Σελίδες

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Film Socialisme και ο Γκοντάρ απών


Ο Γκοντάρ είχε καταφέρει να βάλει δυναμίτη στο φεστιβάλ Καννών πριν να σβήσουν καν τα φώτα της αίθουσας για την προβολή του Film Socialisme. Με την, ήδη ιστορική, επιστολή στην οποία ακύρωνε την πολυαναμενόμενη προσέλευσή του σημειώνοντας «για το φεστιβάλ θα πήγαινα ως τον θάνατο, αλλά ούτε ένα βήμα παραπάνω» το πιο ανήσυχο πνεύμα του παγκόσμιου κινηματογράφου στην ουσία διακήρυσσε το εξής: αυτή η ταινία πρέπει (και αξίζει) να ταξιδέψει απροστάτευτη, ακριβώς όπως και οι ήρωές της. Που διασχίζουν τον κόσμο και την Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο, από την Αίγυπτο μέχρι την Αθήνα και την Βαρκελώνη, από τα σκαλιά της Οδησσού μέχρι το λιμάνι της Νάπολι.Φιλμ που σκέφτεται ακατάπαυστα και τολμάει τα πάντα, το Film Socialisme είναι ίσως η αποθέωση της όψιμης γκονταρικής περιόδου, όπου ταινίες όπως το Eloge de l’amour και το Notre Musique αποτελούσαν ήδη μελαγχολικά κολάζ πάνω στον σύγχρονο πολιτισμό. Ρήσεις του Μπαλζάκ και ελληνικά εμφυλιακά τραγούδια, παιδιά που φέρονται ως στοχαστές και μεγάλοι που ζητάνε μόνο λίγη αγάπη, όλα μπορούν να συνδιαλεχτούν στον επικών διαστάσεων καμβά του Γκοντάρ. Του οποίου το έργο αρχίζει εκεί ακριβώς όπου εξαντλούνται τα όρια της κριτικής. Γι αυτό και, για το γεγονός ότι ένας τέτοιος σκηνοθέτης συνεχίζει να μας δείχνει την κατάσταση των πραγμάτων, χωράει μόνο ευγνωμοσύνη.

Κωνσταντίνος Σαμαράς ΣΙΝΕΜΑ

Jean-Luc Godard: «Το δικαίωμα του δημιουργού; Μα ένας δημιουργός δεν έχει παρά καθήκοντα»

Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Jean-Luc Godard στην ομάδα του Inrocks, ο Γαλλοελβετός δημιουργός μιλά για τη νέα του ταινία "Film Socialiste", την υπόθεση και τη διανομή της, καθώς και για τα πνευματικά δικαιώματα, την τηλεόραση, την Ελβετία και την Ελλάδα.

Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα.

Για τον τίτλο της νέας του ταινίας "Filme Socialiste" και την υπόθεσή της
Είχα πάντα μια λίστα με έτοιμους τίτλους, που μου έδειχναν τις ταινίες που θα μπορούσα να γυρίσω. Όταν, βέβαια, ξεκίνησα να γυρίζω την ταινία αυτή, όσο περνούσε ο καιρός, ο τίτλος σταμάτησε να μου αρέσει τόσο πολύ. Η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «Κομουνισμός» ή «Καπιταλισμός», αντί για «Σοσιαλισμός» όπως είχα αποφασίσει. Αλλά συνέβη τυχαία κάτι διασκεδαστικό: όταν ο φιλόσοφος Jean-Paul Curnier διάβαζε μια μπροσούρα σχετικά με την ταινία, το όνομα της παραγωγής Vega Film προηγούνταν του τίτλου, με αποτέλεσμα να νομίσει ότι ο τίτλος ήταν Film Socialisme. Μου έστειλε, λοιπόν, ένα γράμμα 12 σελίδων λέγοντας μου γιατί του άρεσε ο τίτλος αυτός. Σκέφτηκα ότι θα έχει δίκιο και αποφάσισα να κρατήσω τη λέξη «Film» σαν πρώτη λέξη του τίτλου. Ήταν σαν η λέξη αυτή να αρνούνταν εν μέρη τη λέξη «σοσιαλισμός» του αρχικού τίτλου.
Στην αρχή σκεφτόμουν μια άλλη ιστορία, η οποία θα εκτυλισσόταν στη Σερβία, αλλά η ιστορία δεν προχωρούσε. Είχα, λοιπόν, τότε την ιδέα για μια οικογένεια που ζούσε σε ένα γκαράζ, την οικογένεια Martin. Αλλά αυτό δεν γινόταν σε μια ταινία μεγάλης διάρκειας: θα μετατρεπόταν σε μια απλή ιστορία, με μια μητέρα και τα παιδιά της, μια ταινία σαν αυτές που θα μπορούσε να γυρίσει κανείς και στη Γαλλία, με διαλόγους και διαφορετικές ψυχικές καταστάσεις.
Οι σκηνές διακόπτονται πριν οι πρωταγωνιστές μετατραπούν σε ήρωες ταινίας. Πρόκειται περισσότερο για αγάλματα, τα οποία μιλούν. Κι αν μιλάμε για αγάλματα, τότε σκεφτόμαστε «πρόκειται για άλλες, παλαιότερες εποχές.» Κι αφού λέμε αυτό το «κάποτε», φεύγουμε για ταξίδι, πάμε στη Μεσόγειο. Εξού και η κρουαζιέρα.... πρόκειται για συνειρμούς, όταν λέμε συνειρμοί μπορούμε να πούμε μετά σοσιαλισμός. Κι όταν πούμε σοσιαλισμός, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για την πολιτική.

