Σελίδες

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου

Έγραψαν για την ταινία:

Σκληρή, αλλά εικαστικά συναρπαστική απεικόνιση ενός ιστορικά απωθημένου ολοκαυτώματος. Σκηνοθετική δεξιοτεχνία για Όσκαρ, σκηνές μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης, χωρίς να λείπουν οι «καλλιτεχνικές» ευκολίες που κολακεύουν το ευρύ κοινό.
Χρήστος Μήτσης – Αθηνόραμα ★★★


Η υπέρτατη τέχνη της αναπαράστασης. Αν η ταινία ήταν Μade in Αmerica, θα πήγαινε για Όσκαρ σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, παραγωγής. Απίστευτη ψιλοβελονιά. Μάθημα κινηματογράφου και Ιστορίας. Στιγμή μοναδική!
Δημήτρης Δανίκας – ΤΑ ΝΕΑ ★★★★

Σκληρό και σχεδόν ποιητικό, είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό κινηματογραφικό κατόρθωμα που σε θυμώνει και σε συγκινεί, αλλά κυρίως σε καθηλώνει, παρά το δύσκολο, καθόλου ελκυστικό του θέμα.
Γιώργος Κρασσακόπουλος – Athens Voice ★★★★

Το χρονικό του άγνωστου ολοκαυτώματος έρχεται στο φως και μένει ανεξίτηλο χάρη σε έναν δυναμικό και υπομονετικό σκηνοθέτη. Δεν είναι απλά μια κινηματογραφημένη αναπαράσταση/ δραματοποίηση αληθινών γεγονότων και πραγματικά δεν είναι εύκολο να βρει κάποιος ψεγάδι σε αυτήν.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος – LIFO ★★★★

Αυτή η σπαραχτική πόλη της ζωής και του θανάτου δεν περιγράφεται με λόγια. Απλώς βιώνεται σαν μία ιστορία για ανθρώπους και υπανθρώπους. Το ολοκαύτωμα της Νανκίνγκ είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου, αλλά ο Κινέζος σκηνοθέτης δεν προπαγανδίζει.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης – City Press ★★★★

Γυρισμένη σε σινεμασκόπ και μαυρόασπρο φιλμ (η εξαιρετική, ρεαλιστική φωτογραφία είναι του Γιου Κάο) η ταινία καταγράφει, μέσα από εικόνες συχνά αβάσταχτης φρίκης, τη σφαγή εκατοντάδων αιχμαλώτων στρατιωτών αλλά και το βιασμό γυναικών και την εξόντωση χιλιάδων γυναικόπαιδων και αντρών.
Νίνος Φενεκ Μικελίδης – Ελευθεροτυπία ★★★★

Οι θηριωδίες για τις οποίες ευθύνεται ο ιαπωνικός στρατός όταν πριν από 70 χρόνια η Ιαπωνία εισέβαλε στην τότε πρωτεύουσα της Κίνας Νανγίνγκ έχουν «περάσει» ποικιλοτρόπως στον κινηματογράφο, ποτέ όμως τόσο ρεαλιστικά και ωμά όσο στην «Πόλη της ζωής και του θανάτου» του Λου Τσουάν.
Γιάννης Ζουμπουλάκης – Το Βήμα ★★★

Ορέστης Ανδρεαδάκης – Mega/ Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ ★★★★1/2

Θεοδωρόπουλος – Πρώτο Θέμα ★★★★

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ένα αντιπολεμικό, πανανθρώπινο ποίημα!


