Σελίδες

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ!

O Σταύρος, ένας σαραντάρης άνδρας, είναι ένας ξενοφοβικός ψιλικατζής στην Ακαδημία Πλάτωνος, ο οποίος περνά όλη του την ημέρα καθισμένος έξω από το μαγαζί μαζί με τους φίλους του, σχολιάζοντας οποιονδήποτε περνά από μπροστά τους. Γνωρίζοντας ελάχιστα για το πραγματικό παρελθόν του μία μέρα θα ανακαλύψει πως όχι μόνο έχει αδελφό, αλλά πως ο αδελφός του είναι Αλβανός. Οι φίλοι του ξαφνικά αρχίζουν να τον κοιτούν με μισό μάτι και ο ίδιος ο Σταύρος μοιάζει να μην είναι σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Βραβείο αντρικής ερμηνείας, βραβείο οικουμενικής επιτροπής και βραβείο επιτροπής Νέων στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
λάχιστες εγχώριες παραγωγές έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της ξενοφοβίας - γεγονός που εκ πρώτης όψεως προξενεί εντύπωση από τη στιγμή που αποδεδειγμένα είμαστε ένας από τους πλέον ξενοφοβικούς λαούς, από την άλλη όμως είναι αναμενόμενο από τη στιγμή που η ενασχόληση με ένα τέτοιο ζήτημα ισοδυναμεί με εισπρακτική αυτοκτονία. Όλοι θυμόμαστε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει το «Eduart» και το κύμα ρατσιστικών και εθνικιστικών 'ηλεκτρονικών' σχολίων που συνόδευσε την προβολή του στις ελληνικές αίθουσες. Κατακραυγή στο ίντερνετ, καταστροφή στα ταμεία!
Για να μιλήσουμε ανοιχτά, ο Έλληνας θεατής δεν ταυτίζεται με τον Αλβανό ήρωα. Και δεν ταυτίζεται επειδή δεν τον έχει αποδεχτεί στον κοινωνικό του περίγυρο. "Έτσι είστε;", λένε ο Τσίτος και ο Καρδαράς. "Θα εντάξουμε τον Αλβανό στα κινηματογραφικά δρώμενα δια της πλαγίας οδού. Θα βάλουμε έναν 'ελληναρά', έναν από εμάς αν θέλετε, να μαθαίνει στα τελευταία -άντα του ότι έχει αλβανικές ρίζες". Και εγένετο... «Ακαδημία Πλάτωνος»! - πολύ πιο ταιριαστός τίτλος σε σχέση με το αρχικό και πιο προφανές 'Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ'.
Με ρεαλισμό σπάνιο για ελληνική κωμωδία και κάδρα που αρκετές φορές θαρρείς πως ξεπήδησαν από φιλμ εκπροσώπου της μεγάλης της nouvelle vague σχολής, η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι ένα δείγμα κινηματογράφου από εκείνα που σπανίζουν στην εγχώρια παραγωγή. Το θέαμα είναι ξεκαρδιστικό, διακριτικό, τρυφερό και σκληρό όταν πρέπει και -το κυριότερο όλων- δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της δημαγωγίας. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε από το σινεμά είναι να υψώνει το δάχτυλο και να μας κάνει μαθήματα συμπεριφοράς. Χίλιες φορές μια καλοστημένη περιπέτεια με τον Αμερικανό υπερπράκτορα να λιανίζει τον 'σιχαμερό' Αραβα τρομοκράτη, παρά ηθικοδιδακτικά φιλμικά απορρίμματα σαν το πρόσφατο «Crossing over».
Στον πυρήνα του φιλμ ο χαρακτήρας του Σταύρου, τον οποίο ο Τσίτος σκιαγραφεί διεξοδικά και ανθρώπινα, προσπερνώντας την εύκολη λύση της καρικατούρας. Οι σκηνές που ο Σταύρος ετοιμάζει τη μητέρα του για ύπνο παραπέμπουν σε ιεροτελεστία. Τα 'βαριεστημένα' στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του αντανακλούν την κοσμοθεωρία του. Αφού ξέρει ποιος είναι και τι θέλει από τη ζωή, άραγε γιατί τα βράδια δε μπορεί να κοιμηθεί; Όταν η μητέρα του αρχίσει να μιλά αλβανικά η κοσμοθεωρία του θα ανατραπεί! Κι αφού από τις στάχτες του αναγεννηθεί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, απαλλαγμένος από επίπλαστες ταυτότητες και κενές προκαταλήψεις, θα μπορέσει σαν πουλάκι να κοιμηθεί!
Συνοδοιπόρος του Τσίτου στο χτίσιμο του πορτρέτου του Σταύρου ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αποτινάσσοντας μετά από πολύ καιρό την μανιέρα του 'Ακάλυπτου' από πάνω του, πετώντας μακριά οτιδήποτε έχει κάνει ως τώρα (κι έχει κάνει πολλά στην πολυετή καριέρα του), ξεκινά από το ναδίρ και, σκύβοντας πάνω από τον χαρακτήρα του σαν απόφοιτος του actor's studio, φτάνει στο υποκριτικό ζενίθ! Η ερμηνεία του είναι δίχως ίχνος υπερβολής ένα μικρό αριστούργημα!
Κάποιοι βρεφικοί συμβολισμοί (όπως τα δυο διαφορετικά παπούτσια στα πόδια της μάνας) και μερικές σεναριακές στραβοτιμονιές στο φινάλε, προκειμένου οι ήρωες να αποδεχτούν την νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, αμαυρώνουν ελαφρώς το τελικό αποτέλεσμα, δίχως όμως να του καταφέρουν καίρια πλήγματα. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις του εγχώριου σινεμά και παράλληλα η καλύτερη δυνατή προθέρμανση για τον επερχόμενο «Κυνόδοντα», ένα φιλμ που πραγματικά δε μοιάζει με τίποτα από ότι έχετε δει μέχρι σήμερα! Το ελληνικό σινεμά είναι εδώ ενωμένο, δυνατό!

