Σελίδες

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Εισιτήρια σε ελεύθερη πτώση

Aπό τον Γιάννη Ζουμπουλάκη
Το ΒΗΜΑ, 09/11/2008

Τη χειρότερη κρίση τους βιώνουν οι ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες καθώς ο κόσμος δεν πάει πια σινεμά «όπως παλιά». Οι λόγοι, αρκετοί. Οσο για το μέλλον, μόνο ευοίωνο δεν διαγράφεται
Οποιος αποφασίσει να πάει κινηματογράφο Παρασκευή, Σάββατο, ακόμη και Κυριακή, θα εντυπωσιαστεί από την προσέλευση του κόσμου στις αίθουσες και σε ορισμένες περιπτώσεις θα αγανακτήσει από τις ουρές στα ταμεία. Διόλου απίθανο να σκεφθεί ότι οι κινηματογραφικές αίθουσες διάγουν περίοδο ευδαιμονίας. Και όμως η εικόνα είναι παραπλανητική. Πρώτον, ισχύει μόνο για τις προβολές του Σαββατοκύριακου. Δεύτερον, δεν ισχύει για όλες τις ταινίες. Και, τρίτον, σίγουρα δεν ισχύει για όλες τις αίθουσες. Στην πραγματικότητα, οι αίθουσες, κυρίως οι μεμονωμένες, περνούν μία από τις χειρότερες κρίσεις της πρόσφατης ιστορίας τους και, με εξαίρεση όσες εξακολουθούν να διατηρούν υψηλό προφίλ και στάνταρντ (ενδεικτικά αναφέρουμε τους κινηματογράφους Απόλλων, Αττικόν και Δαναός), μετά βίας κατορθώνουν να επιβιώσουν.

Αδεια καθίσματα

Οι εφετινές «απώλειες» είναι πολλές: το Αστρον της Κηφισιάς πρόκειται να γκρεμιστεί. Το Πλάζα, επίσης στην Κηφισιάς, έχει κλείσει, το ίδιο και η Καλυψώ, μία από τις ιστορικότερες αίθουσες της Καλλιθέας. Λουκέτο μπήκε στη Ζέα του Πειραιά. Η Ζίνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας έχει μετατραπεί σε θέατρο αφού δεν «έβγαινε». Πληροφορίες λένε ότι αίθουσες όπως η Μαργαρίτα του Χαλανδρίου και ο Φοίβος του Περιστερίου κινδυνεύουν με εξώσεις. Ο Φοίβος και το Cine City είναι οι μοναδικές αίθουσες του Περιστερίου που εξακολουθούν να λειτουργούν σε μια περιοχή όπου κάποτε υπήρχαν 20 κινηματογράφοι. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο Αιγάλεω: από τα 16 σινεμά, χειμερινά και θερινά, που λειτουργούσαν κάποτε δεν έχει απομείνει κανένα.

Οσοι θεωρήσουν ότι στην απέναντι όχθη οι πολυκινηματογράφοι είναι κερδισμένοι θα βγουν γελασμένοι. Ο «εχθρός» των μεμονωμένων αιθουσών επίσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Τα Ster Cinemas στο Ιλιον και στην Αχαρνών δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν όνομα στην αγορά αντίστοιχο των Village. Μιλώντας για τα Village θυμίζουμε ότι εκείνο του Αμαρουσίου, ο πρώτος πολυκινηματογράφος στην Ελλάδα, αποτελεί από πέρυσι παρελθόν, την ώρα που οι απογευματινές παραστάσεις στα Village του Ρέντη, του Φαλήρου και του Παγκρατίου γίνονται για δυο-τρεις ανθρώπους. Ακόμη και η κίνηση των ταξί έχει πέσει στου Ρέντη, όπως μας πληροφόρησε οδηγός ταξί της περιοχής.