Υπάρχει στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μια κατάμαυρη σελίδα ντροπής, της οποίας λίγοι στη Δύση γνωρίζουν την έκταση, τη σημασία ή ακόμα και την ύπαρξή της: το Δεκέμβριο του 1937, ο Αυτοκρατορικός Στρατός της Ιαπωνίας εισέβαλε στην τότε κινεζική πρωτεύουσα Νανκίνγκ και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση, κατέλαβε μια μητρόπολη που δεν είχε προλάβει ακόμα να εκκενωθεί. Κέντρο εμπορίου και πόλος έλξης προσφύγων, φιλοξενούσε έναν μεγάλο πληθυσμό αθώων πολιτών, καθώς κι έναν μεγάλο αριθμό στρατιωτών που αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Αντί όμως να έχουν την αντιμετώπιση που έχουν οι πρόσφυγες ή έστω οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι κάτοικοι της Νανκίνγκ έγιναν λεία των πιο άγριων κι επαίσχυντων ενστίκτων του ιαπωνικού στρατού. Την κατάκτηση της πόλης, στις 9 Δεκεμβρίου του '37, ακολούθησαν 6 εβδομάδες ωμής κτηνωδίας, στη διάρκεια των οποίων περίπου 300.000 (οι Ιάπωνες υποστηρίζουν 200.000) αθώοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Έξι εβδομάδες ανείπωτης βαρβαρότητας που έχουν μείνει στην ιστορία χαραγμένες με αίμα ως «ο Βιασμός της Νανκίνγκ». Μέχρι σήμερα, η Ιαπωνία δεν έχει επισήμως παραδεχτεί τα γεγονότα, ούτε έχει απολογηθεί -κι η σφαγή της Νανκίνγκ παραμένει μια ανοιχτή πληγή που αναβλύζει αίμα και μίσος, παραμένοντας ένα δηλητηριώδες αγκάθι στις σινο-ιαπωνικές σχέσεις.
O κινέζος σκηνοθέτης Lu Chuan όμως δεν επιδιώκει με το φιλμ του να μας κάνει μάθημα ιστορίας. Δεν προσπαθεί καν με τις εικόνες του να προωθήσει έμμεσα το φλέγον εθνικό ζήτημα, παίρνοντας κάποια θέση για όσα έγιναν. Λαμβάνοντας τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα ως αυτονόητη ιστορική ανάμνηση των συμπατριωτών του, ο Lu Chuan καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί επαρκώς από τα συμβάντα, και αξιοποιώντας τα όσα έγιναν ως καμβά για τις ασπρόμαυρες εικόνες του, δημιουργεί ένα αντιπολεμικό, πανανθρώπινο ποίημα που μπορεί να αφορά κάθε πόλεμο, κάθε θάνατο, κάθε άνθρωπο. Το φιλμ του δεν είναι μόνο ιστορικό ντοκουμέντο για όσους δεν γνώριζαν, δεν είναι σίγουρα ένα προπαγανδιστικό όχημα για να μεταπείσει όσους δεν πίστευαν, δε θα μπορούσε καν να χαρακτηριστεί ως αμιγώς πολεμικό δράμα γι' αυτούς που περίμεναν να δουν μάχες, αίμα και σφαγές.

Πίσω από την βαρβαρότητα του πολέμου (που καταγράφεται με αξιοζήλευτα επικές σκηνές στο πρώτο μισό της ταινίας), και την κτηνωδία που ακολούθησε (ο Lu Chuan μεταφέρει με ακρίβεια στις εικόνες του τη βαναυσότητα, χωρίς όμως να κάνει το θέαμα αβάσταχτο για το θεατή, και κυρίως χωρίς να καπηλεύεται το αίμα και τον πόνο για να αποσπάσει τον οίκτο και τη συμπάθεια), αυτό που μένει είναι ο άνθρωπος, απογυμνωμένος από κάθε τι άλλο. Κι εκεί ακριβώς είναι που ο κινέζος σκηνοθέτης επιλέγει να επικεντρωθεί, δίνοντας έτσι υπόσταση στα γεγονότα, ντύνοντας με σάρκα και οστά την Ιστορία, δίνοντας φωνή στον άφατο πόνο. "Μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο εύκολος από τη ζωή", θα ομολογήσει σε κάποια στιγμή ένας γιαπωνέζος αξιωματούχος. Μέσα σε μια πόλη που επέζησε μόνο και μόνο για να καταλήξει να αποζητά το θάνατο σαν λύτρωση, οι άνθρωποι αναγκάζονται να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό: αυτός που προσπαθεί με κάθε κόστος να επιβιώσει κι αυτός που επιλέγει να εκτελέσει το καθήκον του. Αυτός που επιλέγει να θυσιαστεί κι αυτός που δειλιάζει μπροστά στον επικείμενο θάνατο. Ένα αποκαλυπτικό, αριστουργηματικά κινηματογραφημένο και σπαρακτικά ανθρώπινο χρονικό του κάθε πολέμου, το «City Of Life And Death» είναι ίσως η καλύτερη ταινία του φετινού φεστιβάλ.

Μαριάννα Ράντου - CINEMANEWS *****

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Ο Τιμ Μπάρτον πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του 63ου Φεστιβάλ των Καννών


Ο Τιμ Μπάρτον, αφού δέχτηκε την πρόσκληση των Gilles Jacob και Thierry Frιmaux, δήλωσε: "Έχοντας περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής μου βλέποντας 48ωρους μαραθώνιους ταινιών τρόμου, είμαι τελικά έτοιμος για αυτό το ρόλο. Είναι μεγάλη τιμή και ανυπομονώ, να παρακολουθήσω μερικές και μεγάλες ταινίες από όλο τον κόσμο. Όταν σκέφτεσαι τις Κάννες, σκέφτεσαι τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Και όπως οι ταινίες μοιάζουν με όνειρα για μένα κι αυτό είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. "

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Η «Μονάκριβη» κατακτά και τις χρυσές σφαίρες

Ανακοινώθηκαν οι νικητές στις 67ες Χρυσές Σφαίρες, που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 17 Ιανουαρίου, με την Mo'Nique να κερδίζει στην κατηγορία Β΄ Γυναικείου ρόλου για τη ΜΟΝΑΚΡΙΒΗ - Precious: Based on the Novel Push by Sapphire του Lee Daniels. Η Mo'Nique ήταν υποψήφια με τις: Penelope Cruz (Nine), Vera Farmiga και Anna Kendrick (Up in the Air) και Julianne Moore (A Single Man).