Γιαννης Βασιλειου

Οι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Καφετζόπουλος, φαίνονται και σε ρόλους που δεν είναι απαραίτητα αβανταδόρικοι.

Επιτέλους, μια ταινία που ψάχνει την ελληνική ταυτότητα και παίρνει σαφή και κινηματογραφική θέση για το θέμα των μεταναστών, χωρίς να μιλάει για το δράμα τους διδάσκοντας ή καταγγέλλοντας.
Ο ήρωας, τρόπος του λέγειν, είναι ο Σταύρος. Πενήντα χρόνων, ψιλικατζής, μένει σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, με την εβδομηντάχρονη μητέρα του που πάσχει από γεροντική άνοια. Ο Σταύρος δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια - κάθεται στο μπαλκόνι και περιμένει να ξημερώσει. Αγαπάει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη τον έχει εγκαταλείψει και ζει λίγο παρακάτω, με κάποιον άλλο. Η αγαπημένη του ασχολία είναι να βαράει μύγες με τους διπλανούς, συνομήλικους μαγαζάτορες, υπολογίζοντας πόσοι Ασιάτες δουλεύουν στα απέναντι γιαπιά και τα μαγαζιά. Το μέτρημα διακόπτεται όταν περνάει Αλβανός από μπροστά τους.
Μάλιστα, ο σκύλος του ενός είναι εκπαιδευμένος να γαυγίζει τους Αλβανούς με το που θα πλησιάσουν στο ένα μέτρο. Από το πουθενά εμφανίζεται ένας Αλβανός μπογιατζής και χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του. Ονομάζεται Μαρενγκλέν (από το Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν) και με τον που τον αντικρίζει η μητέρα του αναγνωρίζει στο πρόσωπό του το παιδί που εγκατέλειψε στην Αλβανία όταν έφυγε επί Χότζα και αρχίζει να μιλάει ζωηρά στα αλβανικά, ξυπνώντας από τον λήθαργό της. Ο Σταύρος τρώει κεραμίδα. Δεν είχε ιδέα για το παρελθόν της οικογένειάς του και φυσικά φρικάρει στην ιδέα της αλβανικής του καταγωγής. Η ξενοφοβία του χτυπάει κόκκινο, αλλά, μετά τις πρώτες του προσπάθειες να διώξει τον Μαρενγκλέν, δεν μπορεί να αντισταθεί στο γεγονός πως η κυρία Χαρίκλεια ζει και αναπνέει για να δει το χαμένο της παιδί και επιστρέφει ορεξάτη από το τούνελ της παραίτησης της.
Παραμονή του κρίσιμου αγώνα ποδοσφαίρου της Ελλάδας με την Αλβανία, ο Σταύρος συνειδητοποιεί πως έχει με τον εχθρό μια σχέση βαθιά και μη αναστρέψιμη. Καταρχάς, το σενάριο της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια (η ιδέα ήταν του Νίκου Κυπουργού, που έγραψε και τη μουσική και η ανάπτυξη ανήκει στον Αλέξη Καρδαρά και τον Φίλιππο Τσίτο). Αλλά και ο τόνος είναι