Αίθουσες όπως το Αττικόν όμως μπορούν επίσης να δεχθούν πλήγματα. Π.χ., στην πρεμιέρα της εκεί, την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου, η τελευταία ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Νεότητα χωρίς νιότη» έκοψε μόλις 29 εισιτήρια. Πόσο κακή μπορεί να ήταν; Επίσης, την προπερασμένη Πέμπτη το «Ζήτημα τιμής», με τους Εντουαρντ Νόρτον και Κόλιν Φάρελ, διανεμήθηκε σε 46 κόπιες σε όλη την Ελλάδα. Εκοψε μόλις 2.648 εισιτήρια την πρώτη ημέρα. Με την απλή μέθοδο των τριών αυτό σημαίνει ότι σε μία ημέρα την ταινία είδαν 57 άνθρωποι ανά αίθουσα και στις τρεις προβολές.

«Η κατάσταση θυμίζει Αύγουστο» δήλωσε στο «Βήμα» εκπρόσωπος κινηματογραφικής εταιρείας συγκρίνοντας την τρέχουσα περίοδο με την παραδοσιακά χειρότερη κινηματογραφική περίοδο από πλευράς εισιτηρίων. «Υπάρχει μια πτώση στα εισιτήρια της τάξεως του 40% συγκριτικά με την ίδια περίοδο πέρυσι».

Εποχή «αρπαχτής»

Τα αίτια για αυτή την κατάσταση είναι πολλά. Το προφανές είναι η γενικότερη οικονομική κρίση, η οποία δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Αυτή τη στιγμή ο κινηματογράφος, με το εισιτήριο να κοστίζει κατά μέσον όρο 8 ευρώ, δεν αποτελεί πλέον μέσο λαϊκής ψυχαγωγίας αλλά είδος πολυτελείας - πόσο μάλλον όταν το φαινόμενο του δωρεάν downloading ταινιών από το Διαδίκτυο δείχνει να γιγαντώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι μια κινηματογραφική έξοδος δεν περιορίζεται στο εισιτήριο. Συνδυάζεται με παράπλευρα έξοδα: μια τριμελής οικογένεια δεν πέφτει ποτέ κάτω από 50 ευρώ άπαξ και αποφασίσει να πάει σινεμά.

Εν τω μεταξύ οι περισσότερες μονές αίθουσες δεν έχουν προνοήσει για την αναβάθμισή τους απομακρύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τους θεατές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Αφαία στην Καλλιθέα. Ενώ ξεκίνησε ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα με τίτλο «Φεστιβάλ κάθε μέρα», δεν έχει τα φόντα να στηρίξει τις ταινίες της καθώς «παραμένει η ίδια που ήταν στη δεκαετία του '80», όπως παρατήρησε μια θεατής που την επισκέφθηκε για να παρακολουθήσει μια ταινία. Και ήταν μόνη της.

«Λόγω των συνθηκών της αγοράς, είτε ελεγχόμενες είναι αυτές είτε όχι, οι περισσότεροι διανομείς είμαστε αναγκασμένοι να κυκλοφορούμε την πλειονότητα των ταινιών εν είδει αρπαχτής» παραδέχεται η διανομέας Πέγκυ Καρατζοπούλου της PCV, επισημαίνοντας ότι τα εισιτήρια της προηγούμενης σεζόν (2007-2008) ήταν λιγότερα από εκείνα της σεζόν 2006-2007. Υπήρξε μεν αύξηση των εισιτηρίων των ελληνικών ταινιών, ωστόσο σε καθημερινή βάση παρατηρείται σταθερή πτωτική πορεία ανά οθόνη και ανά κόπια.

Υπερπροσφορά
--------------------------------------------------------------------------------


Μια φωτογραφία τα λέει όλα. Μετρημένοι στα δάχτυλα θεατές σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας για να παρακολουθήσουν βραδινή παράσταση καθημερινής του «Αυστηρώς κατάλληλο» των Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου. Σε 47 αθηναϊκές αίθουσες και σε διάστημα δύο εβδομάδων η ταινία έχει φθάσει τις 73.000 εισιτήρια, σύμφωνα με την εταιρεία διανομής της