Ποιο είναι το νόημα της λέξης συνείδηση;

Φαίνεται πως ζούμε στις μέρες του χαμένου νοήματος των λέξεων. Όπως το κάθε τι μεταλλάσσεται, το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Άλλα λέμε, άλλα εννοούμε, άλλα καταλαβαίνουν οι γύρω μας. Μία από τις λέξεις αυτές είναι και η «συνείδηση», η οποία είναι ο πυρήνας στην ταινία του Κορνέλιου Πορουμπόιου, «Αστυνομία, ταυτότητα».

Πως καταστρέφεις έναν νέο άνθρωπο;

Ιδού το ερώτημα η απάντηση του οποίου απαιτεί ενεργοποίηση της συνείδησης με την οποία παλεύει ο Κρίστι. Αλλά από την άλλη υπάρχει και η λέξη «καθήκον» που ταλανίζει το νεαρό αστυνομικό.
Βλέπουμε έναν άνδρα να περπατά. Η κάμερα τον ακολουθεί υπομονετικά. Σε λίγο αντιλαμβανόμαστε πως είναι αστυνομικός καθώς τον βλέπουμε να μπαίνει μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Σύντομα ανακαλύπτουμε πως παρακολουθεί ένα νεαρό. Από τις γραπτές αναφορές του αστυνομικού, που η κάμερα διαβάζει σαν ανθρώπινο μάτι, μαθαίνουμε πως ο νεαρός είναι χρήστης χασίς και προμηθεύει με αυτό και δύο συμμαθητές του. Εδώ μπαίνει πλέον το συνειδησιακό πρόβλημα του Κρίστι, όπως είναι το όνομά του αστυνομικού. Παρατείνει την παρακολούθηση και αποφεύγει να κλείσει την υπόθεση, που θα σήμαινε τη σύλληψη του νεαρού, για να μην καταστρέψει τη ζωή του. Πιστεύει πως σύντομα θα αλλάξει ο νόμος και θα αποποινικοποιηθεί η χρήση και η κατοχή μικροποσότητας χασίς και δε θέλει να έχει βάρος στη συνείδησή του. Όμως ο διοικητής του τον πιέζει, Θεωρεί πως τα στοιχεία είναι επαρκή για να δοθεί ένα τέλος και να συλληφθεί ο δράστης. Στο φινάλε έχουμε μία καταπληκτική σκηνή στην οποία ο Κρίστι, που φαίνεται πως δεν είναι «γουρούνι, δολοφόνος», προσπαθεί να πείσει το διοικητή του να «τη χαρίσουν» στο νεαρό. Και τότε ξεκινά μία συζήτηση στην οποία οι δύο άνδρες επιχειρηματολογούν προσπαθώντας να πείσουν ο ένας τον άλλον για το νόημα των λέξεων. «Συνείδηση», «καθήκον», «νόμος» κλπ. Μάλιστα, ο διοικητής καταφεύγει και στη χρήση ενός λεξικού. Πρόκειται για μία σκηνή που, κατά την άποψή μου, η θέση της είναι στην κινηματογραφική ανθολογία.
Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου αφηγείται με μία λιτότητα που εντυπωσιάζει, ίδιον μεγάλου σκηνοθέτη. Δε χρησιμοποιεί κανένα εξωτερικό στοιχείο εντυπωσιασμού. Τα πάντα είναι απέριττα, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι χαρακτήρες του και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται. Χειρίζεται με μαεστρία το θέμα του, και εισχωρεί βαθιά μέσα τον κεντρικό του χαρακτήρα, τον Κρίστι, σκιαγραφώντας την εσωτερική του σύγκρουση. Για να γίνει πιο κατανοητή η προσωπικότητά του, τον δείχνει να επιστρέφει στο σπίτι και να μιλά με τη γυναίκα του για διάφορα πράγματα που συνήθως συζητούν τα αντρόγυνα. Είναι μία ταινία η οποία πιάνει ένα απλό, καθημερινό θέμα και του προσδίδει ένα τεράστιο μέγεθος, όπως είναι για τον κάθε άνθρωπο αυτό που αντιμετωπίζει. Δε βιάζει την κάμερά του. Την αφήνει να κινείται αργά και υπομονετικά, δεν κάνει αλόγιστη χρήση του μοντάζ, δίνει σημασία στα λόγια των ηρώων του. Γιατί, εντέλει, αυτό επιθυμεί και ο ίδιος, αυτός είναι ο σκοπός του. Δε θέλει να κάνει μια αστυνομική ταινία, με πλοκή, δράση καλούς και κακούς. Είναι μια ταινία εσωτερικών διεργασιών. Φαίνεται απλή αλλά πατάει σε ένα εξαιρετικά δυνατό σενάριο, που δε βασίζεται σε εύκολους και εξυπνακίστικους διαλόγους που συχνά παραπλανούν το θεατή. Αντιθέτως, ο κάθε διάλογος έχει ιδιαίτερη σημασία, η κάθε λέξη, αν και μιλάμε για το χαμένο νόημα των λέξεων, έχει το νόημά της. Η δε τελική «σύγκρουση» δεν έχει εφέ, πυροβολισμούς και διάφορα ταρατατζούμ. Αλλά είναι μία εκπληκτικής δύναμης συζήτηση ανάμεσα σε δύο δυνατούς παίκτες που και εκεί, αν και είμαστε με το μέρος του Κρίστι, ο διοικητής λειτουργεί με εκπληκτική ευστροφία και πειθώ. Και εδώ δεν μπορεί κάποιος να πάρει εύκολα θέση, δεν μπορεί χωρίς σκέψη να αποφασίσει περί του καλού και του κακού. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι υψηλού επιπέδου, σε πολύ δύσκολους ρόλους, κατά τη γνώμη μου. Μια μεγάλη - μικρή ταινία. Μία ανεξάρτητη και φτηνή παραγωγή από τη Ρουμανία, που όπως έχω πολλές φορές επαναλάβει, βιώνει την άνθηση της κινηματογραφίας της.