σωστός, κάτι ανάμεσα σε κωμωδία και τραγωδία της καθημερινότητας, που υπογραμμίζεται από το ταλαιπωρημένο, παλιοκαιρίσιο σκηνικό του παρακμασμένου κέντρου της πόλης. Οι Έλληνες μικροπωλητές, κολλημένοι στο φραπόγαλο και την αμπελοφιλοσοφική αρλούμπα, δεν σχολιάζουν απλώς την Ελλάδα του σήμερα, αλλά την ορίζουν στην πλειοψηφία τους. Ο Σταύρος είναι ο αρχηγός των παλαιών αυτοκρατόρων της γειτονιάς. Κατά κάποιον τρόπο ενώνει τη μοίρα με τον παραλογισμό. Ενώ δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σταθερή φθορά του γιατί αδυνατεί να πάρει μια απόφαση της προκοπής (να διεκδικήσει τη γυναίκα που αγαπάει, να αλλάξει ή να πουλήσει το μικρό μαγαζί του, να πάρει επιτέλους χάπια για να κοιμηθεί ή να πάει σε έναν γιατρό να κοιταχτεί), έρχεται ο ουρανοκατέβατος Αλβανός, που κανείς δεν γνωρίζει αν στ' αλήθεια είναι αδελφός του, μιας και η μάνα τα έχει χάσει και μπορεί να κάνει το λάθος που συμπίπτει με την προσωπική ιστορία του Μαρενγκλέν - τι όνομα!
Η ανατροπή της ιδεοληψίας του βασίζεται και αυτή σε ένα συντηρητικό σκεπτικό: επειδή ο Αλβανός είναι αίμα του, αναγκάζεται να αποδεχτεί τη σύμβαση της σχέσης, ακόμη κι αν δεν μπορεί να το καταπιεί. Σαν τους περισσότερους Έλληνες, κρύβει μια ψυχή που στέκει ανήμπορη ανάμεσα στην καλοσύνη και τον ρατσισμό, ένα από τα ιστορικά μας οξύμωρα. Η Ακαδημία Πλάτωνος, παρά την αδυναμία της να ξεπεταχτεί μετά την αποδοχή της ταυτότητας από τον Σταύρο και την προσωρινή του εκεχειρία με τον Αλβανό (με τον οποίο έχει περισσότερα κοινά από όσα νομίζει και φοβάται να παραδεχτεί, ανάμεσα στα οποία και την αγάπη για τους σκατοροκάδες Status Quo), κερδίζει σημαντικά με την εσωτερική ερμηνεία του καλύτερου Καφετζόπουλου εδώ και δεκαετίες.
Ο τρόπος που υπνοβατεί με τεντωμένο βλέμμα, σαν απρόσκλητος επισκέπτης σε μια ζωή που γλιστρά από πάνω του, αλλά και το πώς κατανοεί τον Σταύρο, χωρίς ποτέ να πλασάρει φωναχτά τη βαρβαρότητά του είναι αξιοθαύμαστος - και μιλάω για έναν ερμηνευτή που παίζει στα δάχτυλα τις εξπρεσιονιστικής υφής κωμικές ερμηνείες. Έχει δε και μια φοβερή σκηνή, όταν βάζει δυνατά την αγαπημένη του ροκ μουσική, για να πενθήσει. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Καφετζόπουλος, φαίνονται και σε ρόλους που δεν είναι απαραίτητα αβανταδόρικοι.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι Αλβανός!

