμενες ταινίες του, διαθέτει και τούτη, σε ένα βαθμό, αυτοβιογραφικά ψήγματα, όπως το ΚΑΤΥΝ. Η απουσία του ακαδημαϊσμού - όπως τον βιώσαμε ιδιαίτερα στην προηγούμενη ταινία του - έχει και θετικά και αρνητικά αποτελέσματα, ενώ πλησιάζει όσο ποτέ, τις ρίζες της πολωνικής νουβέλ βαγκ.
Τα αρνητικά συνοψίζονται κυρίως στον αργό ρυθμό εξέλιξης από την επιλογή του αποστασιοποιημένου ύφους στη φόρμα, με τα πολλά στατικά πλάνα μεγάλης διάρκειας, τους "ατέλειωτους μονόλογους" και τα εξπρεσσιονιστικά καδραρίσματα με σκοπό να προσδώσουν μια αισθητική κινηματογραφικής ποίησης που εξ' ορισμού απευθύνεται σε λίγους παρά σε πλατύτερες μάζες θεατών.
Περιορίζει το κοινό της, από τη μια, από την άλλη δε, ο δημιουργός απελευθερώνεται τελείως από τα δεσμά του mainstream και αφοσιώνεται ουσιαστικά στην Τέχνη που υπηρέτησε πιστά και ακούραστα 50+ χρόνια.
Το πολυδιάσταστο σενάριο τοποθετεί τη δράση, σε δύο χρόνους στον ίδιο χώρο, ενώ με αρκετούς πολιτικούς υπαινιγμούς μιλά αλληγορικά και λυρικά για τη σχέση της Τέχνης με τον Έρωτα και τον Θάνατο, σε ένα Σύστημα που έχει ουσιαστικά απωλέσει την Ιστορική Μνήμη και υποσυνείδητα τις αξίες της Ζωής. Τα "φαντάσματα" του ΚΑΤΙΝ περιπλανώνται υπόγεια και συγκινούν.
Τι σχέση έχει άραγε, η ανίατη ασθένεια της Μάρτα με την "παιδική" (;) ασθένεια του Κομμουνισμού και την "επιδημία" του Σταλινισμού; Το φιλμ χαρίζει απλόχερα, χωρίς τσιγγουνιές κι ενοχές, σε βάθος αρκετή εγκεφαλική συγκίνηση που προκαλεί και προβληματίζει.
Συνοπτικά ένας φόρος τιμής στην 7η Τέχνη, σμιλεμένος με νοσταλγία σε ελεγειακό ρυθμό που απογειώνει τις αισθήσεις, ενώ παράλληλα η Ιστορική πραγματικότητα, η Τέχνη της αμφισβήτησης και η Ιψενική μυθοπλασία, τέμνονται δημιουργικά σε ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα υπαρξιακής ανατροπής. Ο ώριμος Βάιντα στα "καλύτερά" του!

Δημήτρης Παπαμίχος – MyFilm.gr

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

FISH TANK



FISH TANK
Ζήσε, ερωτεύσου δώστα όλα!

Η δεκαπεντάχρονη Μία, που ζει με τη μικρότερη αδελφή της και τη μοναχική μητέρα της, προκαλεί διαρκώς προβλήματα στην οικογένειά της, στις παρέες, παντού. Μια μέρα, η μητέρα της φέρνει στο σπίτι το νέο φίλο της και η εμφάνισή του αλλάζει τη ζωή της.
Βραβευμένη με τη Χρυσή Κάμερα για την προηγούμενη ταινία της, το «Red Road», η Άρνολντ επανήλθε στις Κάννες με τη δεύτερη ταινία της για να κερδίσει, αυτή τη φορά, το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Μ' ένα πυκνό σενάριο, που δεν αποφεύγει τις δύσκολες σκηνές, η Άρνολντ καταγράφει την πορεία της ηρωίδας της με λεπτομέρεια, επιμονή και οξυδέρκεια, προσπαθώντας να διεισδύσει στον εσωτερικό της κόσμο. Στήνει πλάνα απλά, ακριβή, χρησιμοποιεί με έμπνευση τους χώρους για να σχολιάσει τα αισθήματα των χαρακτήρων της και αποσπά έξοχες ερμηνείες απ΄ όλους τους ηθοποιούς και, ιδιαίτερα, από τη νεαρή, μη επαγγελματία Κέιτι Τζάρβις, που ερμηνεύει εκπληκτικά τη Μία.

Η ΑΝΤΡΕΑ ΑΡΝΟΛΝΤ γεννήθηκε στο Ντάρφορντ του Κεντ, στις 5 Απριλίου του 1961. Από το 1998 έχει σκηνοθετήσει τρία φιλμ μικρού μήκους τα οποία έχουν αποσπάσει πολύ σημαντικές διακρίσεις («Milk» (1998, 10'), International Critics Week, Cannes, «Dog» (2001, 10΄), International Critics Week, Cannes) με κορυφαίο το «Wasp» (2003, 25΄) που τιμήθηκε με Βραβείο Oscar και άλλες 37 διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ (Sundance , Toronto ). Το «Red Road» (2006, 113΄) ήταν η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Το σενάριο ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του workshop Σεναριογράφων στο Sundance το 2005, ενώ ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε ως μέρος του project «Advance Party», όπου τρεις διαφορετικοί σκηνοθέτες καλούνται να αναπτύξουν τρεις διαφορετικές ιστορίες, στις οποίες όμως θα πρωταγωνιστεί η ίδια ομάδα χαρακτήρων. Το «Red Road» τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών το 2006, απέσπασε το Βραβείο Sutherland στο London Film Festival, 5 Βραβεία Bafta Σκωτίας για Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Σενάριο, Ανδρική Ερμηνεία και Γυναικεία Ερμηνεία και 2 Βραβεία BIFA για καλύτερη Ανδρική και καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία.

Κριτικές:
«Αν και ήρεμη, το «Fish Tank» είναι μια ισχυρή ταινία από έναν σκηνοθέτη με μια σθεναρή αντίληψη του κόσμου, η οποία είναι σε θέση να κάνει το Essex να φανεί σχεδόν εκφραστικό». Jonathan Romney ★★★★

«Ήταν σαφές ήδη από το «Red Road», το σκοτεινό και εθιστικό παραμύθι παρακολούθησης και εκδίκησης στη Γλασκόβη της Andrea Arnold ότι μια νέα Βρετανίδα κινηματογραφίστρια είχε κάνει την άφιξή της».
Tim Robey ★★★★

«Από την εποχή της Jane Campion («Μαθήματα Πιάνου») είχε το διεθνές σινεμά να δει ένα ταλέντο τόσο αδίστακτα συντονισμένο στην αυθεντική γυναικεία φωνή όπως η συγγραφέας και σκηνοθέτιδα Andrea Arnold»
Kevin Maher ★★★★
«Σε αυτή την ταινία, η Andrea Arnold επέδειξε την βαθιά γνώση και την ευχέρειά της στο να χειρίζεται το κοινωνικό – ρεαλιστικό κινηματογραφικό ιδίωμα. Η Jarvis δίνει μία ειλικρινή και ανοιχτή ερμηνεία που μπορεί να συγκριθεί με της Émilie Dequenne στη Rosetta των αδερφών Dardenne. Η σχέση της με τον Fassbender είναι που δίνει στο έργο τον «σφυγμό» του».
Peter Bradshaw

«Το «Fish Tank» είναι ένα κοινωνικό δράμα ιδιαίτερων εσωτερικών κόσμων και απροσάρμοστων ζωών που δραστηριοποιούνται με φόντο μια εικόνα επαρχίας που κόβει την ανάσα, χάρη στην εκπληκτική φωτογραφία του Robbie Ryan»
Philip Wilding ★★★★

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Η Πολυάννα που γλίτωσε από το γκέτο

Ξεκίνησε τον Ιανουάριο από το Φεστιβάλ του Σάντανς. Πήρε σβάρνα Κάνες, Σαν Σεμπάστιαν και Τορόντο. Με το σπρώξιμο της Οπρα Γουίνφρι και την εμπλοκή του μαύρου μεγιστάνα της σόου μπιζ Τάιλερ Πέρι η ταινία του Λι Ντάνιελς, «Precious», πάει για σουξέ στις αμερικανικές αίθουσες. Κι ας διηγείται την ιστορία μιας υπέρβαρης μαυρούλας, που βιάζεται από τον πατέρα της, κακοποιείται σεξουαλικά από τη μητέρα της και έχει AIDS
Στις Κάνες, τον Μάιο, το κοινό χειροκροτούσε όρθιο για δεκαπέντε λεπτά την ταινία «Precious». «Δεν σταματούσαν να χειροκροτούν. Είμαι ο σκηνοθέτης της, αλλά μετά τα πρώτα έξι λεπτά έλεγα "Σας παρακαλώ, καθίστε κάτω"», λέει σήμερα στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο Λι Ντάνιελς. «Αλλά είμαι και παραγωγός της, οπότε σκέφτηκα: "Μπορούμε να σπάσουμε το ρεκόρ για όρθιο χειροκρότημα σε φεστιβάλ;"»

Το «Precious» θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει τον ορισμό του αουτσάιντερ. Κι όμως. Στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν κέρδισε δύο βραβεία -ανάμεσα τους και αυτό του κοινού. Στο Φεστιβάλ της Στοκχόλμης το βραβείο «Μπρούτζινο άλογο», το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Τορόντο και τα βραβεία κοινού και επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Ποιος το περίμενε; Οχι, πάντως, ο ίδιος ο μάνατζερ τού Ντάνιελς. Με το που την είδε, του είπε: «Συγγνώμη αλλά δεν νομίζω πως θα δει κανείς αυτή την ταινία». Λίγες εβδομάδες αργότερα άρχισαν να πέφτουν τα βραβεία και έχασε τον Ντάνιελς από πελάτη.

Δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις, βέβαια. Η ταινία «Precious» είναι η ιστορία της 16χρονης Κλαρίς Πρέσιους Τζόουνς που είναι φτωχή, υπέρβαρη και αγράμματη. Ακόμα, είναι έγκυος για δεύτερη φορά μετά από βιασμό από τον απόντα γενικά πατέρα της. Κακοποιείται σεξουαλικά ακόμα και από τη μητέρα της και κάπου στην πορεία θα μάθει πως είναι και φορέας του AIDS. Ακόμη και το παρατσούκλι της, «Πρέσιους», με τον οποίο την φωνάζουν όλοι, είναι μια προσβολή. Σημαίνει «πολύτιμη», αλλά της φέρονται σαν σκουπίδι. Παρ' όλα αυτά πέφτει πάνω σε μια δασκάλα που νοιάζεται και μια κοινωνική λειτουργό που αντέχει. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά βρίσκει βοήθεια και το κουράγιο να ονειρευτεί και να ζήσει.

Πρώτα ήταν το βιβλίο «Σπρώξε»

Μπορεί να σας θυμίζει έντονα την υπερμελό εκδοχή μιας «Πολυάννας στο γκέτο», αλλά η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο «Push» (Σπρώξε) της συγγραφέα και ποιήτριας Σάφαϊρ (εκδόσεις «Καστανιώτη») που όταν κυκλοφόρησε προκάλεσε ντόρο. Ειδικά για τις ομοιότητές του με την πραγματική ζωή της συγγραφέα του -κατά κόσμον Ραμόνα Λόφτον, 57 ετών- που βιάστηκε σε νεαρή ηλικία και δολοφόνησαν τη μητέρα και τον αδερφό της, ενώ αργότερα δίδασκε σε σχολεία του Μπρονξ και του Χάρλεμ.

Ο 49χρονος μαύρος σκηνοθέτης της, παραγωγός ταινιών όπως ο «Χορός των τεράτων» (που χάρισε στη Χάλι Μπέρι το Οσκαρ α' γυναικείου ρόλου), απέφυγε το μελό τύπου «Ασυμβίβαστη Γενιά», παίρνοντας το δρόμο ενός ρεαλισμού στα όρια της κτηνωδίας. Ο φακός του καταγράφει με ντοκιμαντερίστικη ψυχρότητα ακόμα και όταν η μάνα τής Πρέσιους την εξαναγκάζει με τη βία να της κάνει στοματικό έρωτα.

«Για να πω την αλήθεια, ντρεπόμουν να δείξω την ταινία μου στις Κάνες. Δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ τους μαύρους. Και δεν ήμουν σίγουρος πως ήθελα να δουν οι άσπροι Γάλλοι τον κόσμο μας», δηλώνει. «Αλλά λόγω του Ομπάμα είναι τώρα ΟΚ να είσαι μαύρος και δεν χρειάζεται να πω ψέματα, είμαι περήφανος για την καταγωγή μου και τη φοράω σαν ασπίδα. Η Πρέσιους είναι μέρος της». Και παραδέχεται πως έμπνευσή του ήταν η εθισμένη στο κρακ, υπέρβαρη αδερφή του.

Για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του «είμαι λίγο ομοφυλόφυλος, λίγο Ευρωπαίος και λίγο γκέτο» φτιάχνει στην ταινία του ένα μείγμα αντίστοιχο, που θα εξαναγκάσει τους πάντες να γυρίσουν και να κοιτάξουν την Πρέσιους και αυτό που αντιπροσωπεύει: τους ανθρώπους που «περισσεύουν» και απλώς επιβιώνουν με το επίδομα της πρόνοιας, στα όρια των πόλεων, της αξιοπρέπειας και του οπτικού πεδίου μας.