Το χαμένο νόημα των λέξεων


Η ταινία προβλήθηκε στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Θεσσαλονίκης. Η Εποχή είχε κάνει μία αναφορά τότε και επιπλέον, στις 29 Νοεμβρίου είχαμε φιλοξενήσει και μία μικρή συνέντευξη του σκηνοθέτη.
Σήμερα θα δημοσιεύσουμε ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Κορνέλιου Πορουμπόιου, που παραχώρησε στη ρουμάνα συνάδελφό Ιουλία Μπλάγκα, και αλίευσα στο διαδίκτυο.
ΕΡ.: Νομίζω πως είναι μία από τις πιο σοβαρές ταινίες σχετικά με την μετακομμουνιστική κοινωνία.
ΑΠ.: Σκέψου πως σε καθορίζει η καθημερινότητα. Επηρεάζεσαι μέχρι το μεδούλι. Εγώ ζω εδώ και η προβληματική των ταινιών μου δεν μπορεί παρά να πηγάζει με τα όσα συμβαίνουν εδώ.
ΕΡ.: Ήθελες από την αρχή να προσεγγίσεις την μετακομμουνιστική πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα ενός πραγματικού γεγονότος;
ΑΠ.: Όχι, περισσότερο ενδιαφέρθηκα εξαιτίας δύο πραγματικών περιστατικών που έπεσαν στην αντίληψή μου. Πρόκειται για την ιστορία ενός νέου ο οποίος προδίδει τον αδελφό του σε μία παρόμοια περίπτωση, με χασίς, και άλλη μία που μου αφηγήθηκε ένας φίλος αστυνομικός ο οποίος κάποια στιγμή είχε μια τέτοια υπόθεση την οποία δεν ήθελε να κλείσει. Σταδιακά έφτασα να κάνω μία ταινία για τις λέξεις που έχουν χάσει το νόημά τους. Ανάμεσά τους και η λέξη προδοσία. Ο ήρωάς μου, ο Κρίστι, πιστεύει πως είμαστε όλοι καλοί από τη φύση μας, που είναι και αυτό μία έκφραση που έχει χάσει το νόημά της.
ΕΡ.: Το σενάριο είναι τόσο καλά δομημένο που μπορείς να αναγνωρίσεις πως τόσο ο Κρίστι όσο και ο διοικητής του αστυνομικός έχουν και οι δύο δίκιο.
ΑΠ.: Ο καθένας έχει το δικό του δίκιο. Για μένα σε αυτό οφείλεται και η δυσκολία της τελικής σκηνής. Το πως ο διοικητής θα πείσει τον Κρίστι με τα λόγια, χρησιμοποιώντας μάλιστα, ένα λεξικό.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Πορουμπόιου αναφέρει πως όταν κινηματογραφούσε ήταν επηρεασμένος από τον Μπρεσόν τόσο στο πώς να κάνει χρήση της γλώσσας του σώματος όσο και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων του.
Ερωτώμενος επίσης πως αν με αυτήν την ταινία αισθάνεται πως έχει αγγίξει το μάξιμουμ, απάντησε: «Δε μου αρέσει να σκέπτομαι έτσι». Πολύ καλή απάντηση που αν μη τι άλλο κρύβει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Η ταινία «Αστυνομία, ταυτότητα», θα είναι η επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για τα βραβεία Όσκαρ. Για να φτάσει όμως ως εδώ, εκτός από τις θετικές κριτικές που έχει συγκεντρώσει έχει συλλέξει και πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, όπως: 1ο Βραβείο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ των Κανών, Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο ίδιο φεστιβάλ, 1ο Βραβείο στο Φεστιβάλ του Βούκοβαρ (Κροατία), 1ο Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τρανσυλβανία στο Κλουζ- Ναπόκα (Ρουμανία), 1ο Βραβείο στο Εναλλακτικό Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου της Βαρκελώνης, Ειδική μνεία στο Φεστιβάλ της Λουμπλιάνας (Σλοβενία), Χρυσό Ταύρο (1ο Βραβείο) στο Φεστιβάλ στο Δρόμο της Άγκυρας κλπ.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Ντράγκος Μπούκουρ στο ρόλο του Κρίστι και ο Βλαντ Ιβάνοφ στο ρόλο του διοικητή Ανγκελάκε.
Η ταινία θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη και, όπως αντιλαμβάνεστε από τα παραπάνω, την προτείνω ανεπιφύλακτα.