--------------------------------------------------------------------------------

«Στα φεστιβάλ οι ταινίες γεμίζουν τις αίθουσες αλλά στην εμπορική διανομή τους οι ίδιες ταινίες προβάλλονται σε άδεια καθίσματα». Στις ημέρες μας η φράση του φινλανδού σκηνοθέτη Ακι Καουρισμάκι ανταποκρίνεται όσο ποτέ άλλοτε στην πραγματικότητα. Η κατάσταση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο από την υπερπροσφορά κινηματογραφικών εταιρειών διανομής που «ειδικεύονται» στις μικρές, εναλλακτικές ταινίες. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν 14(!) «μικρές» εταιρείες «καλλιτεχνικών» ταινιών.

«Ο αριθμός των ταινιών που εισάγονται στην Ελλάδα είναι υπερβολικά μεγάλος, με αποτέλεσμα η αγορά να μην αντέχει την υπερπροσφορά εναλλακτικών ταινιών» θεωρεί ο Ζήνος Παναγιωτίδης της Rosebud, διανομέας με μεγάλη εμπειρία στον χώρο. Πόσο μάλλον σήμερα που το κινηματογραφόφιλο κοινό είναι πολύ πιο περιορισμένο από ό,τι ήταν τη δεκαετία του '80 ή του '90, σύμφωνα με τον Αλέκο Λάμπρου, ιδιοκτήτη της αίθουσας Πτι Παλαί. Οταν σε έναν μήνα οι νέες ταινίες δεν «πέφτουν» ποτέ κάτω από τις 30, αυτό σημαίνει μία ταινία ανά ημέρα, πράγμα ανέφικτο για την αντοχή ακόμη και των πιο σκληροπυρηνικών κινηματογραφόφιλων.

Αν σε μία εδομάδα διανεμηθούν πέντε μικρές, σινεφίλ ταινίες, μόνο η μία, το πολύ δύο θα κινηθούν ικανοποιητικά. Οι υπόλοιπες θα ξεχαστούν και θα εξαφανιστούν. Ετσι έχουν αφανιστεί οι «move over αίθουσες», όπως αποκαλούνται οι αίθουσες που φιλοξενούν ταινίες Β' προβολής. «Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που έκλεισε το Αλφαβίλ» μας είπε ο Δημήτρης Στεργιάκης, πρώην διαχειριστής του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι εννέα ταινίες που διανεμήθηκαν την εβδομάδα που ξεκίνησε την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου. Από τις εναλλακτικές μόνο το «Happy go lucky» του Μάικ Λι και το «Hunger» του Στιβ Μακ Κουίν μπόρεσαν να παραμείνουν όρθιες. Οι υπόλοιπες, όπως η «Νεότητα χωρίς νιότη», ο «Γιις του Rambow» και το «Madeinusa», εξαφανίστηκαν. Γενικότερα, όμως, για τις εναλλακτικές ταινίες τα νούμερα είναι αποκαρδιωτικά: το «Mr. Lonely» έκοψε 400 εισιτήρια, η «Τέχνη της αρνητικής σκέψης» 300 και το πολυδιαφημισμένο κινεζικό δράμα «Εμπιστεύσου την αγάπη» μόλις 600.

Προσεκτικά βήματα

Η έξυπνη διανομή μπορεί να κάνει τη διαφορά, μόνο όμως αν η ίδια η ταινία προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Ο Ζ. Παναγιωτίδης επέλεξε δύο σπάνιες ταινίες για επανέκδοση, τον «Κομφορμίστα» και το «Εγώ είμαι η Κούβα». Σε μία αίθουσα η καθεμιά τα πήγε θαυμάσια.