Πρωταγωνίστρια 160 κιλών

Στο ρόλο της τερατώδους μητέρας της Πρέσιους πήρε τη Μονίκ, τη γνωστή ηθοποιό και TV περσόνα. Κυρίως γιατί, όπως λέει, του την είχε πει άσχημα γιατί στον «Χορό τον τεράτων» είχε διαλέξει μια πολύ ανοιχτόχρωμη, λεπτή μαύρη. Ο νοσοκόμος της Πρέσιους είναι ο Λένι Κράβιτς, που είναι κολλητός του. Και η πρωταγωνίστρια του, η νεαρή Γκάμπορι Σιντιμπέ -στον πρώτο ρόλο της καριέρας της- προέκυψε ύστερα από εξαντλητικό κάστινγκ. «Δεν μπορείς να πας στο Χόλιγουντ και να πεις: "γεια σας, θα ήθελα ένα μαύρο κορίτσι 160 κιλά", θα γελούσαν», λέει. Εκαναν ανοιχτές οντισιόν για πάνω από 500 άτομα και έψαχναν στα Μακντόναλτς και στο Μέισις μέχρι που έπεσαν επάνω στην 26χρονη κόρη μιας τραγουδίστριας r'n'b, που συχνά τραγουδάει και έξω από το σταθμό του υπογείου στην Τάιμς Σκουέαρ.

Και -μπαταμπούμ!- σκάει στο πανί η Μαράια Κάρεϊ, στο ρόλο της κοινωνικού λειτουργού, αποκαλυπτική, όσο οι ρυτίδες και οι μαύροι κύκλοι στο άβαφο πρόσωπο της ηρωίδας που ενσαρκώνει. «Η Μαράια είναι οτιδήποτε υποτίθεται πως δεν αγαπάμε και παρ' όλα αυτά τη λατρεύουμε», λέει ο Ντάνιελς, «γιατί είναι τρελή -κοίτα τη- θα έπεφτε και στις γραμμές του τρένου για σένα. Φτάνει τα μαλλιά της να ήταν τέλεια».

Η Σάφαϊρ αρχικά δεν έδινε τα δικαιώματα του βιβλίου -είχε καλύτερες προσφορές. Οταν, όμως, είδε την προηγούμενη ταινία του Λι Ντάνιελς, το «Shadowboxer», όπου ένας μαύρος εκτελεστής (Κούμπα Γκούντιν Τζούνιορ) τα 'χει με τη λευκή μητριά του (Ελεν Μίρεν) και μαζί μεγαλώνουν ένα παιδί, έκλαψε στην αγκαλιά του λέγοντας το ΟΚ.

Παραγωγοί δεν υπήρχαν, αφού κανένα γνωστό στούντιο δεν ήθελε να κάνει ταινία για μια υπέρβαρη αγράμματη μαύρη με AIDS, θύμα αιμομικτικού βιασμού. Τελικά βρέθηκαν τα πρώτα 8 εκατομμύρια από την οικογένεια Μάγκνες, ιδιοκτήτρια μεταξύ άλλων ενός καλωδιακού δικτύου από το Ντένβερ.

Οι μαύροι ενοχλήθηκαν

Ο Ντάνιελς, έχοντας βαρεθεί το γολγοθά τού να βρίσκει κάθε φορά «τα επόμενα δύο εκατομμύρια για σκηνοθέτες που έτσι και αλλιώς απορρίπτουν δουλειές των δύο εκατομμυρίων», αναλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία. Προτείνει στη διευθύντρια της Βογκ, Αντρέ Λιόν Τάλεϊ, να παίξει σε μια σκηνή όπου η Πρέσιους φαντασιώνεται πως τη φωτογραφίζουν για το περιοδικό κι αυτή αρνείται. Οταν η ταινία τελειώνει, ένα μεγάλο μέρος της μαύρης κοινότητας κράζει τον Ντάνιελς, γιατί τους προσέβαλε ο τρόπος που τους απεικόνιζε. Τόλμησε να προσβάλει ακόμα και τη δίκαια καθαγιασμένη εικόνα των μητέρων που μεγαλώνουν μόνες τους, με άπειρες δυσκολίες, τα μωρά στα γκέτο, σε ένα σύμπαν όπου οι άντρες είναι απόντες και εμφανίζονται μόνο για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.

Παρ' όλα αυτά, καθώς έπαιρνε το βραβείο του στο Σάντανς χτύπησε το κινητό του. Ηταν η Οπρα που είδε την ταινία και ήθελε να βοηθήσει. «Παίρνω ένα βραβείο τώρα», της είπε, και αυτή τον ρώτησε: «Και γιατί σηκώνεις το τηλέφωνο σου;». Μέρος της βοήθειάς της ήταν και η εμπλοκή στην ταινία από τον Φεβρουάριο του Τάιλερ Πέρι, του μαύρου μεγιστάνα της σόου μπιζ. Ο Ντάνιελς αναγνωρίζει σε αυτόν το ακριβώς αντίθετο του, έναν παραγωγό-σκηνοθέτη-ηθοποιό με έργα για το μαύρο κοινό που θα ήθελε να ζει στον κόσμο του Μπιλ Κόσμπι, όπως η μάνα του. Ταυτόχρονα, όμως, ευχαριστεί το θεό που αποδέχτηκε την Πρέσιους, γιατί το επιχειρηματικό DNA του μοναδικού επιτυχημένου μαύρου μεγιστάνα του κινηματογράφου -και της εταιρείας Lionsgate πίσω του- θα φέρει σίγουρα κέρδη στην ταινία.

Τελικά, η «Precious» εκτοξεύθηκε. Ο Ντάνιελς ετοιμάζει την επόμενη ταινία του, το «Iced» μια ιστορία για έναν μαύρο δικηγόρο -μάλλον θα τον παίξει ο Λένι Κράβιτς- που είναι ταυτόχρονα απόφοιτος του Χάρβαρντ και εθισμένος στο κρακ. Και παραδέχεται ανοιχτά πως πάντα ψάχνει γι' αυτή την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, «όπου ζούμε τη ζωή μας και όπου και ο χειρότερος κακός ήταν κάποτε το μωρό κάποιου». *

info To «Precious» έκανε πρεμιέρα στις 6 Νοεμβρίου σε μόνο 18 αίθουσες σε 4 πόλεις (Ν. Υόρκη, Λ. Αντζελες, Ατλάντα, Σικάγο) με εισπράξεις Σαββατοκύριακου 1,8 εκατ. δολάρια. Εκανε ρεκόρ εισιτηρίων ανά αίθουσα, με 100.000 δολάρια ανά «ταμείο», όταν το «This is It» του Μάικλ Τζάκσον έπιασε τα 6.647 (ανά ταμείο) και το «Οι άντρες που κοιτούν επίμονα κατσίκες» (με Κλούνεϊ, Σπέισι, ΜακΓκρέγκορ και Μπρίτζες) μόλις 5.448. Τη Δευτέρα 16/11 είχε ανέβει ήδη στο νο 4 του box office, χάρη στις «κριτικές» από στόμα σε στόμα, με 6,09 εκατ. εισπράξεις. Η Lionsgate (που έχει επενδύσει 5,5 εκατ. δολάρια) το έβγαλε χθες σε πανεθνική διανομή -800 με 1.200 αίθουσες σε όλη την Αμερική.

Στην Ελλάδα θα βγει στις 28 Ιανουαρίου.


EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Κινηματογραφιστές στην ομίχλη

Οι Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, διοργανώνουν εβδομάδα «Fog Films», στην οποία θα προβληθούν 23 ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, στον κινηματογράφο ΕΛΛΗ (Ακαδημίας 64) από τις 5 έως 11 Νοέμβρη.
Την εβδομάδα των προβολών συνοδεύουν συζητήσεις, συναυλίες, πάρτυ και χάπενινγκ για μια ουσιαστική κινηματογραφική γιορτή όπου κοινό και δημιουργοί θα έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν και να ανταλλάξουν απόψεις τόσο για την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα όσο και για την κινηματογραφική τέχνη γενικότερα. Το εισιτήριο θα είναι 5 ευρώ, ενώ το εισιτήριο και για τις τρεις προβολές της ημέρας, 8 ευρώ.


ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ, ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ, ΠΑΡΤΥ!!!


ΠΕΜΠΤΗ 5/11


16:00 - 17:00 ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ. ' 60'


YHA-HAMARA, 7'. MΙΧΑΛΗΣ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

THE HAPPY LIFE, 8'. ΜΙΝΩΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ

ONCE…A DRESS, 14'. MΑΡΙΑ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΕΝΤΩΝΗΣ

ΣΚΑΡΙΜΠΙΜ-ΣΚΑΡΙΜΠΟΜ, 15'. ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΣΙΠΟΣ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΥΛΑΣ

HE LOOKS LIKE, 15'. AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΣΑΝΤΙΛΑΣ

17:00 – 18:45 ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, 100′

Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ, 4′. ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΣΙΜΠΑΡΔΗ DE CAUNES

ΤΥΧΗ, 17”. ΜΑΡΙΑ ΜΟΣΧΑ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΓΡΙΛΙΕΣ, 18”. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΒΕΛΑΣ

ΑΡΙΣΤΕΡΑ-ΔΕΞΙΑ, 14”. ΑΡΓΥΡΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΔΗΣ/ΣΤΑΥΡΟΣ
ΡΑΠΤΗΣ

ΑΠΟΓΡΑΦΗ, 15”. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ

ΕΦΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 23΄. ΝΙΚΟΣ ΤΖΕΡΜΙΑΔΙΑΝΟΣ

19:00 – 20:45 ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ, 110′, ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ

20:45 ΕΝΑΡΞΗ. ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
“ΈΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ;”
ΕΙΣΗΓΟΥΝΤΑΙ & ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΥΝ ΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΩΡΙΑΤΗΣ
(ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ), ΜΑΡΚΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ (ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ-ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ),
ΘΑΝΟΣ ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ-ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ)
22:30 – 00:30 ΣΤΡΕΛΛΑ 113′, ΠΑΝΟΣ Χ. ΚΟΥΤΡΑΣ



ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 6/11

17:00 – 18:45 ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΗΠΟΣ 88’, ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΔΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

19:00 – 20:45 ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΜΑΛ, Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ 72′, ΦΩΤΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ

20:45 – 22:30 GUILT 93′, ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΖΩΜΕΝΟΣ

22:30 – 00:30 ΜΑΥΡΟ ΛΙΒΑΔΙ 104′, ΒΑΡΔΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ




ΣΑΒΒΑΤΟ 7/11

16:00 ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
“Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ”
ΕΙΣΗΓΟΥΝΤΑΙ & ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΜΙΚΡΟΥ
ΜΗΚΟΥΣ: ΝΙΚΟΣ LABOT, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ
ΡΑΠΤΗΣ, ΦΟΙΒΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ.

17:00 – 18:45 BANK BANG 93′, ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

19:00 – 20:45 Η ΖΩΗ ΣΤΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ 98′, ΑΛΙΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

20:45 – 22:30 ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ 85′, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΑ

22:30 – 00:30 RICORDI MI 100′, ΣΤΕΛΛΑ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ




ΚΥΡΙΑΚΗ 8/11

16:00 ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
“ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΗ Ή ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ;
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ”
ΕΙΣΗΓΟΥΝΤΑΙ & ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ,
ΝΙΚΟΣ ΠΕΡΑΚΗΣ, ΣΤΕΛΛΑ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ

17:00 -18:45 ΓΚΙΝΕΣ 94′, ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ

19:00 – 20:45 ΡΥΘΜΟΙ ΚΑΙ ΡΙΜΕΣ 77′, ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΡΕΝΤΖΟΣ

20:45 – 22:30 ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ 87′, ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ

22:30 – 00:30 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ 103′, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΣΙΤΟΣ




ΔΕΥΤΕΡΑ 9/11

16:00 – 17:00 ΤΟ ΦΩΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ, 38’, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΕΓΑΡΧΙΩΤΗΣ

17:00 – 18:45 ΠΕΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, 101′, ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

19:00 – 20:45 Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΥΡΙΔΙΚΗ, 70’, ΦΡΕΝΤΥ ΒΙΑΝΕΛΗΣ

20:45 – 22:30 ΞΕΝΕΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΧΩΡΑ, 95′, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ

22:30- 00:30 ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ, 88′, ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΙΑΣ




ΤΡΙΤΗ 10/11

16:00 ANOIKTH ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
“ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΣΗΜΕΡΑ”
ΕΙΣΗΓΟΥΝΤΑΙ & ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΥΝ ΟΙ, ΒΑΛΕΡΙ ΚΟΝΤΑΚΟΥ (ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ-ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΪΠΙΔΗΣ (ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)

17:00 – 18:45 ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ, 95′, ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

19:00- 20:45 ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ ΣΤΟ ΕΒΕΡΕΣΤ, 80′, ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΑΝΤΟΣ

20:45 – 22:30 ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ, 68′, ΛΟΥΚΙΑ ΡΙΚΑΚΗ

22:30 – 00:30 ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΨΥΧΗΣ, 112′, JEREMY PODESWA




ΤΕΤΑΡΤΗ 11/11

16:00 – 17:00 ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Γ’ 60′

ASSIGNED, 18′. ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΛΑΡΗΣ

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ, 13′ . ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ

ΜΑΡΙΑ, 27′ . ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ

17:00 – 18:45 ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Δ’ 100′

ΠΥΡΕΤΟΣ, 10′ . ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ

ΜΕΤΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΗΧΟ, 14′ . ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

Ο ΑΛΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΠΟΝΟΚΗΠΟΣ, 15′ . ΝΑΝΑ ΛΟΥΚΟΥ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΣ, 24′ . ΦΟΙΒΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΜΠΑΛΟΣ ΚΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ, 30′ . ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΙΤΟΣ

19:00 – 20:45 ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ, 96′, ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ

20:45 ΛΗΞΗ – ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
“ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ”.
ΕΙΣΗΓΟΥΝΤΑΙ & ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ,
ΒΑΡΔΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ,
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ

22:30 – 00:30 ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, 180′

ΚΙ ΕΓΩ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, 19’. ΤΖΩΡΤΖΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ

ΓΑΤΑ ΕΞ’ ΟΥΡΑΝΟΥ, 22΄. ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΕSCECINA, 32′ . ΣΟΦΙΑ ΕΞΑΡΧΟΥ

ΟΣΙΚΙ, 14”. ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΕΣΛΕΜΕΣ

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ, 15′ . ΓΙΑΝΝΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ

ΚΑΤΑΛΗΨΗ, 17′ . ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΤΖΗΣ

HELLMETS, 15′. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΚΟΥΜΑΣ

Ο ΣΚΥΛΟΣ, 20΄. ΝΙΚΟΣ LABOT

BLACK WATER, 30′. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ




ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΤΥ!