Για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας
Είμαι κατά του νόμου Hadopi, ασφαλώς. Δεν υπάρχει πνευματική ιδιοκτησία. Είμαι, για παράδειγμα, κατά της έννοιας της κληρονομιάς.
Δεν διατίθεμαι να προβάλλω κάποια αντίρρηση αν κάποιος άλλος καλλιτέχνης πάρει εικόνες από τις ταινίες μου. Εξάλλου οι άνθρωποι το κάνουν αυτό, τις ανεβάζουν στο διαδίκτυο, κι αυτό δεν είναι πάρα πολύ καλό. Αλλά δεν νιώθω ότι παίρνουν κάτι από μένα. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω σύνδεση στο διαδίκτυο. Αλλά στην ταινία μου υπάρχουν εικόνες που έρχονται από το διαδίκτυο.
...το δικαίωμα του να παραπέμπεις σε κάτι δεν υπάρχει στον κινηματογράφο, όπως υπάρχει στη λογοτεχνία. Στην επιστήμη κανείς δεν πληρώνει για να χρησιμοποιήσει μια φόρμουλα την οποία έχει αναπτύξει κάποιος συνάδελφός του.Ο κινηματογράφος, όμως, δεν το επιτρέπει αυτό. Το δικαίωμα του δημιουργού, πρόκειται για κάτι πραγματικά αδύνατο. Ο δημιουργός δεν έχει κανένα δικαίωμα, εγώ δεν έχω κανένα δικαίωμα. Έχω μόνο υποχρεώσεις. Επιπλέον, στην ταινία μου δεν υπάρχουν παραπομπές, έχω δανειστεί απλά κάποια κομμάτια.

Για τη διανομή της ταινίας
H ταινία θα διατίθεται δωρεάν στο Internet την ίδια στιγμή που θα προβάλλεται σε σινεμά. Δεν πρόκειται για δική μου ιδέα. Όταν κάναμε τα προσεχώς του φιλμ, δηλαδή στην περίπτωση αυτή όλη την ταινία σε fast-forward, πρότεινα να τα ανεβάσουμε στο Youtube επειδή είναι ένα καλό μέσο για προώθηση ιδεών. Το να ανέβει όλο στο διαδίκτυο ήταν ιδέα της διανομής. Μου έχουν δώσει χρήματα για την ταινία, οπότε κάνω αυτό που μου ζητούν. Εγώ δεν θα το επέλεγα, μας πήρε τέσσερα χρόνια να γυρίσουμε την ταινία.
Εγώ αυτό που θα έκανα θα ήταν να βρω δυο νέους, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που να έχουν μια κάποια σχέση με το σινεμά, σαν αυτούς που συναντά κανείς στα μικρά φεστιβάλ. Θα τους έδινα μια κόπια DVD της ταινίας και, στη συνέχεια, θα τους ζητούσα να εκπαιδευτούν στην πτώση με αλεξίπτωτο. Έπειτα θα έδειχνα τυχαία στο χάρτη κάποιες περιοχές της Γαλλίας και θα τους έστελνα να πέσουν με αλεξίπτωτο σε αυτές. Στο σημείο που θα προσγειώνονταν, εκεί θα έπρεπε να προβάλλουν την ταινία. Σε ένα καφέ, σε ένα ξενοδοχείο, με το αντίτιμο 3 ή 4 ευρώ, όχι παραπάνω. Θα μπορούσαν να κινηματογραφήσουν την εμπειρία αυτή. Μετά από ένα ή δυο χρόνια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να δούμε αν η ταινία μπορεί να προβληθεί στις κανονικές αίθουσες.