Η ταινία όμως που κλέβει εφέτος την παράσταση από πλευράς στρατηγικής διανομής είναι το «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ. Η πορεία της ξεκίνησε αργά από τις Κάννες, όπου τον περασμένο Μάιο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα. Ανοιξε τις «Νύχτες Πρεμιέρας» τον Σεπτέμβριο, έγινε θέμα συζήτησης και διανεμήθηκε έναν μήνα αργότερα έχοντας δημιουργήσει θετικό κλίμα. Σήμερα «σκίζει» έχοντας φθάσει τα 25.000 εισιτήρια. Προβάλλεται όμως μόνο σε δύο αθηναϊκές αίθουσες, κάτι που μπορεί να προκαλεί τον εκνευρισμό στους θεατές που δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να τη δουν (η ταινία αφήνει έξω κόσμο) αλλά δικαιώνει ως επιτυχία τον διανομέα της καθώς η πορεία της έχει διάρκεια. Αν η ίδια ταινία είχε βγει με παραπάνω κόπιες σε περισσότερες αίθουσες και χωρίς την «προεργασία» που έγινε, το πιθανότερο είναι ότι σύντομα θα «βάλτωνε» και θα παιζόταν μπροστά σε άδεια καθίσματα.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - Συντάκτης Ελεύθερου Τύπου

Το σινεμά το προδώσαμε όλοι μας

Πόσες φορές στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία θα γράψω για «τέλος εποχής» σε σχέση με τα σινεμά που κλείνουν, πόσες φορές στη ζωή μου το έχω βιώσει; Πιτσιρικάς και «άρρωστος» με τον κινηματογράφο παιδιόθεν, έκανα πένθος κανονικό εκεί κατά το 1972-’73, όταν απότομα σε μία χρονιά είδα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα σινεμά της παιδικής μου ηλικίας. Είδα τον Πειραιά, όπου γεννήθηκα και ζούσα, να χάνει τις αίθουσες, τη μία κατόπιν της άλλης, μέσα σε δύο χρόνια. Πρώτα στις συνοικίες, ύστερα στο κέντρο. Είδα στην Αθήνα, που επισκεπτόμουν τακτικά, να γκρεμίζονται ταυτόχρονα οι δικοί της «ναοί», το Τιτάνια, ο Εσπερος, το Πάνθεον, άλλοι να γίνονται θέατρα, είδα στη Θεσσαλονίκη όπου έχω συγγενείς να μην υπάρχουν κάποια σινεμά στο επόμενο ταξίδι… Ηταν η λαίλαπα της τηλεόρασης και της οικονομικής κρίσης του πετρελαίου. Κατόπιν, το 1982, στα δημοσιογραφικά μου ξεκινήματα, έγραψα ένα άρθρο για τα θερινά σινεμά - εκείνη την περίοδο έκλειναν μαζικά τα εναπομείναντα… Διότι ξεκινούσε το βίντεο… Και τώρα καταρρέουν τα τελευταία, διότι δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό των Cineplex, αλλά και τη σκουπιδοποίηση και το ακριβό εισιτήριο, καθότι πάλι νέα οικονομική κρίση. Βέβαια βλέπω και τα πολυσινεμά να απειλούνται, αφού πολύς κόσμος πλέον με την ευκολία του DVD και του υπολογιστή, «κατεβάζει» ταινίες λόγω ελεύθερης πρόσβασης. Στην Αμερική –το έγραφα από πρόπερσι!-, η οικονομική κρίση ρημάζει το σινεμά. Το είχε ρημάξει ξανά στα τέλη του ’40, όταν βγήκε ο αντι μονοπωλιακός νόμος που απαγόρευε στα στούντιο να είναι και αιθουσάρχες. Κι αργότερα με την τηλεόραση. Στην Ευρώπη δεν έχουν επανέλθει στο προ του 1973 καθεστώς, αν και χειρίζονται το οικονομικό θέμα καλύτερα. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι! Οι θεατές που ανακαλύψαμε την παράνομη πρόσβαση και οι αιθουσάρχες που φέρθηκαν στο σινεμά εξίσου μίζερα. Από κει και πέρα, και οι μεν και οι δε έχουμε κάθε λόγο να κλαιγόμαστε και να επικαλούμαστε τα οικονομικά. Ομως το σινεμά από κοινού το προδώσαμε. Κι εκείνοι, κι εμείς. Τα υπόλοιπα είναι υποκρισία!
Από τον Νέστορα Πουλάκο

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή" (φύλλο 18-10-08).