Πέµπτη 5/11 πάρτυ έναρξης µε djs και visuals, 23:30
booze (Κολοκοτρώνη 57)

Πέµπτη 12/11 παρτυ λήξης, 21:00
χρήστος θηβαίος, berlin brides, lost bodies, felizol, the boy, sancho vs biomass
bios (Πειραιώς 84)

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ!

O Σταύρος, ένας σαραντάρης άνδρας, είναι ένας ξενοφοβικός ψιλικατζής στην Ακαδημία Πλάτωνος, ο οποίος περνά όλη του την ημέρα καθισμένος έξω από το μαγαζί μαζί με τους φίλους του, σχολιάζοντας οποιονδήποτε περνά από μπροστά τους. Γνωρίζοντας ελάχιστα για το πραγματικό παρελθόν του μία μέρα θα ανακαλύψει πως όχι μόνο έχει αδελφό, αλλά πως ο αδελφός του είναι Αλβανός. Οι φίλοι του ξαφνικά αρχίζουν να τον κοιτούν με μισό μάτι και ο ίδιος ο Σταύρος μοιάζει να μην είναι σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Βραβείο αντρικής ερμηνείας, βραβείο οικουμενικής επιτροπής και βραβείο επιτροπής Νέων στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
λάχιστες εγχώριες παραγωγές έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της ξενοφοβίας - γεγονός που εκ πρώτης όψεως προξενεί εντύπωση από τη στιγμή που αποδεδειγμένα είμαστε ένας από τους πλέον ξενοφοβικούς λαούς, από την άλλη όμως είναι αναμενόμενο από τη στιγμή που η ενασχόληση με ένα τέτοιο ζήτημα ισοδυναμεί με εισπρακτική αυτοκτονία. Όλοι θυμόμαστε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει το «Eduart» και το κύμα ρατσιστικών και εθνικιστικών 'ηλεκτρονικών' σχολίων που συνόδευσε την προβολή του στις ελληνικές αίθουσες. Κατακραυγή στο ίντερνετ, καταστροφή στα ταμεία!
Για να μιλήσουμε ανοιχτά, ο Έλληνας θεατής δεν ταυτίζεται με τον Αλβανό ήρωα. Και δεν ταυτίζεται επειδή δεν τον έχει αποδεχτεί στον κοινωνικό του περίγυρο. "Έτσι είστε;", λένε ο Τσίτος και ο Καρδαράς. "Θα εντάξουμε τον Αλβανό στα κινηματογραφικά δρώμενα δια της πλαγίας οδού. Θα βάλουμε έναν 'ελληναρά', έναν από εμάς αν θέλετε, να μαθαίνει στα τελευταία -άντα του ότι έχει αλβανικές ρίζες". Και εγένετο... «Ακαδημία Πλάτωνος»! - πολύ πιο ταιριαστός τίτλος σε σχέση με το αρχικό και πιο προφανές 'Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ'.
Με ρεαλισμό σπάνιο για ελληνική κωμωδία και κάδρα που αρκετές φορές θαρρείς πως ξεπήδησαν από φιλμ εκπροσώπου της μεγάλης της nouvelle vague σχολής, η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι ένα δείγμα κινηματογράφου από εκείνα που σπανίζουν στην εγχώρια παραγωγή. Το θέαμα είναι ξεκαρδιστικό, διακριτικό, τρυφερό και σκληρό όταν πρέπει και -το κυριότερο όλων- δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της δημαγωγίας. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε από το σινεμά είναι να υψώνει το δάχτυλο και να μας κάνει μαθήματα συμπεριφοράς. Χίλιες φορές μια καλοστημένη περιπέτεια με τον Αμερικανό υπερπράκτορα να λιανίζει τον 'σιχαμερό' Αραβα τρομοκράτη, παρά ηθικοδιδακτικά φιλμικά απορρίμματα σαν το πρόσφατο «Crossing over».
Στον πυρήνα του φιλμ ο χαρακτήρας του Σταύρου, τον οποίο ο Τσίτος σκιαγραφεί διεξοδικά και ανθρώπινα, προσπερνώντας την εύκολη λύση της καρικατούρας. Οι σκηνές που ο Σταύρος ετοιμάζει τη μητέρα του για ύπνο παραπέμπουν σε ιεροτελεστία. Τα 'βαριεστημένα' στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του αντανακλούν την κοσμοθεωρία του. Αφού ξέρει ποιος είναι και τι θέλει από τη ζωή, άραγε γιατί τα βράδια δε μπορεί να κοιμηθεί; Όταν η μητέρα του αρχίσει να μιλά αλβανικά η κοσμοθεωρία του θα ανατραπεί! Κι αφού από τις στάχτες του αναγεννηθεί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, απαλλαγμένος από επίπλαστες ταυτότητες και κενές προκαταλήψεις, θα μπορέσει σαν πουλάκι να κοιμηθεί!
Συνοδοιπόρος του Τσίτου στο χτίσιμο του πορτρέτου του Σταύρου ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αποτινάσσοντας μετά από πολύ καιρό την μανιέρα του 'Ακάλυπτου' από πάνω του, πετώντας μακριά οτιδήποτε έχει κάνει ως τώρα (κι έχει κάνει πολλά στην πολυετή καριέρα του), ξεκινά από το ναδίρ και, σκύβοντας πάνω από τον χαρακτήρα του σαν απόφοιτος του actor's studio, φτάνει στο υποκριτικό ζενίθ! Η ερμηνεία του είναι δίχως ίχνος υπερβολής ένα μικρό αριστούργημα!
Κάποιοι βρεφικοί συμβολισμοί (όπως τα δυο διαφορετικά παπούτσια στα πόδια της μάνας) και μερικές σεναριακές στραβοτιμονιές στο φινάλε, προκειμένου οι ήρωες να αποδεχτούν την νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, αμαυρώνουν ελαφρώς το τελικό αποτέλεσμα, δίχως όμως να του καταφέρουν καίρια πλήγματα. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις του εγχώριου σινεμά και παράλληλα η καλύτερη δυνατή προθέρμανση για τον επερχόμενο «Κυνόδοντα», ένα φιλμ που πραγματικά δε μοιάζει με τίποτα από ότι έχετε δει μέχρι σήμερα! Το ελληνικό σινεμά είναι εδώ ενωμένο, δυνατό!

Γιαννης Βασιλειου

Οι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Καφετζόπουλος, φαίνονται και σε ρόλους που δεν είναι απαραίτητα αβανταδόρικοι.

Επιτέλους, μια ταινία που ψάχνει την ελληνική ταυτότητα και παίρνει σαφή και κινηματογραφική θέση για το θέμα των μεταναστών, χωρίς να μιλάει για το δράμα τους διδάσκοντας ή καταγγέλλοντας.
Ο ήρωας, τρόπος του λέγειν, είναι ο Σταύρος. Πενήντα χρόνων, ψιλικατζής, μένει σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, με την εβδομηντάχρονη μητέρα του που πάσχει από γεροντική άνοια. Ο Σταύρος δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια - κάθεται στο μπαλκόνι και περιμένει να ξημερώσει. Αγαπάει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη τον έχει εγκαταλείψει και ζει λίγο παρακάτω, με κάποιον άλλο. Η αγαπημένη του ασχολία είναι να βαράει μύγες με τους διπλανούς, συνομήλικους μαγαζάτορες, υπολογίζοντας πόσοι Ασιάτες δουλεύουν στα απέναντι γιαπιά και τα μαγαζιά. Το μέτρημα διακόπτεται όταν περνάει Αλβανός από μπροστά τους.
Μάλιστα, ο σκύλος του ενός είναι εκπαιδευμένος να γαυγίζει τους Αλβανούς με το που θα πλησιάσουν στο ένα μέτρο. Από το πουθενά εμφανίζεται ένας Αλβανός μπογιατζής και χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του. Ονομάζεται Μαρενγκλέν (από το Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν) και με τον που τον αντικρίζει η μητέρα του αναγνωρίζει στο πρόσωπό του το παιδί που εγκατέλειψε στην Αλβανία όταν έφυγε επί Χότζα και αρχίζει να μιλάει ζωηρά στα αλβανικά, ξυπνώντας από τον λήθαργό της. Ο Σταύρος τρώει κεραμίδα. Δεν είχε ιδέα για το παρελθόν της οικογένειάς του και φυσικά φρικάρει στην ιδέα της αλβανικής του καταγωγής. Η ξενοφοβία του χτυπάει κόκκινο, αλλά, μετά τις πρώτες του προσπάθειες να διώξει τον Μαρενγκλέν, δεν μπορεί να αντισταθεί στο γεγονός πως η κυρία Χαρίκλεια ζει και αναπνέει για να δει το χαμένο της παιδί και επιστρέφει ορεξάτη από το τούνελ της παραίτησης της.
Παραμονή του κρίσιμου αγώνα ποδοσφαίρου της Ελλάδας με την Αλβανία, ο Σταύρος συνειδητοποιεί πως έχει με τον εχθρό μια σχέση βαθιά και μη αναστρέψιμη. Καταρχάς, το σενάριο της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια (η ιδέα ήταν του Νίκου Κυπουργού, που έγραψε και τη μουσική και η ανάπτυξη ανήκει στον Αλέξη Καρδαρά και τον Φίλιππο Τσίτο). Αλλά και ο τόνος είναι σωστός, κάτι ανάμεσα σε κωμωδία και τραγωδία της καθημερινότητας, που υπογραμμίζεται από το ταλαιπωρημένο, παλιοκαιρίσιο σκηνικό του παρακμασμένου κέντρου της πόλης. Οι Έλληνες μικροπωλητές, κολλημένοι στο φραπόγαλο και την αμπελοφιλοσοφική αρλούμπα, δεν σχολιάζουν απλώς την Ελλάδα του σήμερα, αλλά την ορίζουν στην πλειοψηφία τους. Ο Σταύρος είναι ο αρχηγός των παλαιών αυτοκρατόρων της γειτονιάς. Κατά κάποιον τρόπο ενώνει τη μοίρα με τον παραλογισμό. Ενώ δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σταθερή φθορά του γιατί αδυνατεί να πάρει μια απόφαση της προκοπής (να διεκδικήσει τη γυναίκα που αγαπάει, να αλλάξει ή να πουλήσει το μικρό μαγαζί του, να πάρει επιτέλους χάπια για να κοιμηθεί ή να πάει σε έναν γιατρό να κοιταχτεί), έρχεται ο ουρανοκατέβατος Αλβανός, που κανείς δεν γνωρίζει αν στ' αλήθεια είναι αδελφός του, μιας και η μάνα τα έχει χάσει και μπορεί να κάνει το λάθος που συμπίπτει με την προσωπική ιστορία του Μαρενγκλέν - τι όνομα!
Η ανατροπή της ιδεοληψίας του βασίζεται και αυτή σε ένα συντηρητικό σκεπτικό: επειδή ο Αλβανός είναι αίμα του, αναγκάζεται να αποδεχτεί τη σύμβαση της σχέσης, ακόμη κι αν δεν μπορεί να το καταπιεί. Σαν τους περισσότερους Έλληνες, κρύβει μια ψυχή που στέκει ανήμπορη ανάμεσα στην καλοσύνη και τον ρατσισμό, ένα από τα ιστορικά μας οξύμωρα. Η Ακαδημία Πλάτωνος, παρά την αδυναμία της να ξεπεταχτεί μετά την αποδοχή της ταυτότητας από τον Σταύρο και την προσωρινή του εκεχειρία με τον Αλβανό (με τον οποίο έχει περισσότερα κοινά από όσα νομίζει και φοβάται να παραδεχτεί, ανάμεσα στα οποία και την αγάπη για τους σκατοροκάδες Status Quo), κερδίζει σημαντικά με την εσωτερική ερμηνεία του καλύτερου Καφετζόπουλου εδώ και δεκαετίες.
Ο τρόπος που υπνοβατεί με τεντωμένο βλέμμα, σαν απρόσκλητος επισκέπτης σε μια ζωή που γλιστρά από πάνω του, αλλά και το πώς κατανοεί τον Σταύρο, χωρίς ποτέ να πλασάρει φωναχτά τη βαρβαρότητά του είναι αξιοθαύμαστος - και μιλάω για έναν ερμηνευτή που παίζει στα δάχτυλα τις εξπρεσιονιστικής υφής κωμικές ερμηνείες. Έχει δε και μια φοβερή σκηνή, όταν βάζει δυνατά την αγαπημένη του ροκ μουσική, για να πενθήσει. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Καφετζόπουλος, φαίνονται και σε ρόλους που δεν είναι απαραίτητα αβανταδόρικοι.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι Αλβανός!

Σε μια γειτονιά, στην Ακαδημία Πλάτωνος, ζει ο Σταύρος, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, μαζί με τη γριά μητέρα του. Η ζωή του δεν πάει καλά. Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει, ο ίδιος υποφέρει από αϋπνίες και οι Αλβανοί εξαπλώνονται στη γειτονιά. Το μόνο που κάνει είναι να κάθεται όλη μέρα μπροστά από το μαγαζί του μαζί με τρεις φίλους του και να σχολιάζουν τους Αλβανούς και τα λοιπά κακά της γειτονιάς. Μέχρι που στο πρόσωπο ενός Αλβανού εργάτη η μητέρα του θ’ αναγνωρίσει τον άλλο της γιο που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνια. Ο κόσμος του Σταύρου καταρρέει.
Οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του ελληνική ταινία μεγάλου μήκους, «My Sweet Home», αλλά και με έξι ταινίες για τη γερμανική κρατική τηλεόραση, ο Φίλιππος Τσίτος επιστρέφει με την «Ακαδημία Πλάτωνος» και κοιτά κατάματα ένα πολύ ευαίσθητο θέμα της νεοελληνικής πραγματικότητας: την ξενοφοβία και το ρατσισμό.
Ο ήρωάς του, ένας συνηθισμένος λαϊκός ‘ελληναράς’ που τρέφει ιδιαίτερη απέχθεια προς τους Αλβανούς μετανάστες, νιώθει να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του όταν αρχίζει και υποψιάζεται ότι έχει αλβανικές ρίζες. Σ’ αυτή ακριβώς την κρίσιμη στιγμή, επεμβαίνει η ωριμότητα και η μαεστρία του Τσίτου και σώζει την ταινία από το να γίνει ένα (αντι)ρατσιστικό μπάχαλο, κρατώντας επιδέξια τα σεναριακά χαλινάρια χωρίς να καταδικάζει ούτε και να αγιοποιεί, αφαιρώντας έξυπνα την όποια υπερβολή στη σκηνοθεσία και καθοδηγώντας τους ηθοποιούς του με έμπνευση, ειδικά τον Αντώνη Καφετζόπουλο ο οποίος κέρδισε άξια το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

ΣΠΥΡΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ελληνάρες αραχτοί, βυθισμένοι στο πουθενά..