Για την τηλεόραση
Στη δεκαετία του 1980 εμφανιζόμουν στην τηλεόραση, αλλά αυτό με κάνει να βαριέμαι αυτή τη στιγμή. Δεν προσπαθώ πια να αλλάξω, να υπονομεύσω, συγκεκριμένες διαδικασίες στην τηλεόραση. Τότε πίστευα πως μπορώ να το κάνω. Δεν πίστευα ότι μπορώ να αλλάξω τα πράγματα όπως είχαν, αλλά να εμπνεύσω τον κόσμο να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Υπάρχουν ακόμα, πάντως, ορισμένα στοιχεία που με ενδιαφέρουν στην τηλεόραση: τα ντοκιμαντέρ για τα ζώα, τα ιστορικά κανάλια, αλλά και η σειρά Dr House. Αλλά δεν θα μπορούσα να δω 10 επεισόδια το ένα μετά το άλλο.

Για την Ελβετία
Όσον αφορά την Ελβετία, σκέφτομαι όπως ο Καντάφι της Λιβύης: ένα κομμάτι ανήκει στη Γαλλία, ένα άλλο στη Γερμανία, η ιταλική Ελβετία στην Ιταλία, και, ιδού! Δεν υπάρχει πια Ελβετία.

Για την Ελλάδα
Θα πρέπει να ευχαριστήσουμε την Ελλάδα, είναι στην πραγματικότητα η Δύση αυτή που χρωστά στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία.... Ξεχνάμε συνεχώς τους δεσμούς μεταξύ τραγωδίας και δημοκρατίας. Χωρίς τον Περικλή δεν θα μπορούσε να υπάρξει ο Σοφοκλής. Και χωρίς τον Περικλή δεν υπάρχει Σοφοκλής. Ο τεχνολογικός κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα χρωστά τα πάντα στην Ελλάδα. Ποιος εφηύρε τη λογική; Ο Αριστοτέλης. Αν ισχύει το Α και το Β, τότε ισχύει το Γ. Λογικό. Οπότε όλος ο κόσμος σήμερα χρωστά χρήματα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει εκατομμύρια δισεκατομμύρια σε πνευματικά δικαιώματα από τον σύγχρονο κόσμο, και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Χωρίς καθυστέρηση.Όσον αφορά το χαρακτηρισμό των Ελλήνων ως ψεύτες: Αυτό μου θυμίζει έναν παλιό συλλογισμό που είχα μάθει στο σχολείο. Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης, όλοι οι Έλληνες είναι ψεύτες, οπότε ο Επαμεινώνδας είναι Έλληνας. Δεν έχουμε προχωρήσει και πολύ από τότε.

ΠΗΓΗ: www.tvxs.gr

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

"Οι Ιρανές είναι επιθετικές και δυνατές"

«Η τέχνη δεν μου επιτρέπει μόνο να εκφράζομαι, αλλά και να διατηρώ την πειθαρχία μου στη ζωή. Παραμένει ακόμη ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίζω τις φοβίες μου και τα τρωτά μου σημεία. Τελικά, η τέχνη μου περιγράφει καλύτερα ποια είμαι από μένα».

Η Σιρίν Νεσάτ, η διάσημη Ιρανή εικαστικός, γεννήθηκε το 1957 στο Καζβίν. Είναι το τέταρτο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας, όχι ιδιαίτερα θρήσκας. Το 1979, όταν ξέσπασε η Ισλαμική Επανάσταση, ήταν 17 χρόνων. Ο γιατρός πατέρας επέμενε να σπουδάσουν όλα του τα παιδιά, «και τα κορίτσια». Ετσι αποφάσισε να τη στείλει στο Λος Αντζελες όπου έμενε η άλλη κόρη. «Τα πρώτα μου χρόνια στην Αμερική ήταν τα σκοτεινότερα της ζωής μου», θυμάται. Αν και δεν ήξερε καλά αγγλικά, κατάφερε να σπουδάσει τέχνη στο Μπέρκλεϊ.

Τη δεκαετία του '80 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου προσπάθησε να βρει την άκρη της καλλιτεχνικής της καριέρας. Τότε ζωγράφιζε. Ακόμη ντρέπεται για εκείνα τα έργα. Γνώρισε τον Κορεάτη Κίονγκ Παρκ, καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα, που διατηρούσε έναν αβάν-γκαρντ εκθεσιακό χώρο. Τον ερωτεύτηκε, τον παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί του ένα γιο.