Στράτος Κερσανίδης - ΕΠΟΧΗ

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ρουμανική πολιτική σάτιρα



Η συνείδηση και η ενοχή εξετάζονται με σαρκαστικό, συχνά μαύρο χιούμορ μέσα από την ιστορία ενός νεαρού, ευσυνείδητου αστυνομικού, που αρνείται να συλλάβει ένα μαθητή για χρήση ναρκωτικών - βραβείο FIPRESCI και «Ενα κάποιο βλέμμα».
Μετά την εξαιρετική ρουμανική ταινία «4 μήνες, 3 βδομάδες και 2 μέρες» του Κρίστιαν Μουνγκίου, έρχεται τώρα μια άλλη ταινία, η «Αστυνομία, ταυτότητα» («Αστυνομικός, επίθετο», όπως είναι ο πρωτότυπος και πιο έγκυρος τίτλος), σκηνοθετημένη από τον 34χρονο Κορνέλιου Πορουμπόιου (δημιουργός της φαρσικής πολιτικής κωμωδίας «12.08: Ανατολικά του Βουκουρεστίου»), για να μας επιβεβαιώσει πως στη σύγχρονη Ρουμανία υπάρχει μια ομάδα νέων σκηνοθετών που καταπιάνονται, με έμπνευση και πρωτοτυπία, με σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας τους - προβλήματα, ταυτόχρονα, με παγκόσμια απήχηση.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα είδος «αστυνομικής» ταινίας, που όμως κινείται ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και την αλληγορία. Βρισκόμαστε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στη μετά την πτώση του Τσαουσέσκου Ρουμανία, όπου ο Κρίστι (πολύ καλός στον ρόλο ο Ντράγκος Μπούκουρ), ένας νεαρός, ευσυνείδητος αστυνομικός με πολιτικά, παρακολουθεί ένα μαθητή που καπνίζει μαριχουάνα, προσφέροντας και στο κορίτσι του. Οταν όμως ο προϊστάμενός του τον διατάζει να τον συλλάβει, ο Κρίστι, με βάση τα στοιχεία που έχει μαζέψει, αρνείται, υποστηρίζοντας πως το «έγκλημα» είναι ασήμαντο και η συνείδησή του δεν του το επιτρέπει. Γιατί αν ο μαθητής συλληφθεί, θα καταδικαστεί σε φυλάκιση 5-15 χρόνων, πράγμα που θα καταστρέψει τη ζωή του, όταν μάλιστα στην Πράγα η μαριχουάνα είναι ήδη ελεύθερη, ενώ και στη Ρουμανία, μόλις η χώρα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η χρήση της δεν θα θεωρείται έγκλημα.
Ακολουθεί μια εκπληκτική συζήτηση με τον προϊστάμενό του (στον ρόλο ένας εξαίρετος Βλαντ Ιβάνοφ, που ερμήνευε τον υπεύθυνο για την έκτρωση στην ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις βδομάδες και δύο μέρες»), ο οποίος επιμένει πως ο Κρίστι πρέπει να κάνει το καθήκον του και του ζητά να φέρει ένα λεξικό για να εξετάσουν τι σημαίνουν οι λέξεις «συνείδηση», «δικαιοσύνη» και «αστυνομία». Κι αρχίζει ένα παιχνίδι, σχεδόν μακάβριο, ανάμεσα στους δυο τους, με τον προϊστάμενο να ακολουθεί κατά γράμμα τη σημασία των λέξεων και να προσπαθεί με μια διαστρεβλωμένη διαλεκτική να αποδείξει στον Κρίστι πως έχει άδικο και ότι, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, πρέπει να συλλάβει τον μαθητή. Η σκηνή, που διαρκεί περισσότερο από 20 λεπτά -το απόγειο της εκπληκτικής αυτής ταινίας-, γεμάτη σαρκασμό και μαύρο χιούμορ, ξεσκεπάζει την υποκρισία και τη γραφειοκρατία ενός καθεστώτος που δεν έχει ακόμη καταφέρει, σε αρκετά σημεία του, να απαλλαγεί από τα σφάλματα και την αυταρχική συμπεριφορά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το θέμα, βέβαια, της συνείδησης και γενικά των ανθρώπινων αξιών, που συχνά συγκρούονται με τη στενή έννοια του νόμου, ξεπερνά τη συγκεκριμένη ιστορική και πολιτική αναφορά στην ταινία, γιατί αφορά όλους μας.
Με απλές, δοσμένες με έναν ηθελημένα αργό ρυθμό, σκηνές, με μεγάλης διάρκειας ρεαλιστικά (ως προς τον χρόνο) πλάνα, με μια σκηνοθεσία θα έλεγα σχεδόν απαρατήρητη -ταυτόχρονα τόσο μελετημένη- ο Πορουμπόιου έφτιαξε μια πολύ έξυπνη, δοσμένη με φαντασία και πρωτοτυπία ταινία. Μια ταινία που όχι μόνο ξεσκεπάζει την υποκρισία του καταπιεστικού, ολοκληρωτικού καθεστώτος, στο οποίο μεγάλωσε ο σκηνοθέτης, αλλά και μας λέει πολλά για τον ίδιο τον εαυτό μας, την εξουσία και τις παραμέτρους της και γενικότερα τη σύγχρονη κοινωνία μας.