Το μεγαλείο στην «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009) του Φίλιππου Τσίτου είναι ότι μέσα στα στενά όρια μιας αθηναϊκής πλατείας φτιάχνει τη μικρογραφία της σύγχρονης Ελλάδας: τέσσερις «Ελληνάρες» αραχτοί σε καρέκλες στον δρόμο. Φραπεδιά, τσιγάρο, κουτσομπολιό, ποδόσφαιρο. «Ξερολίαση» και light ρατσισμός. Χλευάζουν τους Κινέζους που δουλεύουν σαν σκλάβοι και, αν το σκυλί τους γαβγίσει σε περαστικό, αυτό σημαίνει ότι είναι Αλβανός!
«Αρχηγός» της παρέας, ο Σταύρος, ο Αντώνης Καφετζόπουλος (δίπλα στους Γιώργο Σουξέ, Κώστα Κορωναίο, Παναγιώτη Σταματάκη ). Αλογοουρά, τζιν παντελόνι, πέτσινο μπουφάν και μάτια κουρασμένα από αϋπνία και ανία. Θυμίζει συνταξιούχο ροκά και, πράγματι, τα βράδια ακούει χαρντ ροκ του ΄70 με τα τεράστια, παλιομοδίτικα ακουστικά του. Ο μικρόκοσμος του Σταύρου, βυθισμένος στο τίποτε και στο πουθενά, θα καταρρεύσει πλήρως μόλις στην ιστορία προκύψει ένας Αλβανός ( Αναστάς Κοζντίνε ) ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ο χαμένος γιος της μητέρας του Σταύρου, άρα αδελφός του! Αντίο, ταυτότητα...
Οπως η ερμηνεία του Καφετζόπουλου, έτσι και η σκηνοθεσία του Τσίτου ισορροπεί με χάρη μπαλαρίνας των Μπολσόι ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα: παρεΐστικη ατμόσφαιρα την οποία θα ζήλευε ακόμη και ο Τζιμ Τζάρμους , γήινο, γλυκόπικρο χιούμορ, εύστοχες παρατηρήσεις, όπως π.χ. το ότι κανένας Ελληνας δεν εργάζεται, παρά μόνον οι ξένοι, βαθιά ευαισθησία: το πώς ο Σταύρος φροντίζει την ηλικιωμένη μητέρα του (απόλαυση η Τιτίκα Τσιριγκούλη ) ή το πώς επιμένει να ζητεί μία ακόμη ευκαιρία από την πρώην του ( Μαρία Ζορμπά ). Ολα αυτά και άλλα πολλά δημιουργούν ένα σύμπαν που σφραγίζεται για πάντα στην καρδιά σου.

Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

Aνοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα

Ο Σταύρος, μεσήλικας ψιλικατζής, βουλιαγμένος στη νωθρή επανάληψη της καθημερινότητάς του, παρέα με τρεις αργόσχολους φίλους του, ζει παρέα με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα σε μια μίζερη γωνιά της Αθήνας. Αδυνατώντας να χωνέψει τον χωρισμό του με την πρώην γυναίκα του, περνά τις ώρες του με τους άλλους τρεις χαζεύοντας - πότε κοροϊδεύοντας τους μετανάστες Κινέζους της γειτονιάς που δουλεύουν νυχθημερόν και πότε όποιον Αλβανό γαβγίσει ο σκύλος της παρέας.
Η απόφαση του δήμου να αναρτήσει μνημείο πολιτισμικής φιλίας μεταξύ των λαών στη διασταύρωση των συνοικιακών δρόμων έξω από το ψιλικατζίδικο -σημείο αυτοσχέδιου ποδοσφαιρικού γηπέδου για την παρέα- εξοργίζει τους τέσσερις, ενώ την ίδια ώρα η γριά μητέρα του Σταύρου αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός Αλβανού εργάτη, με το όνομα Μαρενγκλέν, το χαμένο της παιδί, αυτό που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω όταν πριν από χρόνια έφυγε από την Αλβανία.
Μιλώντας άψογα Αλβανικά και αγκαλιάζοντας τον νεοφερμένο γιο, η κυρα-Χαρίκλεια δίνει ένα σοκαριστικό χαστούκι στην πραγματικότητα του Σταύρου, που από τη μία πρέπει να αποδεχτεί τις αλβανικές ρίζες του και από την άλλη να αντιμετωπίσει την αγνωμοσύνη και την ξενοφοβία των φίλων του...
Η επιστροφή του Φίλιππου Τσίτου, οκτώ χρόνια μετά το τρυφερό και παραμελημένο στα ελληνικά κινηματογραφικά ταμεία «Μy sweet home», ανοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα, εκείνου που επιμένει να μένει αμέτοχος και φοβισμένος απέναντι σε καθετί καινούργιο.
Και το κάνει ψύχραιμα, με το γάντι, ακολουθώντας προσεκτικά στον αφηγηματικό του ρυθμό τη ραθυμία των ηρώων του, καδράροντας με νόημα την απαίδευτη ματιά και τον αστείο «λεβέντικο» ρατσισμό τους σε ένα παγκόσμιο χωριό που αλλάζει αδιάκοπα με εκείνους να μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν (εξ ου και ο ειρωνικός τίτλος «Ακαδημία Πλάτωνος»).
Αργά αργά, μέσα από ένα μινιμαλιστικό ύφος, που φέρει το στίγμα ενός ευρωπαϊκού σινεμά εναρμονισμένου με τις ιδιαιτερότητες των Βαλκάνιων χαρακτήρων του, ξετυλίγεται η θλίψη μιας παρατημένης γενιάς που κρύφτηκε κάτω από τον απομονωτισμό της και απέμεινε έρημη να παρατηρεί, χωρίς να κατανοεί.
Ο παλιο-ροκάς Σταύρος (ο Αντώνης Καφετζόπουλος σε μια εσωτερική ερμηνεία είναι ο ιδανικός ενσαρκωτής ενός λούμπεν τεμπελχανά, που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η ίδια η μάνα του αναποδογυρίζει τα στεγανά στα οποία πίστευε μια ζωή) μπορεί να μην αναμορφωθεί εντελώς μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισης του «αδερφού» του, που θα παραμείνει μυστήριο έως το φινάλε, αλλά θα μπει τουλάχιστον σε μια διαδικασία να κοιτάξει τον εαυτό του.
Αυτός είναι και ο στόχος του φιλμ, το οποίο, ακόμη κι αν κουράζει ανά στιγμές με τους αργούς ρυθμούς και τη στατική πλανοθεσία του, κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη σάτιρα και στο δράμα, στην κριτική και στην κρίση, αφήνοντας τα συμπεράσματα στο βλέμμα του καθένα από εμάς.

ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

Tο καλύτε­ρο φιλμ της εβδομάδας!

Αυτό μάλιστα! Ναι, το καλύτε­ρο φιλμ της εβδομάδας είναι (το) ελληνι­κό. Είναι αυτό για το οποίο βραβεύτηκε ο Καφετζόπουλος στο Φεστιβάλ Λοκάρνο. Κι είναι πολύ καλό. Έξυπνο, ουσιαστικό, μικρό μεν αλλά όχι μίζερο, με χιούμορ, με ουσία, με αλήθεια και καταφέρνει να μην καταλήγει σε κήρυγμα, ενώ εύστοχα προσπερνά την κοινοτοπία. Βέβαια, ο Φί­λιππος Τσίτος, που το σκηνοθέτησε, μας έρχεται από τη Γερμανία. Κι εδώ φαίνεται η διαφορά. Αυτή τη στιγμή στο Μόναχο έχουν ανασκουμπωθεί τα πανεπιστήμια και ετοιμάζουν πυρετωδώς την επόμενη εποχή. Ο Φίλιππος Τσίτος νομίζω πως θα μπορούσε να προσφέρει πολλά εδώ, αν έμενε, αλλά δεν του εύχομαι να μείνει, παρότι τον έχουμε ανάγκη. Θα πέσει στις διαμάχες περί κρατικού επιδόματος και «επιμισθίου». Είναι καταπληκτικό πως στην ουσία σκηνοθετεί κάτι λίγα εκατο­στά γης μέσα στα οποία κινούνται οι άν­θρωποί του, οι ήρωές του, οι χαρακτήρες του. Όμως πόσο περιεχόμενο δίνει σε αυ­τά τα λίγα μέτρα γης!

Τρέξτε αμέσως!

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Kabei: Our Mother

Απορροφώντας τους κραδασμούς του Δευτέρου Παγκοσμίου Πόλεμου στη βελούδινη αφηγηματική υφή του, το «Kabei: Our Mother» είναι μια ιστορία που αλλάζει χέρια λόγω αναγκαστικής προσγείωσης. Αφηρημένος πατριάρχης τετραμελούς οικογένειας κατεβαίνει υποχρεωτικά από τα σύννεφα όταν τον συλλαμβάνουν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Παραδίδοντας τα σκήπτρα στη σύζυγό του, ο Γιαμάντα γιορτάζει την αλλαγή φρουράς με μια τρυφερή ταινία για την επίμονη μητρότητα, βασισμένη στα απομνημονεύματα του Τερούγιο Νογκάμι.

Εξοπλισμένη με έναν ωκεανό συγγενών που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα στο τατάμι, η Κάγιο υπομένει τα πάντα με μια απελπιστική καρτερικότητα που απαιτεί ασιατικές αντοχές για να ευδοκιμήσει. Πιστός στην παλιά φρουρά (κοντεύει άλλωστε να κλείσει τα 73), ο Γιαμάντα προσεγγίζει τους Νογκάμι με μια λεπτότητα που σίγουρα δεν χαρακτηρίζει τον υπόλοιπο οικογενειακό τους περίγυρο, ζητώντας άδεια μπροστά σε τραβηγμένα παραβάν και τοποθετώντας την κάμερα στο ύψος των ματιών, πιο κοντά στη γη παρά στον ουρανό.

Εάν όλα αυτά σας θυμίζουν Οζου, είναι γιατί έχει επηρεάσει καθοριστικά το οπτικό του πεδίο, εστιάζοντας στα μικρά για να υπονοήσει τα μεγάλα. Οτιδήποτε συμβαίνει στους Νογκάμι, είναι άμεση συνέπεια μιας φασιστικής σχεδόν, ιαπωνικής μανίας που αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Απλά ο Γιαμάντα προτιμάει να τραβάει την προσοχή σου στα δέντρα για να μην καταλάβεις ότι πίσω σου βρίσκεται ένα μεγάλο σκοτεινό δάσος.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Ένα μεγάλο "μικρό" αριστούργημα, που ακόμα κι ο Όζου θα ζήλευε.