Το 1991 επέστρεψε για πρώτη φορά μετά το 1979 στο Ιράν. Η χώρα δεν της θύμιζε τίποτε. «Σαν να χάθηκε το χρώμα. Ξαφνικά όλα ήταν ασπρόμαυρα». Εκανε κι άλλα ταξίδια μέχρι το 1996, οπότε και δεν επέστρεψε ξανά. Η εμπειρία της ήταν τραυματική. Εκανε πολλά χρόνια να συνέλθει. Αλλαξε τελείως η ζωή της. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και το βίντεο, χώρισε τον άντρα της, μετακόμισε στο Σόχο. Εγινε διάσημη.

Σε λίγες μέρες, στις 18 Μαρτίου, θα την έχουμε ξανά στη χώρα μας. Παρουσιάζει στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (κτίριο του Ωδείου Αθηνών) το νέο της έργο «Women without men» (Γυναίκες χωρίς άντρες), που αφηγείται τις ιστορίες πέντε Ιρανών γυναικών και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Σαρνούς Παρσιπούρ. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται εντατικά και με τη μεταφορά του στον κινηματογράφο. Η ταινία της, η πρώτη στην καριέρα της, ετοιμάζεται να ντεμπουτάρει σε κάποιο από τα μεγάλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. «Οποιο με δεχθεί...».

Και η ίδια, όμως, ετοιμάζεται να ντεμπουτάρει στη... Δύση. Σιγά σιγά, όπως μας λέει, θα αρχίσει να ασχολείται και με άλλα θέματα, έξω και πέρα από το Ιράν. Ψήφισε Ομπάμα, πιστεύει πολύ στον νέο πρόεδρο και αισθάνεται περήφανη που οι Αμερικανοί τον έστειλαν στον Λευκό Οίκο. «Τώρα έχουμε μια ευκαιρία για ειρήνη στον κόσμο, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή».

Από την αρχή της καριέρας της, το 1995, όταν παρουσίασε στη Νέα Υόρκη τη σειρά φωτογραφιών «Γυναίκες του Αλλάχ», δεν πέρασε απαρατήρητη. Οι γυναίκες με τις μαύρες μαντίλες -μεταξύ των οποίων και η ίδια- έχουν γραμμένους πάνω στα χέρια, στα πρόσωπα, ακόμη και στα μάτια τους ερωτικούς στίχους σύγχρονης ιρανικής ποίησης και κρατάνε περίστροφα και καραμπίνες.

Ορισμένοι κριτικοί την επέκριναν πιστεύοντας ότι εξωραΐζει την επανάσταση. Αλλοι, την κατηγόρησαν για έλλειψη θέσης και άποψης. Βιάστηκαν. Απέδειξε στη συνέχεια με το έργο της ότι απλούστατα σιχαίνεται τη «στρατευμένη» τέχνη και επιθυμεί το κοινό να επιλέξει μόνο του τις δικές του ερμηνείες.

«Δεν με ενδιαφέρει να κάνω τέχνη για να προβάλω τις προσωπικές μου πολιτικές απόψεις. Γενικότερα, δεν πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να κρίνει ή να επικυρώνει την πολιτική ατζέντα. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι η κριτική, αλλά και ανατρεπτική στάση μου φαίνεται στα έργα από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγω να εικονίσω συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Εξάλλου δεν θέλω το κοινό να φεύγει έχοντας δει ή ακούσει μια βαρύγδουπη πολιτική θέση, αλλά κάτι που στ' αλήθεια άγγιξε τα πιο βαθιά του συναισθήματα. Γιατί τότε η εμπειρία του γίνεται παγκόσμια, άχρονη, φιλοσοφική. Η συναισθηματική ένταση στην τέχνη είναι για μένα σημαντικότερη από οποιοδήποτε ιστορικό ή πολιτιστικό μάθημα», λέει.

Το 1999 με το «Turbulent» απέσπασε το πρώτο βραβείο στην Μπιενάλε της Βενετίας. Αποτελείται από δύο ασπρόμαυρα φιλμ, που προβάλλονται ταυτόχρονα σε αντικριστούς τοίχους. Στο ένα, ένας άνδρας εμφανίζεται πάνω στη σκηνή και λέει ένα παραδοσιακό τραγούδι. Καταχειροκροτείται από το εξ ολοκλήρου ανδρικό ακροατήριο. Οταν τελειώνει, η γυναικεία καλυμμένη φιγούρα στην άλλη ταινία αρχίζει να τραγουδάει υπέροχα σ' ένα άδειο θέατρο. Η Νεσάτ έφτιαξε το έργο όταν άκουσε μια Ιρανή να τραγουδάει δημόσια, κάτι που απαγορεύεται στο Ιράν.