Η Ελλάδα αλλάζει. Η ζωή επίσης. Η διασκέδαση σίγουρα. Στο νέο αιώνα, στη νέα εποχή, ο κινηματογράφος φοράει τα ρούχα του αλλιώς, χωρίς απαραίτητα να βάζει τα παλιά στην ντουλάπα. Όχι όλα τουλάχιστον. Γιατί πολλά δεν έχουν μπει απλώς στη ντουλάπα, αλλά τυλίχτηκαν για τα καλά και κρύφτηκαν στο πατάρι.

Δε μιλάμε φυσικά μόνο για ταινίες. Αυτές, πάντα, θα υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη φόρμα, η τεχνολογία μόνο αλλάζει, τα ειδικά εφέ δηλαδή, η κάμερα και τα μέσα παραγωγής. Πρωτοπόρα παραμένει πάντα η ιδέα, η σύλληψη του δημιουργού, το σενάριο, η σκηνοθεσία. Τα υπόλοιπα έπονται. Επομένως, πάμε στο μέσο αναπαραγωγής των ταινιών : στις κινηματογραφικές αίθουσες, στους σινεμάδες, όπως λένε στην αργκό. Μέσο διασκέδασης, μέσο πολιτισμού. Ψυχαγωγία και χαρά, μάθηση και ιστορία. Το λαϊκό μέσο της in & out ζωής. Μαζί με τον καφέ, την ταβέρνα, το θέατρο.

Από τις αρχές του αιώνα ήλθαν οι πολυκινηματογράφοι (multiplex) στη χώρα μας. Έφτασε η ώρα. Άλλωστε, στο εξωτερικό, στις αναπτυγμένες χώρες πάντα (Αμερική, Αγγλία, Γερμανία κ.ά), υπήρχαν δεκαετίες τώρα. Το «μπαμ» έγινε με την εταιρεία Village Roadshow, θυγατρική της αυστραλέζικης ομώνυμης, η οποία έκανε την αρχή στο Παγκράτι το 1999, με πέντε αίθουσες προβολής. Ένα χρόνο αργότερα, το επιβλητικό Village Park, στο Ρέντη, ήταν μαζί με το μετρό τα τεχνολογικά αξιοθέατα της Αθήνας. Όλοι τα επισκέπτονταν για να τα δουν από κοντά. Γίναμε, πλέον, ευρωπαίοι και με τη βούλα. Το Village Park, συνδύαζε 20 αίθουσες σινεμά (έχει προστεθεί άλλη μια), φαγητό, ποτό, καφέ, ψώνια, παιχνίδια και πολλές βόλτες.. Το πάρκο της παγκοσμιοποίησης, λοιπόν, ήταν γεγονός. Από κει και μετά, ότι επακολούθησε ήταν απλώς το νερό που μπήκε στο αυλάκι. Η Village, έφτιαξε δυο ακόμη «θαύματα» : το «The Mall», στο Μαρούσι, και το παραθαλάσσιο «Φάληρο». Όλα πολυχώροι διασκέδασης. Κι από άποψη εισιτηρίων : σύμφωνα μα ανθρώπους της Village, τα πράγματα πάνε πολύ καλά. Έτσι κι αλλιώς, η θεώρηση είναι γενική : σε τέτοιους χώρους ποτέ δεν κοιτάς μόνο τα εισητήρια, άλλωστε, τα πολλά λεφτά είναι τα πέριξ των ταινιών στους κινηματογράφους. Την ώρα που μιλάμε, πλάι στο «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα», του Γούντυ Άλεν, που σπάει ταμεία, υπάρχουν όλα τα γούστα : από «Γουολ – υ» και «Kung fu panda» για τα παιδιά, στη «Μούμια» για τους φαν των θρίλερ, το «Καυτό απόρρητο» των Κοέν με τους Μπραντ Πιτ και Τζωρτζ Κλούνει, που είναι στην κορυφή του ελληνικού box office, η σάτιρα του «Χάνκοκ» με τον Γουίλ Σμιθ και οι πιστολιές του Νίκολας Κέιτζ με το «Bangkok dangerous» κ.ά Κι ενώ αναμένονται να βγουν mainstream ελληνικές παραγωγές, όπως το «Αυστηρώς Κατάλληλο» των Παπαθανασίου – Ρέππα, κάτι ανάλογο έγινε πέρυσι τέτοια εποχή με το «Ψυχραιμία» του Περάκη και το «Φιλί της ζωής» του Ζαπατίνα. Όλες οι γεύσεις, όλες οι απόψεις, πολλά εισητήρια. Νέοι, γέροι, παιδιά, οικογένειες, ζευγάρια, παρέες συρρέουν και τα entertainment parks γεμίζουν.