Έναμεγάλο "μικρό" αριστούργημα. Χαμηλών τόνων και υψηλής αισθητικής που ακόμα κι ο Όζου θα ζήλευε. Ο "τεράστιος" σκηνοθέτης Γιόζι Γιαμάντα μας χαρίζει απλόχερα, μα σιωπηλά, συγκίνηση και τρυφερότητα χωρίς να παραμερίζει την εγκεφαλική σκέψη, την ιστορική διαλεκτική, την τολμηρή αυτοκριτική της κοινωνίας και του έθνους, μια πολύ δύσκολη εποχή, όπου κυριαρχούσε άκρατος εθνικισμός και ανυπόστατος λαϊκισμός. Δεν κάνει καμία παραχώρηση στις εύκολες δραματουργικά λύσεις. Με σκηνοθετική λιτότητα, σεναριακή οικονομία, τη σοφία των 78 του χρόνων και την ωριμότητα των 80 ταινιών του κάνει μια σπουδαία ταινία με αντιπολεμικό κυρίως χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελευθερία, τόσο την ατομική όσο και την συλλογική, απέναντι σε κάθε μορφής βαρβαρότητα και ψευδεπίγραφων ιδεολογικών πολέμων, ουσιαστικά είναι η παρακαταθήκη του για το μέλλον μέσα από την γνώση και την διδαχή των λαθών της Ιστορίας. Καυτηριάζει την εθνική προδοσία και την άνευ ορίων πίστη στον Αυτοκρατορικό επεκτατισμό με τίμημα την ανθρώπινη ζωή. Ενάντια σε κάθε μορφής λογοκρισία, καταπίεση και πλύση εγκεφάλου, παίρνει σαφή θέση υπέρ της ελευθερίας της σκέψης και της διακίνησης των ιδεών. Ναι στη μνήμη όχι λήθη, είναι το δίδαγμα που φωτίζει η πορεία αυτού του μεγάλου κινηματογραφιστή που καταπιάνεται για άλλη μια φορά σε πραγματικά γεγονότα "εποχής". Ναι στην προσωπικότητα, όχι στην "προβατοποίηση".
Ο Ιάπωνας δημιουργός κάνει ταινίες από τη δεκαετία του '60, όμως δε θα ξεχάσουμε ποτέ τον ΣΑΜΟΥΡΑΪ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ (THE TWILIGHT SAMURAI) το 2002, μια εντελώς απομυθοποιητική ματιά στα Ιστορικά είδωλα της Άπω Ανατολής που γαλούχησαν γενιές... Ο Γιαμάντα έχει μια τάση να "κατεβάζει" το πήχυ του απροσπέλαστου, του "δήθεν" άπειρου, του Υπέρ- και του κάθε -ισμού στα πραγματικό του μέγεθος. Έτσι ψύχραιμα και νηφάλια μας παρουσιάζει τα γεγονότα, ρεαλιστικά, χωρίς έπαρση και στόμφο, με λογική, σύνεση κι αγάπη. Χωρίς υπερβολές, κούφιες επιδιώξεις και χάρτινη παραχάραξη, μένει στην ανθρωπιά. Το ίδιο συνέβη και μετά από 2 χρόνια (το 2004) όταν έκανε το ΚΡΥΦΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΡΑΪ (THE HIDDEN BLADE), το σίκουελ, ενώ η τριλογία του έλαβε τέλος το 2006 με την ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΡΑΪ (LOVE AND HONOR). Ο Γιαμάντα δεν ονειρεύεται "καρβέλια" ούτε λεφτά, δόξα κλπ. Προσγειωμένος σε ένα οικουμενικό σύστημα αξιών και ένα πειθαρχημένο τρόπο ουμανιστικής σκέψης, δε διστάζει να έρθει σε εσωτερική σύγκρουση με τις θεωρίες του αναιρώντας τον συντηρητικό τοπικισμό κατά βάθος και κατά πλάτος! Θυμίζει στην εξέλιξη, θα λέγαμε τον σχεδόν συνομήλικό του Κλιντ Ίστγουντ (ένα χρόνο μεγαλύτερος) και την προσωπική του μάχη με τα στοιχειωμένα φαντάσματα της Ιστορίας απέναντι στα κίβδηλα σύμβολα, τις στρατηγικές παραπλάνησης ή και φίμωσης της αλήθειας (ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΒΟΖΙΜΑ, ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ). Κοινό και των δύο, η ανατροπή των προτύπων. Θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικογενειακών. Στο ΚΑΜΠΕΪ η πατριαρχική κοινωνία ανατρέπεται από την εσωστρέφεια και την αδυναμία ελέγχου της επιρροής της. Η παρακμή του συστήματος είναι ζήτημα χρόνου όταν η κοινωνία κοιτάζει τα προβλήματα με παρωπίδες και στη βάση της προσωρινής καταστολής. Το αγαπημένο μου μοτίβο από την πλούσια θεματικά εποχή του Β' Π.Π. είναι μια ανεξάντλητη πηγή θάρρους και αυταπάρνησης, ηρωισμού και δικαιοσύνης. Η σφικτή σκηνοθεσία του μαέστρου Γιόζι, η γενική ατμόσφαιρα των χώρων, τα σκηνικά και τα κοστούμια συνθέτουν μια εμπνευσμένη συμφωνική ορχήστρα που δύσκολα μπορεί κανείς να προσπεράσει. Οι ερμηνείες των Asian stars (και είναι πολλοί!) της ταινίας, είναι πειστικές, αληθινές, μετρημένες, χάρη στην πατρική καθοδήγηση του δημιουργού. Σοφές και αξιοθαύμαστες. Θα ταυτιστείτε με κάποιον από τους χαρακτήρες. Τουλάχιστον αρχικά. Γιατί στη γωνία σας περιμένει η "ανατροπή", ανάλογα με τον ήρωα που θα επιλέξετε!
Και είναι τέτοιου μεγέθους η εμπειρία του καστ, που επικοινωνιακά (με το κοινό) δεν πρόκειται σε κανένα βαθμό και λεπτό της ώρας να κουράσει, αφηγηματικά, η ίντριγκα. Πράγματι, η προσιτότητά της είναι μέγα ατού, τόσο που η διαφορετικότητα της γλώσσας (οι αρνητικά προκατειλημμένοι θεωρούν ότι οι ταινίες ασιατικής καταγωγής, είναι "δύσκολες" ή μόνο για φανατικούς σινεφίλ) να επηρεάσει στο ελάχιστο την τελική επιλογή σας. Μια ταινία όχι μόνο για ψαγμένους ή για φεστιβαλικό κοινό. Ταινία ρεαλιστική, αυθεντική, ζωντανή. Μιλά στην καρδιά, σέβεται το νου, αγκαλιάζει την ψυχή... Τι άλλο θέλετε τις χαλεπές μέρες που ζούμε; Καλύτερο "γιατρικό" από το ΚΑΜΠΕΪ, σπάνια βρίσκεις στον Κινηματογράφο κι αυτό γιατί πληροί ολοκληρωμένα και σε βάθος τα κριτήρια της λαϊκής Τέχνης. Οι ταινίες του Γιαμάντα γίνονται για όλους τους ανθρώπους του κόσμου, χωρίς διακρίσεις σε φύλο, ηλικία, γλώσσα, θρησκεία ή πολιτικές πεποιθήσεις. Απευθύνεται σε μια κοινωνία αταξική...

Δημήτρης Παπαμίχος - ΜyFilm (βαθμολογία: 7,5/10)

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Η ταινία βγάζει νοκ-άουτ τις αμερικανικές κομεντί!

«Όποιος είναι ευτυχισμένος πάνω από δέκα λεπτά, πρέπει να είναι χαζός» καταλήγει ο Kormakur και είναι πιο Σκανδιναβός από ποτέ. Πετυχαίνει με την λιγότερο φανταχτερή και διεθνή του ταινία την ουσία που αναζητούσε στις προηγούμενες. Η Λευκή Νύχτα Γάμου είναι δράμα χαρακτήρων, είναι σάτιρα ηθών, είναι λόγια κωμωδία, είναι τραγωδία, είναι ιψενικό απόφθεγμα. Όσο κι αν κορυφώνεται συνεχώς, ποτέ δεν θα φτάσει σε πολύ ψηλά επίπεδα, ακριβώς επειδή ο Kormakur κάνει κλειστό σινεμά για εσωτερική κατανάλωση κι για όσους πιστούς προσέλθουν…
Η ταινία βγάζει νοκ-άουτ τις αμερικανικές κομεντί, που σε φορτώνουν με ένα κάρο κλισέ μέχρι την κορύφωση ενός γάμου, που ανέμενες λυτρωτικά για να τελειώνουμε. Εδώ, το μυαλό του ήρωα θα περάσει από σαράντα κύματα μνήμης, γιατί το τελικό «ναι» πρέπει να είναι αποτέλεσμα σύνεσης κι όχι απαλοιφή ενοχών. Η κωμωδία εναλλάσσεται με το δράμα και η χαρά της στιγμής με τον μακάβριο Αχέροντα. Ποτέ, όμως, ο Kormakur δεν θα εκβιάσει το τραγικό ώστε να σου χαλάσει τη διάθεση. Έτσι κι αλλιώς, καταλήγει νοηματικά σε συμπεράσματα που θεωρεί αναπόφευκτα και δεν δοκεί να αλλάξει την δική σου νόηση μέσα σε μία ταινία. Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς μια απ`τα ίδια…

Σταύρος Γανωτής

Σίγουρα η ταινία της εβδομάδας!

Αν και σινεφίλ ξεπερνά σε ποιότητα την "κλάψα" του "Βιρτουόζου", το "γλυκανάλατο" της "Γυναίκας του ταξιδευτή" και το "βίντεο-κλιπίστικο" του "Gamer". Ο Κόρμακουρ είναι αυτή τη στιγμή ο καλύτερος εκπρόσωπος της Ισλανδίας στον παγκόσμιο κινηματογράφο, ενώ η τελευταία του ταινία, το "Inhale", άφησε καλές εντυπώσεις στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών.
Δράμα και κωμωδία, γκανγκ σκετσάκια και μαύρο χιούμορ, ο Ισλανδός σκηνοθέτης σχολιάζει με τον δικό του τρόπο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της επαρχιακής Ισλανδίας. Επίσης, αποδομεί τον σύγχρονο μεσήλικα στην πατρίδα του, με τα αδιέξοδα του και τα υπαρξιακά του, δεν ξέρει δηλαδή "που πατάει και που βρίσκεται" κάθε λεπτό. Πάνω απ' όλα όμως είναι μια φαρσοκωμωδία, που επιδιώκει μέσα από μια σειρά τραγελαφικών καταστάσεων να διασκεδάσει αλλά και να προβήματίσει τον θεατή.
Ο σκηνοθέτης του "Jar City" και του "101 Ρέικγιαβικ", είδε την ταινία του να κερδίζει επτά συνολικά βραβεία στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ της χώρας. Η πορεία της μέχρι στιγμής στο εξωτερικό είναι μέτρια, πάνω απ' όλα όμως αυτό που μένει μετά τη θέασή της είναι μια γεύση από γλυκό του κουταλιού.

Νέστορας Πουλάκος

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Λευκή Νύχτα Γάμου - Αποκλειστικά στον κινηματογράφο Αθήναια

Ο Τζον και η Θόρα παντρεύονται. Κανονικά, θα έπρεπε να ήταν μια ευτυχισμένη μέρα, όμως, δυστυχώς, υπάρχουν μερικά προβληματάκια. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι γονείς του Τζον μάλλον έχασαν τον δρόμο για τον γάμο ούτε ότι η μητέρα της Θόρα είναι το πρότυπο της κακιάς πεθεράς. Δεν είναι καν η μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο, ούτε ότι ο Τζον χρωστάει χρήματα στους γονείς της Θόρα. Όχι, είναι κάτι άλλο, πολύ πιο σοβαρό… Βλέπετε, ο Τζον υπήρξε παντρεμένος και, μάλιστα, ήταν ακόμα όταν γνώρισε τη Θόρα, ως φοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο.

Ο Μπαλτάσαρ Κορμακούρ (101 Ρέικιαβικ, Η θάλασσα, Jar City) έχτισε ήδη μια διεθνή φήμη, με την δύναμη μερικών έξυπνων θρίλερ που προκαλούν και ανταμείβουν το κοινό τους με την πρωτοτυπία της αφήγησής τους. Η «Λευκή Νύχτα Γάμου», βασισμένη στον «Ιβάνοφ» του Τσέχωφ, αν και αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή τόνου για τον Ισλανδό σκηνοθέτη, διαθέτει την ίδια παλέτα ευφυΐας και συναισθηματικής εντιμότητας, που την κάνουν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκανδιναβικές ταινίες της χρονιάς.

Η ταινία θα προβάλλεται στον κινηματογράφο Αθηναία (Χάρητος 50, Κολωνάκι) από 3 Σεπτεμβρίου.
Ώρες Προβολών: 20:50 - 23:00
Διανομή: Nutopia Entertainment.


Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

To HANGOVER των Σκανδιναβών...

Ποιοτικά δε φτάνει ... το λεκτικό γέλιο των Αμερικανών, αλλά τουλάχιστον οι Βόρειοι προσπάθησαν αρκετά για να αποφύγουν μία αρπαχτή ελληνικού τύπου το "ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ", με το οποίο έχει λίγες ομοιότητες... Άλλωστε η ταινία στην Ισλανδία έκανε ρεκόρ εισπράξεων και αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα οφείλεται στην κεντρική "πιασάρικη" ιδέα του σεναρίου. Τέλος για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται χαρακτηριστικά η διαφορά των λαών στην αίσθηση του χιούμορ. Θα το διαπιστώσουν πολύ εύκολα οι μεσογειακοί θεατές με το θερμό ταμπεραμπέντο και θα διακρίνουν δια γυμνού οφθαλμού τις διαφορές τους με το "ψυχρό" φλεγματικό και περισσότερο εγκεφαλικό χιούμορ των Βορείο-ευρωπαίων. Όσο πιο μακριά "γεωγραφικά", άλλο τόσο μακριά κι η διαφορά στην αντίληψη του ανατρεπτικού κωμικού γκαγκ. Θα γελάσουν οι κρυόκωλοι, για να το πω λιανά, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Δυστυχώς, είναι τόσο ανώδυνη, που παρά την διαφορετικότητα στον τρόπο σκηνοθεσίας και στο μοναδικά όμορφο τοπίο στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα δεν απομακρύνεται ούτε στιγμή από τους στόχους μιας εμπορικής, εύπεπτης και ρηχής επιτυχίας, με τηλεοπτικές καταβολές. Τότε ποιά η διαφορά της από μία ανάλογα "ξυνισμένη" mainstream χολιγουντιανή αρπαχτή ενός auteur; Καμία...

Δημήτρης Παπαμίχος

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Λοκάρνο - Ακαδημία Πλάτωνος: 3 Βραβεία... δρόμος



Η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου κέρδισε τρία σημαντικά βραβεία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, που θεωρείται το τέταρτο σπουδαιότερο στην Ευρώπη μετά τις Κάννες, τη Βενετία και το Βερολίνο. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας, ενώ η ταινία τιμήθηκε με το Οικουμενικό Βραβείο και το Βραβείο Νεότητας, που απονέμει επιτροπή από νεαρούς θεατές. «Έξυπνη, ζεστή και πολύ αστεία», χαρακτηρίζει την ταινία ο Ray Bennett του Hollywood Reporter, που βρίσκει ότι ο Τσίτος «χειρίζεται ένα παγκόσμιο πρόβλημα με αξιοσημείωτη ψυχραιμία, σοφό χιούμορ και πολύ ντελικάτο άγγιγμα». Η «Ακαδημία Πλάτωνος» Θα βγει στις Ελληνικές Αίθουσες το φθινόπωρο από τη νέα εταιρεία διανομής NUTOPIA.



Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Οι σινεφίλ δεν πρέπει να το χάσουν, ούτε με ... "σφαίρες"!