Σε μια γειτονιά, στην Ακαδημία Πλάτωνος, ζει ο Σταύρος, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, μαζί με τη γριά μητέρα του. Η ζωή του δεν πάει καλά. Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει, ο ίδιος υποφέρει από αϋπνίες και οι Αλβανοί εξαπλώνονται στη γειτονιά. Το μόνο που κάνει είναι να κάθεται όλη μέρα μπροστά από το μαγαζί του μαζί με τρεις φίλους του και να σχολιάζουν τους Αλβανούς και τα λοιπά κακά της γειτονιάς. Μέχρι που στο πρόσωπο ενός Αλβανού εργάτη η μητέρα του θ’ αναγνωρίσει τον άλλο της γιο που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνια. Ο κόσμος του Σταύρου καταρρέει.
Οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του ελληνική ταινία μεγάλου μήκους, «My Sweet Home», αλλά και με έξι ταινίες για τη γερμανική κρατική τηλεόραση, ο Φίλιππος Τσίτος επιστρέφει με την «Ακαδημία Πλάτωνος» και κοιτά κατάματα ένα πολύ ευαίσθητο θέμα της νεοελληνικής πραγματικότητας: την ξενοφοβία και το ρατσισμό.
Ο ήρωάς του, ένας συνηθισμένος λαϊκός ‘ελληναράς’ που τρέφει ιδιαίτερη απέχθεια προς τους Αλβανούς μετανάστες, νιώθει να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του όταν αρχίζει και υποψιάζεται ότι έχει αλβανικές ρίζες. Σ’ αυτή ακριβώς την κρίσιμη στιγμή, επεμβαίνει η ωριμότητα και η μαεστρία του Τσίτου και σώζει την ταινία από το να γίνει ένα (αντι)ρατσιστικό μπάχαλο, κρατώντας επιδέξια τα σεναριακά χαλινάρια χωρίς να καταδικάζει ούτε και να αγιοποιεί, αφαιρώντας έξυπνα την όποια υπερβολή στη σκηνοθεσία και καθοδηγώντας τους ηθοποιούς του με έμπνευση, ειδικά τον Αντώνη Καφετζόπουλο ο οποίος κέρδισε άξια το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

ΣΠΥΡΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ελληνάρες αραχτοί, βυθισμένοι στο πουθενά..