Βέβαια, τα multiplex δεν σταματούν εδώ : από τη Θεσσαλονίκη, έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα τα Ster Cinemas, τα οποία κατοικοεδρεύουν στο Ίλιον και στον Άγιο Ελευθέριο, και προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες (και τις ίδιες ταινίες), με εκείνες της Village. Επίσης, η κινηματογραφική εταιρεία Odeon, με διανομή καλών ελληνικών και ξένων ταινιών, μπήκε στο κόλπο πρόσφατα, με το «Kosmopolis» στο Μαρούσι και το «Starcity»¨στη Συγγρού. Περιφερειακώς του κέντρου, παλιά σινεμά ανανεώνονται με περισσότερες -της μιας- αίθουσες (τα miniplex), προκειμένου να συγχρονιστούν με το κλίμα της εποχής. Οι υπεύθυνοι τους μιλούν για ανάγκη δεδομένη, κοινωνικής και οικονομικής φύσης. Άλλωστε, ο όρος «επιβίωση» είναι σημαντικός για όλους.

Τα παραπάνω βρίσκονται εν αντιθέσει με τους κλασικούς κινηματογράφους του κέντρου. Λίγοι έχουν απομείνει, άλλωστε δεν λειτουργούν όλοι. Τα ρούχα, τυλιγμένα στο πατάρι, που λέγαμε παραπάνω. Στην ιστορική Πατησίων, ελάχιστα είναι τα σινεμά που έχουν απομείνει από την άλλοτε σινεφιλική Αθήνα : Aελλώ, Aλεξάνδρα, Ίλιον, Tριανόν και Φιλίπ. Το πρώτο, μάλιστα, το «Αελλώ» είναι το πετυχημένο πείραμα των τελευταίων χρόνων, από την οικογένεια Τσακαλάκη και τη Master S.A. Με πέντε αίθουσες, συν μια θερινή, έχει κάνει δυναμικό come back στα κινηματογραφικά στέκια, σε αντίθεση με το «Άττικα» (της AMA Films της οικογένειας Στεργιάκη) και το «Στούντιο» (από την πρώην Playtime του κ. Τζιώτζιου), που δεν τα κατάφεραν κι έκλεισαν πριν δυο χρόνια. Όπως έκλεισε, το ιστορικό «Ράδιο Σίτυ», το οποίο το 1958 είχε υποδεχτεί την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, σε μια εντυπωσιακή τελετή για την ταινία «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες». Για να μη θυμηθούμε αίθουσες όπως το Σελέκτ, το Αλκυονίς, το Αρμονία, που μας έχουν αφήσει χρόνια τώρα. «Η Πατησίων έχει πεθάνει», είχε πει ο κ. Στεργιάκης, μετά το κλείσιμο του «Άττικα», ενώ φέτος έκλεισε άλλο ένα κλασσικό σινεμά του κέντρου, το «Άλφαβιλ» της Μαυρομιχάλη, το οποίο έθρεψε γενιές και γενιές σινεφίλ. Η αίθουσα του «Άστυ», πάντως παραμένει στις κινηματογραφικές επάλξεις, με «τα εισιτήρια να είναι άλλοτε στα πάνω τους άλλοτε στα κάτω τους». Φέτος, το «Άστυ» περιμένει τον πολύ κόσμο να έρθει στο Χρυσό Φοίνικα των Καννών, «Ανάμεσα στους τοίχους» του Καντέ, έχοντας κάνει μια καλή υποστήριξη με τις επανεκδόσεις της «Δίκης της Νυρεμβέργης» και του «Ψεύτη ήλιου» του Μιχάλκοφ. Το 2008 φαίνεται ότι θα κλείσει καλά για το ιστορικό «Άστυ», το οποίο είδε το περυσινό 2007 να μην έχει πολλά εισιτήρια. Πάντως, εξακολουθεί να είναι το meeting point των απανταχού σινεφίλ, των νεανικών παρεών και των παλιών νοσταλγών του καλού ποιοτικού σινεμά, που δεν παίζεται στα multiplex.

Σε έναν άλλο παλιό κινηματογράφο του κέντρου, στο ευρύχωρο «Ιντεάλ» (στη Πανεπιστημίου), μετά την προβολή της ταινίας «Hunger», που αναπαριστά την απεργία πείνας του αγωνιστή του ΙΡΑ Μπόμπι Σαντς, συναντάμε ανθρώπους κι ανθρώπους, άλλους μοναχικούς κι άλλους με την παρέα τους, να μιλάνε χαμηλοφώνως και –κάπως- σαστισμένα για την ταινία που, μόλις, είδαν. «Υπάρχει τόσο σκληρό σινεμά, τελικά», μας κάνει η 26χρονη Νικολέτα, η οποία στην ερώτησή μας, που αποδίδει τον ελάχιστο κόσμο στην αίθουσα, μας λέει ότι «δύσκολα ο κόσμος, με τα προβλήματα που έχει, επιλέγει να δει τόσο σκοτεινό και πεσιμιστικό κινηματογράφο». Δεν έχει άδικο. Παρά τις καλές κριτικές, που έλαβε, το «Hunger» δεν πήγε καλά στα εισιτήρια. Και μαζί του, πήρε στο λαιμό του, τόσο το «Ιντεάλ» όσο και τον «Μικρόκοσμο» (στη Συγγρού), ένα ακόμη στέκι για καλό σινεμά.

Στη Σταδίου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το «Απόλλων» και το «Αττικόν», δυο αίθουσες, που μετά την επιβεβλημένη ανακαίνισή τους,, κοσμούν το κέντρο της Αθήνας, σφύζουν από ζωή. Το «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα», είναι το κινηματογραφικό γεγονός της εβδομάδας και προσελκύει κόσμο. Οι δυο αίθουσες είναι κάθε μέρα γεμάτες, με αποτέλεσμα οι πολυκινηματογράφοι να «σκίζονται» να βάλουν την ταινία στο πρόγραμμά τους. «Τα εισιτήρια είναι σε άνοδο, αυτή την εποχή, όχι μόνο με την ταινία του Γούντυ Άλεν αλλά και με την επανέκδοση του Κομφορμίστα που έπαιζε μέχρι τώρα», μας λένε οι υπεύθυνοι του Απόλλωνα, «μας θυμίζει την περυσινή επιτυχία του Ελ Γκρέκο, που παιζόταν την ίδια περίοδο».

Όπως και να ΄χει, ένα είναι σίγουρο : ο κόσμος αγαπά το σινεμά.. Επίσης αγαπά το σινεμά στις αίθουσες. Καλό το dvd, καλή η τηλεόραση, καλό και το downloading από το διαδίκτυο. Αλλά τίποτε δεν συγκρίνεται με την αίσθηση της ταινίας στην αίθουσα. Με τη νοσταλγική μυρωδιά του κινηματογράφου. Με τα ποπ κορν, τα νάτσος, την κόκα κόλα, που συνδυάζονται με την 7η τέχνη, που επιλέγει ο θεατής. Με τις ατελείωτες συζητήσεις που ακολουθούν μετά την ταινία. Με τα κρυφά γελάκια και τα ψιθυριστά σχόλια κατά τη διάρκειά της. Όλα αυτά είναι κινηματογράφος, είτε επιλέγεται στα multiplex είτε στις παραδοσιακές αίθουσες του κέντρου της πόλης.