Θυμάται ακόμη την ανταπόκριση του κόσμου. Ε, δεν είναι και λίγο. Σε μια μέρα έγινε διάσημη και περιζήτητη. «Παρ' όλο που και η μουσική και η γλώσσα στο "Turbulent" ήταν ιρανικές, φαίνεται ότι το αποτέλεσμα ξεπέρασε αυτές τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και το κοινό, ανεξαρτήτως φύλου ή φυλής, κατανόησε και το νόημα, αλλά και τα συναισθήματα πίσω από την εικόνα. Ηταν ένα από τα ελάχιστα έργα μου που δεν χρειάστηκε ποτέ να εξηγήσω».

Δεν κουράζεται να υπενθυμίζει σε όλους μας ότι είναι μια Ιρανή που ζει μακριά από την πατρίδα της. Ως εξόριστη πρέπει να εκφράσει την αγανάκτησή της, αλλά και να διερευνήσει πώς πολιτικές δυνάμεις ή γεγονότα, όπως η Ισλαμική Επανάσταση το 1979, καθόρισαν τη ζωή τη δική της, αλλά και πολλών ακόμη Ιρανών. «Το προσωπικό και το πολιτικό "τρέχουν" παράλληλα στο έργο μου. Δεν γίνεται να διαχωριστούν. Η πολιτική είναι συνυφασμένη με την ποιητική της καθημερινής ζωής. Αυτή η σύγκρουση, αλλά και το μπόλιασμα των δύο στοιχείων είναι εμφανής σε όλο το έργο μου. Οπωσδήποτε μέρος της διαδικασίας είναι και άλλα πολλά ερωτήματα, τα οποία με βοηθούν να διερευνήσω, να αντιμετωπίσω και να αποδομήσω όλων των ειδών τα στερεότυπα. Για παράδειγμα, η Δύση θεωρεί τις γυναίκες στο Ισλάμ "θύματα", "πειθήνιες" συζύγους. Δεν είναι αλήθεια. Δεν θα αρνηθώ ότι οι γυναίκες καταπιέζονται, αλλά σε αντίθεση με τα δυτικά στερεότυπα, εγώ τις βρίσκω εξαιρετικά επιθετικές και δυνατές. Ανέκαθεν εναντιώνονταν και διαδήλωναν απέναντι σε κάθε εξουσία που τους επιβαλλόταν. Πιστεύω ότι μελετώντας την κατάσταση των γυναικών και την αντίθεση ανδρών και γυναικών, μπορεί κανείς να κάνει μια ενδιαφέρουσα πολιτισμική ανάγνωση της κοινωνίας στο Ισλάμ. Για παράδειγμα, όταν ανέλαβε την εξουσία ο βασιλιάς του Ιράν, σάχης Ρεζά, στις αρχές του 1900, επέβαλε στις γυναίκες να μην φοράνε μαντίλα. Η Ισλαμική Επανάσταση, το 1979, έκανε το αντίθετο. Αποδεικνύεται ότι τα γυναικεία σώματα, και πολύ περισσότερο η δημόσια εμφάνισή τους, απεικονίζουν την ιδεολογία κάθε κυβέρνησης. Η φυσική παρουσία της γυναίκας σήμερα στο Ιράν, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό της βίο, φανερώνει την ισλαμική ατζέντα της κυβέρνησης, η οποία ξεκάθαρα είναι ανάλγητη και άγρια απέναντι στις γυναίκες».

Ζείτε περισσότερα από 30 χρόνια στην Αμερική. Δεν αισθανθήκατε ποτέ την ανάγκη να δημιουργήσετε ένα έργο για τις γυναίκες που ζουν δίπλα σας;

«Οσο περνούν τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι η δουλειά μου ολοένα και περισσότερο γίνεται απόμακρη ακόμη και για την κουλτούρα του Ιράν. Με άλλα λόγια, μπορεί να χρησιμοποιώ τα φαρσί, Ιρανούς ηθοποιούς και τοποθεσίες που μοιάζουν να είναι του Ιράν (σ.σ. το Μαρόκο), δεν απευθύνομαι όμως μόνο σε Ιρανούς ούτε αφηγούμαι ιστορίες μόνο Ιρανών. Επομένως, το θέμα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ο τόπος, αλλά και η γλώσσα είναι τελικά άσχετα με το θέμα. Για παράδειγμα, η "εξορία" που επανειλημμένα εμφανίζεται στο έργο μου, δεν είναι ένα θέμα αποκλειστικά των Ιρανών. Σύντομα, λοιπόν, θα μετακινηθώ σε δυτικές τοποθεσίες, αλλά και αφηγήσεις, μόνο που η μετάβασή μου αυτή θα είναι αργή». *

Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