Οι "Ομπρέλες του Χερβούργου" του Ζακ Ντεμί συναντούν το πρωτόγονο "Γουονγκ Καρ-βαϊκό" σύμπαν (στα πρωτόλεια φιλμ) και το ύφος του στυλίστα Τζον Γου, σε έναν εκρηκτικό κοκτέιλ εστετισμού και σκηνοθετικής επιδεξιομανίας. Οι σινεφίλ του ποιοτικού, καλλιτεχνικού σινεμά αλλά κι οι φαν της Ασιατικής κουλτούρας, του Χονγκ Κονγκ και των πολλαπλών αναφορών στο ονειρικό παρελθόν που χάνεται από τη δεκαετία του '60 και μετά, δεν πρέπει να το χάσουν, ούτε με ... "σφαίρες". Ένα πάντρεμα, μιούζικαλ, κωμωδίας, αστυνομικής ταινίας, φιλμ νουάρ, ρομαντισμού και πολεμικών τεχνών, με την λιγότερη δράση (όπως τη γνωρίζουμε από το Χόλιγουντ). Θα έλεγα, ένας φόρος τιμής με πικρή νοσταλγία για τον κόσμο του χθες, μια ελεγεία στην πίστη και την αυτοθυσία πάνω σε ένα μοτίβο αλτρουισμού... Η "χορογραφία" της τελευταίας σκηνής, θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές. Έτσι, το μεγαλείο του ηρωισμού, της αυθεντικής, ανατρεπτικής, αντι-εξουσιαστικής παρανομίας, του "περιθωρίου" γίνεται απόλυτα, καλτ μύθος, στα χέρια αυτού του ποιητή εικόνων. Ο Τζόνι Το απογειώνει την έννοια της ταινίας "δημιουργού" μέσα από ένα χειροποίητο, καθαρτήριο αισθήσεων, που σπάνια απολαμβάνουμε πια.


Δημήτρης Παπαμίχος

Μια απολαυστική βόλτα στους «επικίνδυνους» δρόμους του Χονγκ Κονγκ.

Η τέχνη του κινηματογράφου απογειώνεται, η σκηνοθεσία βρίθει εκφραστικότητας και λυρισμού αλλά η έλλειψη έντονης δράσης και οι χλιαρές ερμηνείες μειώνουν το αποτέλεσμα.
Ο Johnnie To μας κάνει μια απολαυστική βόλτα στους «επικίνδυνους» δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Αναμφισβήτητα ξέρει να καθοδηγεί το βλέμμα και την προσοχή του θεατή εκεί που πρέπει. Δεν είναι τυχαία η αντίθεση των έντονων χρωμάτων του σπουργιτιού (sparrow) με τη γκρίζα εικόνα της μεγαλούπολης. Ούτε είναι τυχαίο το ότι ο Kei εστιάζει στην Chun Lei με τον φωτογραφικό του φακό.
Οι ληστείες είναι απολαυστικές και μοιάζουν με καλοσχεδιασμένες χορογραφίες, ενώ τα τελευταία 10 λεπτά όπου κορυφώνεται -ας πούμε- το στοίχημα, οι κινήσεις είναι τόσο συγχρονισμένες και σε αργές που αντιστοιχούν σε παράσταση μπαλέτου. Όμως η έλλειψη δράσης σε μία ταινία πορτοφολάδων είναι ίσως αυτό που θα ξενίσει τον θεατή και κατά διαστήματα κουράζει. Αν και η επιλογή της αργής και αρμονικής κίνησης στο μεγαλύτερο μέρος της είναι γοητευτική, δεν παύει να αποσυγκεντρώνει τον θεατή από την πλοκή του έργου. Κι ενώ τα περισσότερα χορευτικά δίνουν την εντύπωση μιούζικαλ υπό τη μουσική χαρακτηριστικών ανατολίτικων ήχων, η μουσική των Xavier Jamaux και Fred Avril έχει κάτι από δυτική κουλτούρα. Ειδικά στην πολύ θεατρική σκηνή του τσιγάρου, που ανάβουν και εναλλάσσουν ο Kei και η Chun Lei, η μουσική ταιριάζει περισσότερο με τη μάρκα του τσιγάρου (αμερικάνικο) παρά με το περιβάλλον. Στοιχεία από τη τζαζ μουσική κατακλύζουν όλο το soundtrack, που σε lounge τόνο μας μεταφέρει και εκτός Χονγκ Κονγκ. Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η μουσική και οι χορευτικές κινήσεις υπερτερούν του λόγου και του διαλόγου.
Έτσι, η ταινία αποκτά ένα γενικότερο σημειολογικό ύφος, όπου δεν έχει μόνο το σπουργίτι συμβολικό ρόλο. Από σεναριακής άποψης, η ταινία συνδυάζει λίγο από ρομαντική κομεντί και από την άλλη λίγο από περιπετειούλα, χωρίς ιδιαίτερη αγωνία, ίσα ίσα για να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή. Αν και βασίζεται σε μια χαριτωμένη ιστορία, με αρκετές δόσεις – ελαφρού - χιούμορ, παραμένει γραμμική χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις ή κορυφώσεις, έτσι ώστε όταν τελειώνει νιώθει κανείς ότι κάτι της έλειπε. Παρόλα αυτά δεν παύει να είναι εντυπωσιακή, από καλλιτεχνική άποψη.

Άντυ Δημοπούλου

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Sparrow


ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ:

Σπουργίτι... πορτοφολάς
Για φανατικούς σινεφίλ. Με συνεχείς αναφορές σε ταινίες- μύθους («Οι ομπρέλες του Χερβούργου», «Τραγουδώντας στη βροχή», «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» κ.ά.) είναι γεμάτο το ειρωνικό φιλμ νουάρ «Sparrow» του Τζόνι Το από το Χονγκ Κονγκ. «Sparrow» κυριολεκτικά σημαίνει σπουργίτι, αλλά στην αργκό του Χονγκ Κονγκ χρησιμοποιείται ως συνηθισμένος όρος για να περιγράψει το «επάγγελμα» του πορτοφολά. Η ταινία παρακολουθεί μια τετραμελή συμμορία πορτοφολάδων, που περιπλανιέται στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Χόμπι του Κι που ηγείται της συμμορίας, είναι να φωτογραφίζει περαστικούς στον δρόμο πάνω στο ποδήλατό του, προτού αδειάσει τα πορτοφόλια τους μαζί με τους συνεργάτες του. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να αισθάνεται ευτυχισμένος. Ώσπου στον φακό του αιχμαλωτίζει τυχαία την όμορφη και μυστηριώδη Τσουν Λι. Μια γυναίκα που εισβάλλει στις ζωές τους και αποκτά επιρροή πάνω τους, προκειμένου να διαπράξουν ένα έγκλημα για χάρη της. Ρομαντικό φιλμ νουάρ με χορογραφική κίνηση της κάμερας που καταφέρνει να μη γίνει βιντεοκλίπ, να αυτοαναιρείται διαρκώς, αλλά να το χαντακώνουν η αυταρέσκειά του και τα κλισέ του γκανγκστερικού φιλμ (ρομαντικοί και σαλταρισμένοι ήρωες, απελπισμένη και... φιλοσοφημένη παρανομία, μοιραίες αμαρτωλές γυναίκες, υπόκοσμος- καρτούν...”
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΓΙΟΣ - ΤΑ ΝΕΑ


“Αν και άγνωστος στη χώρα μας, ο Τζόνι Το ανήκει στους παραγωγικότερους σκηνοθέτες ταινιών δράσης του Χονγκ Κονγκ («Εlection», «Βreaking news»). Με το «Sparrow» («Σπουργίτι») μας δίνει την πιο τρυφερή ταινία του, ένα ρομάντζο του μικρο-υποκόσμου, όπου, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, χύνεται μόλις μία στάλα αίματος. Εν ολίγοις, μια τετραμελής ομάδα ανώδυνων «πορτοφολάδων» (τους αποκαλούν «σπουργίτια» στο Χονγκ Κονγκ) αποσυντονίζεται εξαιτίας μιας femme fatale ( Κέλι Λιν ). Μέσα από μπόλικες κινηματογραφοφιλικές αναφορές (από τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί ως τον «Πορτοφολά» του Ρομπέρ Μπρεσόν ), ο Το χτίζει εμπνευσμένες σκηνές γνήσιας ομορφιάς και ποίησης, βγάζει συγκίνηση, χιούμορ και κυρίως χαρακτήρες.”
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ – ΤΟ ΒΗΜΑ


“Μια αστυνομική περιπέτεια με κωμικά στοιχεία, που σκηνοθέτησε ο Τζόνι Το από το Χονγκ Κονγκ. Μια παρέα πορτοφολάδων βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν μαφιόζο και την κόντρα κάνει ακόμη εντονότερη η παρουσία μιας όμορφης νεαρής γυναίκας. Η ταινία χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο στυλ κινηματογράφησης του Το, με τις εντυπωσιακά χορογραφημένες σκηνές δράσης.”
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


“Οι Κέι, Σακ, Μπο και Μακ, ένα κουαρτέτο επιδέξιων πορτοφολάδων στο Χονγκ Κονγκ, θα βρουν κάποια στιγμή τον μάστορά τους στο πρόσωπο της μυστηριώδους Τσουν Λέι, η οποία τους αποπλανά, έναν έναν, μοιάζοντας να ξέρει τα κόλπα της δουλειάς. Μονάχα όταν πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού είναι που τα μέλη της συμμορίας θα μάθουν πως είναι προστατευόμενη ενός βαθύπλουτου επιχειρηματία, ο οποίος της παρέχει τα πάντα, αλλά βάζει να την παρακολουθούν στενά όποτε φεύγει από το σπίτι. Πρώτη ταινία του πασίγνωστου στα φεστιβαλικά κυκλώματα Τζόνι Το που παίζεται στις ελληνικές αίθουσες, το «Σπουργίτι» (αναφορά στη μισοαιχμάλωτη κοπέλα που μπαίνει στη ζωή των ηρώων, διά της αρχικής σκηνής, όπου το πτηνό μπαίνει κατά λάθος στο διαμέρισμα του Κέι, ως οιωνός), προδίδει σαφώς έναν δημιουργό με βαθιά γνώση των κινηματογραφικών ειδών και ικανότητα να παντρεύει ετερόκλητα χαρακτηριστικά τους σ' ένα αρμονικό σύνολο. Εντυπωσιαστήκαμε με το πρώτο μισό του φιλμ όπου συνυπάρχουν ευρηματικά η περιπέτεια, το φιλμ νουάρ, η κωμωδία της αντροπαρέας, ακόμα και το μιούζικαλ, με την έννοια της χορογραφίας που χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε σκηνή «δράσης». Το σενάριο, ωστόσο, αποδείχνεται στη συνέχεια μάλλον λιπόσαρκο για να συντηρήσει το αρχικό μας ενδιαφέρον, και οι χαρακτήρες αποχωρούν από τη σκηνή ως να είχαν μόλις εκτελέσει ένα γοητευτικά χαριτωμένο αλλά αυτοεπαναλαμβανόμενο στις φιγούρες του μουσικοχορευτικό νούμερο. Πάντως αξίζει της προσοχής μας.”ΡΟΜΠΙ ΕΚΣΙΕΛ – ΕΘΝΟΣ


“Ανάλαφρη και δεξιοτεχνικά επιτηδευμένη, η ταινία του Τζόνι Το είναι ένας ύμνος στην αγαπημένη πόλη, το Χονγκ Κονγκ, και παράλληλα μια παρένθεση στα σκληρά αστυνομικά που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ήρωας είναι ο Κέι, ένας πορτοφολάς, σπουργίτι όπως ονομάζεται στην αργκό της χώρας του, που κάνει μικροκλοπές με την παρέα του και όλα κυλούν φυσιολογικά, ώσπου μια μέρα μπαίνει στο διαμέρισμά του ένα αληθινό σπουργιτάκι (κακός οιωνός κατά τους φίλους του) και αιχμαλωτίζει με το φακό της Ρόλεφλέξ του μια πανέμορφη γυναίκα, που δεν σταματάει να τρέχει σαν κυνηγημένη. Αποδεικνύεται πως η Τσουνγκ Τσουν Λέι δουλεύει για έναν κακοποιό και πως ουσιαστικά του ανήκει, αφού εκείνος την περιμάζεψε και της έμαθε τα κόλπα. Η σχεδόν μαθητική παρέα των μικροαπατεώνων προσπαθεί να προστατεύσει τη νεαρή γυναίκα και μπλέκει σε ένα στοίχημα, που ο Το δεν χάνει την ευκαιρία να το στήσει μέσα στη βροχή, με ομπρέλες, αντιπαράθεση προσώπων και βλεμμάτων και άφθονο λικνιστικό στυλιζάρισμα. Η ματιά του Το στην πόλη είναι άκρως γοητευτική, και αυτό που ξεχωρίζει είναι το τζαζίστικο μουσικό σκορ του Ξαβιέ Ζαμό, ρετρό και ερωτικά υπαινικτικό, σε βαθμό που να προσθέτει στην ταινία την αισθησιακή ανταλλαγή σε νεκρό χρόνο, όπως στην Ερωτική Επιθυμία. Δυστυχώς, το σενάριο πέφτει σε κενό αέρος από το δεύτερο μέρος κι έπειτα, και αρχίζει να φαίνεται η ανεπάρκεια των ηθοποιών, ειδικά του μεγάλου αφεντικού, ως καρικατούρα μαφιόζου.”
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ –LIFO


“Απολαυστική, δοσμένη με γρήγορο ρυθμό, διανθισμένη με χιούμορ, περιπέτεια, γύρω από μια σπείρα κλεφτών. Σε μια χιουμοριστική περιπέτεια στρέφεται τη φορά αυτή ο γνωστός σκηνοθέτης περιπετειών δράσης του Χονγκ Κονγκ, Τζόνι Το, με πρωταγωνιστές μια σπείρα «σπουργιτιών» (κινέζικη λέξη της πιάτσας για τους επαγγελματίες κλέφτες) του Χονγκ Κονγκ που μπλέκουν με μια όμορφη, μυστηριώδη γυναίκα, που καταφέρνει να τους παρασύρει στο δικό της παιχνίδι για να μπορέσει να ξεφύγει από μια «φυλακισμένη» (σαν σπουργίτι;) ζωή. Ο Τζόνι Το (δημιουργός των εκπληκτικών ταινιών «Election», «Election 2», «Τριάδα» και «Τρελός ντετέκτιβ») αποφεύγει εδώ τη βία και το αίμα για να φτιάξει μια ελαφριά περιπέτεια, αν και το ίδιο, όπως πάντα, ξέφρενη, δοσμένη με φαντασία, ρυθμό (η ταινία διαρκεί μόνο 87 λεπτά), ευρηματικότητα και ατελείωτο χιούμορ. Με έναν απολαυστικό Σάιμον Γιαμ στον ρόλο του αρχηγού της σπείρας”.
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ –ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