Νίνος Φενέκ Μικελίδης – ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ *****

Μεγαλοφυής μετα-σωκρατική σύλληψη: Θέμα συνείδησης, χρεώνει μόνο ο "άγραφος" ηθικός νόμος...

Απλά μαθήματα κινηματογραφικής Τέχνης, ουσίας και αφηγηματικής τεχνικής.. Η ταινία του Κορνέλιου Πορουμπόιου έρχεται από μια χώρα η οποία κατά τη γνώμη μου επιβεβαιώνει την δυναμική της στην Ευρωπαϊκή αγορά, μετά από Γαλλία, Γερμανία και Ισπανία (η Μεγ. Βρεττανία κινηματογραφικά λειτουργεί αυτόνομα, ως Γηραιά Αλβιόνα ή παράρτημα των ΗΠΑ, παρά Ευρωπαϊκά, ενώ η Ιταλία περνάει κρίση εδώ και δυό - τρεις δεκαετίες.). Το "Βουκουρέστι" (στο οποίο ευχαρίστως θα μετακόμιζα, αν δεν μου ανανέωναν τη Visa οι ΗΠΑ (!)) , προικισμένο με σοβαρότητα κι ορθολογιαμό, τό' χω ξαναπεί παραδίδει "masterclass" κάνοντας περήφανους τους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου, για το κίνημα αναβίωσης του νεορεαλισμού, τρίτης γενιάς. Βαθιά κοινωνική και πολιτική ταινία κάτω από την επιφάνεια, και με πολλά υπονοούμενα.
Η ταινία πολύ λιτά κι ελλειπτικά, αποκτά έναν δικό της εσωτερικό ρυθμό, με αφαιρετική λειτουργία από τις λίγες σκηνές μονοπλάνων, ενώ καταγράφει σε πραγματικό χρόνο, ότι έχει σχέση με την υπόθεση που εξιστορεί, πιστά στο "γράμμα του Νόμου", αλληγορικά στην "κατά συνείδηση" έκφραση και πρακτική. Αφήνει στο θεατή αρκετό χρόνο για να σκεφτεί - ενδιάμεσα - εναλλάσσοντας σκηνές διαλόγων με κείνες των μεγάλων σιωπών, σωματικής - καθημερινής - δράσης. Η αφήγηση είναι δοκιμιογραφικού χαρακτήρα, περιγράφοντας λεπτομερώς όλες τις πτυχές στην σημασία της εφαρμογής του Νόμου, ενώ στην φόρμα επιλέγει ένα αργό "υπνωτικό" ύφος με εύστοχα, περίτεχνο και πολύπλοκο στην εξέλιξή του, στυλ. Μέσα από το πιο απλό παράγεται το πιο σύνθετο. Στην ουσία μιλάμε για το ένα νέο είδος νουβέλ βαγκ που γέννησε η Ρουμανία, την πρώτη δεκαετία των 00'ς,., επηρεασμένη σαφώς από το αυθεντικό κίνημα της Πολωνικής βερσιόν παρά της δημοφιλέστερης Γαλλικής. Ο σκηνοθέτης εξαντλεί το θέμα του απ' όλες τις πλευρές, ζωντανεύοντας το ενδιαφέρον με επιχειρήματα φιλοσοφικής και ηθικής υιοθετώντας την Σωκρατική μέθοδο διαλεκτικής. Κάθε ερώτηση έχει μία απάντηση και κάθε απάντηση γεννά ένα νέο ερώτημα ... Φαύλος κύκλος. Η αναζήτηση της αλήθειας, φέρνει αντιμέτωπες τον υπαρξισμό και τον ηθικό ιδεαλισμό. Η τελική λύση στο δράμα, εξαγνίζει την ψυχή, λυτρώνει και επιβεβαιώνει τη σοφία του ανώνυμου νομοθέτη. Είναι μια κοινωνική μάχη μεταξύ χάους (ζούγκλας) και τάξης (νόμων). Η ταινία φλερτάρει τον σωφρονιστικο παραδειγματισμό ως λύση σε παρόμοια προβλήματα. Τα διλήμματα είναι υποκειμενικά και βαθιά συναισθηματικά. Ο Νόμος όμως λειτουργεί αμοραλιστικά, υπεράνω όλων, και πάντα αντικειμενικά. Το ηθικό δίδαγμα είναι πως η ατομικότητα - της μοναδικής προσωπικότητας - μπορεί να προκαλέσει ανυπακοή, εξέγερση, ανατροπή του Συστήματος, όταν δεν υπολογίζει σωστά ή αδιαφορεί με τη λογική του συμβιβασμού ενός κοινωνικού συνόλου ή μιας ομάδας ή της κυριαρχούσας πλειοψηφίας... Θέμα ισορροπιών. Το ηθικό δίδαγμα δεν βρίσκεται στον Κενό του Νόμου, ούτε στην απουσία, πόσο μάλλον στον πόλεμο (θεμιτό ή αθέμιτο) εναντίον του. "Δεν έχεις τα προσόντα να κρίνεις το νόμο, εσύ" ακούγεται να λέει ο προϊστάμενος της Αστυνομίας στον ήρωά μας (τον αστυνομικό υπάλληλο, που έχει αναλάβει την υπόθεση των τριών μαθητών που κάνουν χρήση "μαλακών ναρκωτικών") και διατυπώνει με ζήλο, ένσταση, αμφιβάλοντας για την ορθότητά του.
Μόνο για απαιτητικούς και συνειδητοποιημένους (ψαγμένους) κινηματογραφόφιλους. Η απόλαυση είναι καθαρά εγκεφαλική, παράγει τροφή για σκέψη και ενεργοποιεί βαθύτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (αποδραματοποιημένα συναισθηματικά) που βασικά μας ξεχωρίζουν από τα ... άνοα θηλαστικά.
Νομίζω πως δεν πρέπει να παραλείψει να την δει Κος Χρυσοχοϊδης, και οι όμοιοί του επαγγελματίες πολιτικοί ή καριερίστες, κομφορμίστες και γενικώς καθεστωτικοί (νομικοί, σύμβουλοι κλπ.). Κάτι θα κερδίσουν. Μη σας στενοχωρεί που δεν είναι ψυχαγωγική! Η ζωή έχει πολλές σκοπιές. Η ταινία σας δείχνει γνήσια μια όψη της. Μην την αποκρύβετε. Εγώ την "βρήκα αρκετά", άλλωστε είμαι κι εγώ απρόβλεπτος, έτσι δεν είναι;