Το μεγαλείο στην «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009) του Φίλιππου Τσίτου είναι ότι μέσα στα στενά όρια μιας αθηναϊκής πλατείας φτιάχνει τη μικρογραφία της σύγχρονης Ελλάδας: τέσσερις «Ελληνάρες» αραχτοί σε καρέκλες στον δρόμο. Φραπεδιά, τσιγάρο, κουτσομπολιό, ποδόσφαιρο. «Ξερολίαση» και light ρατσισμός. Χλευάζουν τους Κινέζους που δουλεύουν σαν σκλάβοι και, αν το σκυλί τους γαβγίσει σε περαστικό, αυτό σημαίνει ότι είναι Αλβανός!
«Αρχηγός» της παρέας, ο Σταύρος, ο Αντώνης Καφετζόπουλος (δίπλα στους Γιώργο Σουξέ, Κώστα Κορωναίο, Παναγιώτη Σταματάκη ). Αλογοουρά, τζιν παντελόνι, πέτσινο μπουφάν και μάτια κουρασμένα από αϋπνία και ανία. Θυμίζει συνταξιούχο ροκά και, πράγματι, τα βράδια ακούει χαρντ ροκ του ΄70 με τα τεράστια, παλιομοδίτικα ακουστικά του. Ο μικρόκοσμος του Σταύρου, βυθισμένος στο τίποτε και στο πουθενά, θα καταρρεύσει πλήρως μόλις στην ιστορία προκύψει ένας Αλβανός ( Αναστάς Κοζντίνε ) ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ο χαμένος γιος της μητέρας του Σταύρου, άρα αδελφός του! Αντίο, ταυτότητα...
Οπως η ερμηνεία του Καφετζόπουλου, έτσι και η σκηνοθεσία του Τσίτου ισορροπεί με χάρη μπαλαρίνας των Μπολσόι ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα: παρεΐστικη ατμόσφαιρα την οποία θα ζήλευε ακόμη και ο Τζιμ Τζάρμους , γήινο, γλυκόπικρο χιούμορ, εύστοχες παρατηρήσεις, όπως π.χ. το ότι κανένας Ελληνας δεν εργάζεται, παρά μόνον οι ξένοι, βαθιά ευαισθησία: το πώς ο Σταύρος φροντίζει την ηλικιωμένη μητέρα του (απόλαυση η Τιτίκα Τσιριγκούλη ) ή το πώς επιμένει να ζητεί μία ακόμη ευκαιρία από την πρώην του ( Μαρία Ζορμπά ). Ολα αυτά και άλλα πολλά δημιουργούν ένα σύμπαν που σφραγίζεται για πάντα στην καρδιά σου.

Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

Aνοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα

Ο Σταύρος, μεσήλικας ψιλικατζής, βουλιαγμένος στη νωθρή επανάληψη της καθημερινότητάς του, παρέα με τρεις αργόσχολους φίλους του, ζει παρέα με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα σε μια μίζερη γωνιά της Αθήνας. Αδυνατώντας να χωνέψει τον χωρισμό του με την πρώην γυναίκα του, περνά τις ώρες του με τους άλλους τρεις χαζεύοντας - πότε κοροϊδεύοντας τους μετανάστες Κινέζους της γειτονιάς που δουλεύουν νυχθημερόν και πότε όποιον Αλβανό γαβγίσει ο σκύλος της παρέας.
Η απόφαση του δήμου να αναρτήσει μνημείο πολιτισμικής φιλίας μεταξύ των λαών στη διασταύρωση των συνοικιακών δρόμων έξω από το ψιλικατζίδικο -σημείο αυτοσχέδιου ποδοσφαιρικού γηπέδου για την παρέα- εξοργίζει τους τέσσερις, ενώ την ίδια ώρα η γριά μητέρα του Σταύρου αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός Αλβανού εργάτη, με το όνομα Μαρενγκλέν, το χαμένο της παιδί, αυτό που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω όταν πριν από χρόνια έφυγε από την Αλβανία.
Μιλώντας άψογα Αλβανικά και αγκαλιάζοντας τον νεοφερμένο γιο, η κυρα-Χαρίκλεια δίνει ένα σοκαριστικό χαστούκι στην πραγματικότητα του Σταύρου, που από τη μία πρέπει να αποδεχτεί τις αλβανικές ρίζες του και από την άλλη να αντιμετωπίσει την αγνωμοσύνη και την ξενοφοβία των φίλων του...
Η επιστροφή του Φίλιππου Τσίτου, οκτώ χρόνια μετά το τρυφερό και παραμελημένο στα ελληνικά κινηματογραφικά ταμεία «Μy sweet home», ανοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα, εκείνου που επιμένει να μένει αμέτοχος και φοβισμένος απέναντι σε καθετί καινούργιο.
Και το κάνει ψύχραιμα, με το γάντι, ακολουθώντας προσεκτικά στον αφηγηματικό του ρυθμό τη ραθυμία των ηρώων του, καδράροντας με νόημα την απαίδευτη ματιά και τον αστείο «λεβέντικο» ρατσισμό τους σε ένα παγκόσμιο χωριό που αλλάζει αδιάκοπα με εκείνους να μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν (εξ ου και ο ειρωνικός τίτλος «Ακαδημία Πλάτωνος»).
Αργά αργά, μέσα από ένα μινιμαλιστικό ύφος, που φέρει το στίγμα ενός ευρωπαϊκού σινεμά εναρμονισμένου με τις ιδιαιτερότητες των Βαλκάνιων χαρακτήρων του, ξετυλίγεται η θλίψη μιας παρατημένης γενιάς που κρύφτηκε κάτω από τον απομονωτισμό της και απέμεινε έρημη να παρατηρεί, χωρίς να κατανοεί.
Ο παλιο-ροκάς Σταύρος (ο Αντώνης Καφετζόπουλος σε μια εσωτερική ερμηνεία είναι ο ιδανικός ενσαρκωτής ενός λούμπεν τεμπελχανά, που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η ίδια η μάνα του αναποδογυρίζει τα στεγανά στα οποία πίστευε μια ζωή) μπορεί να μην αναμορφωθεί εντελώς μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισης του «αδερφού» του, που θα παραμείνει μυστήριο έως το φινάλε, αλλά θα μπει τουλάχιστον σε μια διαδικασία να κοιτάξει τον εαυτό του.
Αυτός είναι και ο στόχος του φιλμ, το οποίο, ακόμη κι αν κουράζει ανά στιγμές με τους αργούς ρυθμούς και τη στατική πλανοθεσία του, κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη σάτιρα και στο δράμα, στην κριτική και στην κρίση, αφήνοντας τα συμπεράσματα στο βλέμμα του καθένα από εμάς.

ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

Tο καλύτε­ρο φιλμ της εβδομάδας!

Αυτό μάλιστα! Ναι, το καλύτε­ρο φιλμ της εβδομάδας είναι (το) ελληνι­κό. Είναι αυτό για το οποίο βραβεύτηκε ο Καφετζόπουλος στο Φεστιβάλ Λοκάρνο. Κι είναι πολύ καλό. Έξυπνο, ουσιαστικό, μικρό μεν αλλά όχι μίζερο, με χιούμορ, με ουσία, με αλήθεια και καταφέρνει να μην καταλήγει σε κήρυγμα, ενώ εύστοχα προσπερνά την κοινοτοπία. Βέβαια, ο Φί­λιππος Τσίτος, που το σκηνοθέτησε, μας έρχεται από τη Γερμανία. Κι εδώ φαίνεται η διαφορά. Αυτή τη στιγμή στο Μόναχο έχουν ανασκουμπωθεί τα πανεπιστήμια και ετοιμάζουν πυρετωδώς την επόμενη εποχή. Ο Φίλιππος Τσίτος νομίζω πως θα μπορούσε να προσφέρει πολλά εδώ, αν έμενε, αλλά δεν του εύχομαι να μείνει, παρότι τον έχουμε ανάγκη. Θα πέσει στις διαμάχες περί κρατικού επιδόματος και «επιμισθίου». Είναι καταπληκτικό πως στην ουσία σκηνοθετεί κάτι λίγα εκατο­στά γης μέσα στα οποία κινούνται οι άν­θρωποί του, οι ήρωές του, οι χαρακτήρες του. Όμως πόσο περιεχόμενο δίνει σε αυ­τά τα λίγα μέτρα γης!

Τρέξτε αμέσως!

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