“SPARROW σημαίνει σπουργίτι αλλά στην αργκό του Χονγκ Κονγκ σημαίνει πορτοφολάς. Η ταινία λοιπόν εστιάζει σε μια τετραμελή παρέα πορτοφολάδων που λειτουργούν σαν ορχήστρα – τόσο απαλά και χαριτωμένα που δεν σε εξοργίζει καν να τους βλέπεις να ξαφρίζουν τους περαστικούς. Ο αρχηγός τους, μάλιστα, είναι καλλιτέχνης: διασκεδάζει φωτογραφίζοντας τους διαβάτες – θύματα. Μέχρι που μπροστά στο φακό του στέκεται μια όμορφη νεαρή, που θα μαγέψει τους κλέφτες και θα τους παρασύρει σε πιο σύνθετα κόλπα. Ο Τζόνι Το, σκηνοθέτης από το Χονγκ-Κονγκ δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό παρ’όλη την τεράστια φιλμογραφία του. Εδώ είναι πολύ πιο ανάλαφρος απ’ ότι συνήθως. Με ρομαντικό βλέμμα, κομψότητα, χιούμορ, ποιητικά πλάνα και jazzy ήχους, το SPARROW χαϊδεύει τον θεατή σαν δροσερό καλοκαιρινό αεράκι”.
ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ – FAQ


“Κάπως έτσι θα έμοιαζε το “Reservoir Dogs” αν χτιζόταν σε μια τζαζ μελωδία κι όχι σε 70s ροκ κι αν αντί για σκηνές με κομμένα αυτιά και φλεγόμενους μπάτσους περιείχε στιλιζαρισμένα πλάνα του Χονγκ Κονγκ και μια κατά βάθος απόλυτα ρομαντική διάθεση. Η ιστορία μιας ομάδας πορτοφολάδων που βρίσκουν έναν αντάξιο αντίπαλό τους στο πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας είναι ένα γοητευτικό, παλιομοδίτικο σχεδόν φιλμ, που απέχει κατά πολύ από τα συνηθισμένα γκαγκστερικά δράματα του σκηνοθέτη του Τζονι Το. Με την ατμόσφαιρα να έχει τον πρώτο λόγο και τη μουσική να γεμίζει τα κενά των λιγοστών διαλόγων, το “Sparrow” μπορεί να μην έχει υψηλές προσδοκίες, αλλά τις εκπληρώνει κομψά κι απολαυστικά.”
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ – ATHENS VOICE


“Focus: Ταινία καθαρού ύφους, με πρωταγωνιστή το στιλ, το ίδιο το σινεμά εντέλει. Αρτίστικο έως παιχνιδιάρικο καδράρισμα, ατμόσφαιρα των δρόμων του Χονγκ Κονγκ, πυκνή αφήγηση και μοντάζ, και όλα αυτά μαζί με καλόγουστο χιούμορ καταστάσεων. Δεν έχουμε να κάνουμε με τη σινεφιλική βία του Ταραντίνο, εδώ κυριαρχεί ένας μοντέρνος ρομαντισμός που φέρνει στο νου τα «Ντίβα» και «Φεγγάρι στον Υπόνομο» του Ζ. Ζ. Μπενέξ. Συχνά η γραφή περνά ξυστά από τη φόρμα του video-clip. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα πολύ ευχάριστο φιλμ, ιδιαίτερα για «φίλους του φακού» σε κάθε εκδοχή του, που ήταν υποψήφιο για «Χρυσή Άρκτο» στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2008”.
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ – ΕΞΟΔΟΣ

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Συνέντευξη του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν




Στον Σαρκοζί ταιριάζει μόνον η κωμωδία

Το όνομα του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν δεν είναι από τα πλέον γνωστά στο ελληνικό κοινό. Στην πατρίδα του, όμως, τη Γαλλία, συμβαίνει το αντίθετο. Ο γεννημένος το 1953 σκηνοθέτης, με σπουδές κοινωνιολογίας, από το 1980 υπογράφει τη μία ταινία μετά την άλλη ως σκηνοθέτης ή παραγωγός. Τις περισσότερες φορές πλατό των ταινιών του είναι η πατρίδα του, η Μασσαλία. «Αν γυρίσω ταινία αλλού, αισθάνομαι σαν κλέφτης», λέει.


Οι κριτικοί τον ανακάλυψαν το 1995 με την ταινία «Α la vie, a la mort!». Και το ευρύ κοινό με την αισιόδοξη «Marius et Jeannette», που χάρισε στην Αριάν Ασκαρίντ Σεζάρ ερμηνείας το 1998.

Στην Αθήνα βρέθηκε καλεσμένος του 10ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου για να παρουσιάσει την τελευταία του ταινία «Lady Jane» (στις αίθουσες το φθινόπωρο), ένα φιλμ νουάρ, με πρωταγωνιστές τρεις φίλους, οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία μοίραζαν στις εργάτριες της γειτονιάς τους, στην Μασσαλία, κλεμμένες γούνες. Ηταν η εποχή που οι «Rolling Stones» τραγουδούσαν το «Lady Jane». Ετσι πήρε τον τίτλο της και η ταινία. Η συμμορία ξανασυναντιέται μετά από χρόνια, για να βοηθήσει μέλος της να βρει τον γιο της, που έχει απαχθεί.

Προσπαθώ να κάνω λαϊκό σινεμά, οπότε πρέπει να χρησιμοποιώ κώδικες που γνωρίζει το κοινό. Το νουάρ είναι η πιο γνωστή φόρμα, γιατί γεννήθηκε μαζί με το σινεμά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν μια ταινία είναι ασπρόμαυρη, μπορείς να τη «διαβάσεις» καλύτερα. Το «Lady Jane» βασίζεται στην ιδέα της εκδίκησης. Υπάρχει μια σκηνή, όπου ένα παιδί πεθαίνει μπροστά στα μάτια της μητέρας του. Αν δεν ήταν ασπρόμαυρη, η αίσθηση θα ήταν λιγότερο έντονη. Λειτουργεί με όρους ελληνικής τραγωδίας».
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της εκδίκησης; Διάβασα ότι έχει σχέση με την καταγωγή σας.
«Ο πατέρας μου είναι Αρμένιος και η μητέρα μου Γερμανίδα. Από τη μεριά του πατέρα μου, υποστήκαμε μια γενοκτονία. Από της μητέρας μου, διαπράξαμε μία άλλη. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί, ενδεχομένως υποσυνείδητα, γιατί δεν έχω τραύματα. Η ιδέα της εκδίκησης με προβληματίζει επίσης, επειδή καμιά φορά γίνεται απαραίτητη στην πολιτική, όταν καθοδηγείται από τα κράτη. Πάρτε για παράδειγμα τι συμβαίνει σήμερα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη».
Εχετε πειραματιστεί με πολλά κινηματογραφικά είδη. Τι είναι για εσάς το σινεμά;
«Να μιλάς στους νέους. Ενα άλλο κομμάτι ευχαρίστησης αυτής της δουλειάς είναι να επιχειρείς πρότζεκτ, ενώ φοβάσαι για το αποτέλεσμα τους. Για αυτό παίζω με τα είδη. Για να διατηρώ το σασπένς και να βρίσκομαι σε εγρήγορση. Αυτό που είναι σημαντικό για μια ταινία, είναι να έχει βαρύτητα, γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι πλάκα. Πρέπει να κάνει προτάσεις ενός επιπέδου στο κοινό».
Τι γνώμη έχετε για το σύγχρονο γαλλικό σινεμά;
«Οχι καλή. Ο εμπορικός κινηματογράφος μου φαίνεται όλο και πιο ηλίθιος και χυδαίος. Το σινεμά των δημιουργών, από την άλλη, είναι κλεισμένο στον εαυτό του, στενόμυαλο, χωρίς φιλοδοξίες, βαρετό. Ανέκαθεν ο κινηματογράφος αιωρείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις, αλλά τώρα έχουμε πάει στα άκρα. Ο κινηματογράφος πάει καλά, όταν πηγαίνει καλά και η χώρα. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε σπουδαίους δημιουργούς και καλό εμπορικό σινεμά. Παράδειγμα καλής περιόδου είναι το ιταλικό σινεμά του '70, όπου ο εμπορικός κινηματογράφος είχε σκηνοθέτες όπως οι Ρίτσι, Μονιτσέλι, Κομεντσίνι, δηλαδή σπουδαίους και ταυτόχρονα πολύ δημοφιλείς. Παράλληλα, υπήρχαν οι Παζολίνι, Ρόσι, Φελίνι, Βισκόντι. Τώρα το σινεμά περνά μια βρώμικη περίοδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιοπρόσεκτες προσωπικότητες».
Εχετε παραλληλίσει τους Γάλλους δημιουργούς με τον Αστερίξ. Κι αυτοί πολεμούν εναντίον μιας αυτοκρατορίας, του Χόλιγουντ.
«Εφτά μεγάλες εταιρείες παράγουν το 80-85% των ταινιών διεθνώς. Πρέπει όμως να γυρίζουμε ταινίες στις χώρες μας, στο φυσικό μας ντεκόρ, στη γλώσσα μας, με τους ηθοποιούς μας. Εκτός από πολιτιστική και οικονομική, είναι και ανθρωπολογική ανάγκη. Χρειαζόμαστε έναν καθρέφτη του εαυτού μας. Με τον ίδιο τρόπο, κι εσείς πρέπει να γυρίζετε ταινίες στην Αθήνα που βλέπω από το παράθυρο. Ο αμερικανικός κινηματογράφος, βέβαια, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Εδώ και 50 χρόνια μαζεύει τα μεγαλύτερα ταλέντα της υφηλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το '50 στον αμερικάνικο κινηματογράφο κυριαρχεί ο Γερμανός Φριτς Λανγκ».
Εχετε κάνει μια ταινία για τον Μιτεράν («Ο περιπατητής στο Πεδίον του Αρεως»). Θα κάνατε ποτέ για τον Σαρκοζί;
«Ο Μιτεράν είναι προσωπικότητα με βάθος. Ο Σαρκοζί είναι κωμικό πρόσωπο, σαν τον γελωτοποιό του βασιλιά. Οπότε, μόνο μια κωμωδία θα μπορούσα να κάνω. Κι αυτή θα ήταν πολύ σύντομη. Με τον Σιράκ, επίσης, θα ήταν αδύνατο. Για να κάνεις ταινία για έναν πολιτικό θα πρέπει να είναι σεξπιρική οντότητα». *


10-04-09 Συνέντευξη στη Χρυσούλα Παπαϊωάννου - Ελευθεροτυπία






PRECIOUS: ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ







ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Οι «Αναχωρήσεις», λοιπόν, που έκαναν και καλά την έκπληξη στην ξενόγλωσση κατηγορία, είναι το καλύτερο έργο που έχω δει με θέμα το θάνατο, όπου το άτιμο κατάφερε όχι μόνο να μην τρομάζει, να μην απωθεί, αλλά να λυτρώνει. Μόνο με τα βιβλία του Γιάλομ μού έχει συμβεί το ανάλογο.
Να λυτρώνει, να συμφιλιώνει και το κυριότερο, μια και μιλάμε για κινηματογράφο, να καταλήγει σε μια ταινία για να την ευχαριστιέται ο κόσμος. Οπως και με το «Slumdog»Ας δουν λοιπόν οι Ελληνόπαιδες της Θεσσαλονίκης, του Κέντρου Κινηματογράφου και όλων των λοιπών καταστροφικών φορέων τι σημαίνει «θέλω να μιλήσω για ένα θέμα». Ο Ιάπωνας βρίσκει το χαρακτήρα μέσα από τον οποίο θα μιλήσει για το θέμα και βασανιστικά καταλήγει και σε ιστορία στην οποία θα εντάξει τον ήρωα ώστε να μιλήσει για το θέμα μέσω αυτού. Ετσι γίνονται τα έργα κι όχι με το να μας λέει ο καθένας τα προσωπικά του που δεν μας αφορούν καθόλου.Να ξέρετε πως η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε γραφείο κηδειών, ο ήρωας είναι αποτυχημένος μουσικός και καταλήγει να πιάσει δουλειά εκεί ως μακιγιέρ πτωμάτων, μα χωρίς να το συνειδητοποιεί θα φτάσει να ολοκληρώσει λογαριασμούς ζωής που ούτε τους υποπτευόταν.Ξετρελάθηκα με την ταινία. Κυρίως επειδή είναι από τα λίγα πράγματα που με έκαναν φέτος να δακρύσω. Κι έχει σημασία επειδή με την κουλτούρα της Απω Ανατολής γενικώς δεν εφαπτόμαστε, δεν μπορώ να τους νιώσω, μόνο εξ αποστάσεως να τους παρακολουθήσω. Εδώ έγινα ένα. Παναγιώτης Τιμογιαννάκης



«Αγριόχορτα» του Αλέν Ρενέ

Ένας νεανικός, παρά τα 87 του χρόνια, Αλέν Ρενέ, έδωσε με την ταινία του «Αγριόχορτα», μια φρεσκάδα στο σκοτεινό, εφιαλτικό συχνά, κατά τα άλλα κλίμα που δημιούργησαν οι περισσότερες ταινίες στο φετινό 62ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.
Με αφετηρία ένα ασήμαντο γεγονός - ένας άντρας βρίσκει το κλεμμένο πορτοφόλι μιας γυναίκας, την οποία αργότερα προσπαθεί να πλησιάσει και να γνωρίσει - ο Ρενέ (γνωστός από τα «Χρισοσίμα, αγάπη μου» και «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους») δημιούργησε την πιο φρέσκια, την πιο ζωντανή, τον πιο ευφάνταστη και πιο κινηματογραφική ταινία του φετινού φεστιβάλ.
Κάποτε, ο μεσήλικας άντρας (Αντρέ Ντισολιέ) και η μεσήλικη, αλλά πολύ ελκυστική, γυναίκα (Σαμπίν Αζεμά) φτάνουν στην ίδια επιθυμία: να έρθουν σ’ επαφή. Οι καταστάσεις όμως και οι συμπτώσεις τους εμποδίζουν, σαν τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο. Ο Ρενέ τους ακολουθεί με το μάτι του ποιητή, καταγράφοντας με μουσικότητα στην αφήγηση αλλά και άφθονο χιούμορ στους διαλόγους και τις καταστάσεις, την πορεία τους, αφήνοντας κάπου-κάπου να διεισδύσει μια πίκρα και μια μελαγχολία, η μελαγχολία εκείνη που προκαλεί το εφήμερο της ζωής.

Mariah Carey και Lenny Kravitz μαζί στη μεγάλη οθόνη!

Η Mariah Carey και ο Lenny Kravitz αποφάσισαν να αφήσουν για λίγο τη μουσική και να ασχοληθούν τώρα μετην ηθοποιία. Οι δυο τους εμφανίζονται στο “Precious“, που είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα “Push”, και έκανε πρεμιέρα στο 62ο φεστιβάλ των Καννών. Στο Precious η Carey ξεχνά τον έντονο και λαμπερό χαρακτήρα της και υποδύεται την δεσποινίδα Weiss, μια κοινωνική λειτουργό, ενώ ο Kravitz ένα γιατρό, τον John. (ελπίζουμε ο ρόλος του να είναι μεγάλος, αφού το όνομά του είναι το νούμερο 4 στο πόστερ της ταινίας)
Το στόρυ της ταινίας είναι για μια κοπέλα, την Claireece Precious Jones, η οποία περνά πολλές δυσκολίες στα εφηβικά της χρόνια και μεγαλώνει φτωχή, θυμωμένη, ευσωμούλα και γενικά.. απαρατήρητη. Το Precious αναμένεται να είναι μία από τις πιο ανατρεπτικές και συμπαθητικές ταινίες του ερχόμενου χειμώνα. Η ταινία έχει ήδη κερδίσει 3 βραβεία, ενώ έχει ακόμα 1 υποψηφιότητα σε διαγωνισμό.
Οι δύο καλλιτέχνες δήλωσαν ότι αυτή η συνεργασία δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη βοήθεια του σκηνοθέτη της ταινίας, Lee Daniels που κατάφερε να τους βγάλει τον καλύτερο τους εαυτό!!!

Ο Γκοντάρ έπιασε κρυφά στον Πειραιά

Ο επαναστάτης της νουβέλ βαγκ γυρίζει την ταινία «Socialisme» πάνω σε κρουαζιερόπλοιο που πλέει στη Μεσόγειο. Ανάμεσα στους επιβάτες-ηθοποιούς ο Αλέν Μπαντιού και η Πάτι Σμιθ. Ζήτησε να πάει Επίδαυρο, αλλά άλλαξε γνώμη.


Ενα κρουαζιερόπλοιο πλέει στη Μεσόγειο, όσο οι περίεργοι επιβάτες του συζητούν ή προβληματίζονται για την Ευρώπη και τον σοσιαλισμό, καθένας στη γλώσσα του.

Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσει κανείς μια ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Και αδύνατο να το επιχειρήσει, όταν πρόκειται για ένα ολοκαίνουργιο φιλμ που θα προβληθεί το 2010, διατηρώντας μέχρι τότε τα μυστικά του κρυμμένα. Οχι και τόσο ώστε να μη διαρρεύσει η είδηση για τα γυρίσματα που έκανε ο 79χρονος σκηνοθέτης, τον Μάρτιο, στον Πειραιά και για τη συμμετοχή του 39χρονου Πολ Γρίβα, γιου του σημαντικού διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα, στην 6μελή πολυεθνική ομάδα των βοηθών σκηνοθετών του.
Το τρέιλερ, που κυκλοφορεί ήδη στο Διαδίκτυο, μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι ο επαναστάτης-ποιητής της νουβέλ βαγκ επιστρέφει πέντε χρόνια μετά τη «Δική μας μουσική», με αειθαλείς τις πολιτικές και φιλοσοφικές του διαθέσεις. Την εντύπωση ενισχύει ο τίτλος της ταινίας, «Σοσιαλισμός», οι λίγες αλλά ενδεικτικές εικόνες στο τρέιλερ, αλλά και φράσεις όπως «Η καημένη η Ευρώπη. Δεν μπορούμε να την εξαγνίσουμε, αλλά ούτε και να την ξεπεράσουμε» ή «Το Ισλάμ είναι η Δύση της Ανατολής».
Στις μεγάλες εκπλήξεις είναι και το πολυεθνικό καστ που συγκεντρώνει από τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού και τον Γάλλο ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό Ντομινίκ Ρενιέ, μέχρι την Πάτι Σμιθ και τον συνεργάτη της Λένι Κέι. Και από τον Παλαιστίνιο πρέσβη στην UNESCO, ιστορικό και ποιητή Ελίας Σανμπάρ και τον Γάλλο οικονομολόγο Μπερνάρ Μαρί, μέχρι την πρώην τενίστρια Κατρίν Τανβιέ. Οι περισσότεροι υποδύονται τον εαυτό τους. Το καστ συμπληρώνουν Αφρικανοί, Γάλλοι, Ούγγροι και Ρώσοι ηθοποιοί. Τη μουσική επένδυση επιμελούνται ο Μάνφρεντ Αϊχερ και η ECM.
Για την πλοκή ελάχιστα στοιχεία δημοσιοποιήθηκαν, π.χ. ότι «ανάμεσα στους επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου βρίσκεται ένας ηλικιωμένος εγκληματίας πολέμου (αδιευκρίνιστης εθνικότητας). Ενας διάσημος Γάλλος φιλόσοφος. Ενας Μοσκοβίτης επιθεωρητής της αστυνομίας. Μια Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Ενας Γάλλος αστυνομικός. Μια αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών. Ενας πρώην διπλός πράκτορας. Ενας Παλαιστίνιος πρέσβης...». Η κρουαζιέρα προβλέπει σταθμούς «σε έξι περιοχές αληθινών ή ψεύτικων μύθων: Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Οδησσός, Ελλάς, Νάπολη, Βαρκελώνη». Προβλέπει φυσικά και περίεργες «γκονταρικές» συνθήκες: «Τη νύχτα δύο ανήλικα αδέλφια καλούν τους γονείς τους σε δίκη για το θέμα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης».
Οσο για τα γυρίσματα στη χώρα μας, ο σκηνοθέτης Μάρκος Χολέβας επιβεβαιώνει ότι οι συνεργάτες του Γκοντάρ είχαν απευθυνθεί στο Film Commission Office του Κέντρου Κινηματογράφου προκειμένου να κινηματογραφήσουν κάποιο από τα αρχαία θέατρα (με προτίμηση στην Επίδαυρο). Οι Ελληνες φορείς τούς εξήγησαν τα περί αδειοδότησης από το ΚΑΣ και τους ζήτησαν το σενάριο. Επειδή τέτοιο δεν υπήρχε -ο Γκοντάρ δουλεύει χωρίς σενάριο- ζητήθηκε η συμβολή του ΥΠΠΟ. Λίγο καιρό αργότερα το Film Commission πληροφορήθηκε ότι τα σχέδια του Γκοντάρ είχαν αλλάξει: το κρουαζιερόπλοιο είχε πέρασει incognito από τον Πειραιά για ένα σύντομο γύρισμα... *



ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής των Καννών στον μεγάλο Αλέν Ρενέ

Ο σπουδαίος Αλέν Ρενέ ο οποίος ανήκε στο λεγόμενο ρεύμα της «αριστεράς όχθης» ενώ παράμενε φιλικά προσκείμενος στη nouvelle vague, ήταν αυτός που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής των Καννών, με την ταινία LES HERBES FOLLES (Αγριο χορτάρι). Μια γλυκιά, νοσταλγική κωμωδία ηθών σύμφωνα με την οποία ένας παντρεμένος μεσήλικος πατέρας ( Αντρέ Ντισολιέ ) παρασύρεται από τη γοητεία μιας μυστηριώδους γυναίκας ( Σαμπίν Αζεμά ) και την πολιορκεί με έναν γλυκό αλλά και ασφυκτικό τρόπο. Γαλήνια σουρεαλιστική, η ταινία αποτέλεσε ένα ευχάριστο διάλειμμα σε ένα φεστιβάλ λουσμένο στο αίμα και στις ακρότητες. Ο Ρενέ σχολίασε το φαινόμενο της βίας απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση: « Πολλά πράγματα που θεωρούσαμε σοκαριστικά πριν από 50 χρόνια, σήμερα δεν προκαλούν καμία αίσθηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο κυνικός, αλλά ότι σήμερα αντιλαμβανόμαστε με μεγαλύτερη ευκολία την αιμοβόρα πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Το ότι κάποιοι την αναλύουν στον κινηματογράφο δεν σημαίνει ότι η επόμενη ταινία μου θα είναι πιο βίαιη ή τολμηρή ώστε να πουλήσει. Δεν θα μου ταίριαζε κάτι τέτοιο ».



"Η ταινία του Ρενέ ξεκινά από ένα ασήμαντο τυχαίο γεγονός. Ενας παντρεμένος άντρας βρίσκει στο γκαράζ όπου έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του το πορτοφόλι που κλάπηκε από την τσάντα μιας γυναίκας. Παρά τις πρώτες, αντίθετες αντιδράσεις της, ο άντρας θέλει να γνωρίσει το θύμα της κλοπής. Θα αρχίσει έτσι μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, «όπως τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ρενέ, στη συνέντευξη Τύπου. Τους οδηγούν όμως συνεχώς μακρύτερα τον ένα από τον άλλο παρά τους προσπάθειές τους για επαφή. Γύρω από αυτή την απλή ίντριγκα, ο Ρενέ έφτιαξε μια ταινία-δαντέλα. Ενα κέντημα που ξεπερνά την πιο απρόβλεπτη φαντασία. Οι απίθανες εικόνες, η ευρηματική πλοκή με τις συνεχείς εκπλήξεις, ο διανθισμένος με χιούμορ διάλογος, οι δεξιοτεχνικές κινήσεις της κάμερας, η εξαιρετική μουσική επένδυση, ο ρυθμός (που μοιάζει με μπαλέτο) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ευφορίας, ποίησης αλλά και θλίψης (της θλίψης που δημιουργεί το εφήμερο της ζωής), που μόνον ένας σκηνοθέτης με την εμπειρία, την ωριμότητα και τη σοφία του Ρενέ μπορούσε να πετύχει. Ταινία-απόγειο του έργου ενός από τους λιγοστούς εναπομείναντες μεγάλους και πρωτότυπους δημιουργούς. Μόνο γι’ αυτό, του αξίζει ο Χρυσός Φοίνικας. "
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ


"Αυτός ο Resnais όσο και να γεράσει δεν μπορείς παρά να υποκλίνεσαι τόσο στην εικαστική όσο και στην αφηγηματική του δεινότητα. Μέσα από ένα τρελούτσικο γεμάτο υπόνοιες παράξενο αφήγημα βασισμένο σε μια νουβέλα, βλέπουμε ένα οπτικό ποίημα πάνω στην χρήση του χρώματος αλλά και της γραμμής του φωτός πάνω στα αντικείμενα. Ενός κινηματογραφικού έργου με πολυεπίπεδη ιστορία, με avant guard breaks, η οποία δεν γίνεται ποτέ εντελώς σαφής αλλα συνεχώς σε πάει κάπου και μετά κάπου αλλού παίζοντας με την συνθετική δυνατότητα του νου αλλά και με την παύση, ηθελημένα αυτού που θα ονομάζαμε "γνώριμη αφηγηματική ροή μέσα στον θεατή". Μου άρεσε πάρα πολύ και ανακάλυψα αρκετά στοιχεία της video art μέσα του. (σε πολλά σημεία κρυβόταν ο Violla η ο Pyke, για να μην αναφέρω το φινάλε που στο οπτικό μέρος θύμιζε κάτι από Snow με ολίγον από Ρέτζιο)."
Πάντα παιχνιδιάρης και απρόβλεπτος, καθώς - παρατηρώ - το χιούμορ του, αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου...
Πολύ όμορφο!
Πολύ ανθρώπινα όμορφο!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΟΥΖΑΙΟΣ


Αιώνια καινοτόμος από τη φιλμική αποκάλυψη του "Χιροσίμα Αγάπη μου" ως τον κινηματογραφικό μοντερνισμό του "Πέρσι στο Μάριενμπαντ"

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Άλλοτε όνειρο, άλλοτε εφιάλτης, πάντως κάτι μαγικό


Σε αυτήν την ιδιαίτερη, ποιητική ταινία τηςΤεόνι Μιτέφσκα, με «σκιές» από το σινεμά του Κριστόφ Κισλόφσκι(χρησιμοποιήθηκε άλλωστε ο μοντέρ του, οΖακ Βίτα), σκιαγραφούνται τα πορτρέτα τριών αδελφών από το χωριό Τίτο Βέλες, μια μολυσμένη από τοξικά απόβλητα περιοχή των Σκοπίων. Η μεγάλη αδελφή (Αννα Κοστόβσκα ) είναι τοξικομανής, η μεσαία (Νικολίνα Κουγιάτσα) θέλει να μετακομίσει στην Ελλάδα και η μικρότερη (Λαμπίνα Μιτέφσκα) ζει στον δικό της κόσμο, στοιχειωμένη από τον θάνατο του πατέρα και τη φυγή της μητέρας. Ο φακός εστιάζει στην τελευταία, από την οποία ακούμε μόνο τι σκέφτεται- σε ψιθύρους. Εντονα συναισθηματικές εικόνες, ενταγμένες σε ένα περιβάλλον εξαθλίωσης και πόνου, φιλμ που θυμίζει άλλοτε όνειρο, άλλοτε εφιάλτη, πάντως κάτι μαγικό. Εντυπωσιακή η ανοδική πορεία της ΣκοπιανήςΤεόνι Μιτέφσκαμετά το «Ηow Ι killed a saint», ενώ η αδελφή της Λαμπίνα (στη φωτογραφία) αποδεικνύεται πρόσωπο που μπορεί να σε παρασύρει και μόνο με το βλέμμα.


Γιάννης Ζουμπουλάκης - ΤΟ ΒΗΜΑ (3/5)