Δημήτρης Παπαμίχος – MyFilm.gr ****

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

"Ακαδημία Πλάτωνος" και "Τι απέγινε η Έλι" στις 11 καλύτερες ταινίες της χρονιάς σύμφωνα με το critics.gr

Οι κριτικοί του site critics.gr σε συνδιασμό με τους χρήστες, έβγαλαν τις 11 καλύτερες ταινίες της χρονιάς που πέρασε. Η λίστα είναι η εξής:


1) Η Λευκή Κορδέλα
2) Ψηλά στον Ουρανό (Up)
3) District 9
4) Moon
5) Άδωξοι Μπάσταρδη
6) Avatar
7) (500) Days of Summer
8) Ακαδημία Πλάτωνος
9) Τι Απέγινε η Έλι;
10) Χάρι Πότερ, Ο Ημίαιμος Πρίγκηψ
11) Στρέλλα

Αναλυτικά τα αποτελέσματα

Φίνο ερωτικό γαϊτανάκι με υπογραφή Ρενέ.

Η τελευταία δημιουργία του βετεράνου γάλλου σκηνοθέτη «Αγριόχορτα» ξεχωρίζει στην πρώτη κινηματογραφική εβδομάδα του 2010.
Είναι τόσο έντονη η ταυτόχρονη αίσθηση μελαγχολίας και χαράς που σου προκαλούν τα «Αγριόχορτα» («Les herbes folles», Γαλλία, 2009), η τελευταία δημιουργία του βετεράνου Αλέν Ρενέ, ώστε τελικά να μη σε ενοχλεί η μελιστάλαχτη νοσταλγία που αναδύει η ταινία. Αντιθέτως, καθετί στα «Αγριόχορτα», βασισμένα στο μυθιστόρημα «L΄ incident» («Το επεισόδιο») του Κριστιάν Γκαϊγί, νιώθεις ότι με έναν δικό του τρόπο σού μιλάει επειδή έχει όντως κάτι να σου πει. Ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα, όπως οι γόβες της πρωταγωνίστριας ( Σαμπίν Αζεμά ) τις οποίες στην εισαγωγή της ταινίας ο φακός παρακολουθεί επίμονα, ή τα κάδρα, τα μπλοκ, τα βιβλία, οι πένες και τα ρολόγια που βλέπουμε διάσπαρτα ενώ η ιστορία ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Στην πραγματικότητα, ο Ρενέ πλέκει ένα πολύ κομψό και πολύ φίνο ερωτικό γαϊτανάκι ανάμεσα σε έναν άνδρα προχωρημένης ηλικίας ( Αντρέ Ντισολιέ ) και στην εξίσου μεγαλούτσικη γυναίκα την οποία παρακολουθεί από τη στιγμή που βρίσκει το πορτοφόλι της (Αζεμά). Η σχέση τους αρχίζει τηλεφωνικώς, ενώ στην υπόθεση μπλέκεται ένας συμπαθέστατος αστυνομικός ( Ματιέ Αμαλρίκ ). Υπάρχει και ένα μυστηριώδες τρίτο πρόσωπο στην ιστορία ( Εμμανουέλ Ντεβός ). Με έναν περίεργο τρόπο όλοι οι ήρωες σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανεξάρτητοι αλλά συγχρόνως εξαρτημένοι, ενώ η φωνή του αφηγητή, σε συνδυασμό με τη μουσική του Μαρκ Σνόου («Χ-files»), δημιουργεί μια ψυχεδελική ατμόσφαιρα: λες και το φιλμ κινείται σε έναν δικό του, ξεχωριστό κόσμο. Και σε καλεί με φιλόξενο τρόπο να τον επισκεφθείςκάτι στο οποίο βοηθάει πολύ η φωτογραφίατου Ερίκ Γκοτιέ.

Γιάννης Ζουμπουλάκης - ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Ομορφα αγριόχορτα από έναν αγέραστο Αλέν Ρενέ

«Τα αγριόχορτα», η γοητευτική, δοσμένη με φαντασία και ποιητική διάθεση ταινία του 87χρονου, αγέραστου σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ, που αρχίζει να προβάλλεται αυτή την εβδομάδα, κλείνει τη χρονιά και ανοίγει την καινούργια με τον πιο όμορφο, μαγευτικό τρόπο.
Τα απρόβλεπτα της ζωής σε μια ιστορία «τρελού έρωτα» είναι στο επίκεντρο της θαυμάσιας αυτής ταινίας, δοσμένης με ενθουσιασμό, φρεσκάδα και εκπληκτική ομορφιά από έναν σκηνοθέτη που παρά τα 87 του χρόνια παραμένει ένας από τους πιο νεανικούς και πρωτοπόρους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Η ταινία του Αλέν Ρενέ, γυρισμένη 50 ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη του ταινία («Χιροσίμα, αγάπη μου»), ξεκινά από ένα ασήμαντο τυχαίο γεγονός, όταν ο Ζορζ Παλέ (ο τακτικός στις τελευταίες ταινίες τού Ρενέ ηθοποιός, Αντρέ Ντισολιέ), ένας παντρεμένος μεσήλικας άντρας, βρίσκει, στο γκαράζ που έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του, το πορτοφόλι που κλάπηκε από την τσάντα της Μαργκερίτ Μουίρ (άλλη τακτική ηθοποιός και σύζυγος του σκηνοθέτη, Σαμπίν Αζεμά), μιας οδοντογιατρού, με το χόμπι της αεροπόρου, που της αρέσει να οδηγεί αεροπλάνα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Θέλοντας να γνωρίσει το θύμα της κλοπής, ο Ζορζ προκαλεί μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, που πίσω τους κρύβουν τους σπόρους ενός «τρελού έρωτα», που όμως, παρά τις προσπάθειες των δυο τους για επαφή, το μόνο που κατορθώνουν είναι να απομακρύνονται κάθε φορά και περισσότερο ο ένας από τον άλλο. Κι αυτό, γιατί οι δυο τους μοιάζουν «με τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο, χωρίς όμως να έχουν καμία ελπίδα να αναπτυχθούν», όπως μου ανέφερε, στη συνέντευξη που μου έδωσε στη διάρκεια του Φεστιβάλ των Κανών, ένας 87χρονος Αλέν Ρενέ, με κάτασπρα μαλλιά και το ίδιο κάτασπρα, που δεν αποχωρίζεται ποτέ, σπορ παπούτσια. Ενας σκηνοθέτης, πρόδρομος της νουβέλ βαγκ, αν και ο ίδιος δεν θεώρησε ποτέ ότι υπήρξε μέλος της, ο οποίος όμως δεν έπαψε να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή του γαλλικού, μαζί και του παγκόσμιου, κινηματογράφου.
Γύρω από αυτή την απλή ίντριγκα, ο Ρενέ έφτιαξε μια ταινία ύμνο στον «τρελό έρωτα», μια ταινία-δαντέλα σ' ένα κέντημα που ξεπερνά την πιο ωραία, την πιο ευφάνταστη και απρόβλεπτη φαντασία. Οι απίθανα όμορφες εικόνες, η ευρηματική πλοκή με τις συνεχείς εκπλήξεις και ανατροπές, ο με μελέτη και σοφία συνδυασμός των διαφόρων κινηματογραφικών ειδών (από την κωμωδία σλάπστικ ώς το σασπένς και το ρομαντικό δράμα), ο διανθισμένος με χιούμορ διάλογος, οι με δεξιοτεχνία κινήσεις της κάμερας, η εξαιρετική μουσική επένδυση, ο ρυθμός (που συχνά δίνει στην ταινία τη μορφή του μπαλέτου), δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ευφορίας, σουρεαλιστικής ποίησης αλλά και θλίψης (της θλίψης που δημιουργεί το εφήμερο της ζωής), που μόνον ένας σκηνοθέτης με την εμπειρία, την ωριμότητα και τη σοφία ενός Ρενέ μπορούσε να πετύχει. Ταινία απόγειο του έργου ενός από τους λιγοστούς εναπομείναντες μεγάλους και πρωτότυπους δημιουργούς. Απολαύστε την!


ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ - ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ *****