Σελίδες

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Συνέντευξη του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν




Στον Σαρκοζί ταιριάζει μόνον η κωμωδία

Το όνομα του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν δεν είναι από τα πλέον γνωστά στο ελληνικό κοινό. Στην πατρίδα του, όμως, τη Γαλλία, συμβαίνει το αντίθετο. Ο γεννημένος το 1953 σκηνοθέτης, με σπουδές κοινωνιολογίας, από το 1980 υπογράφει τη μία ταινία μετά την άλλη ως σκηνοθέτης ή παραγωγός. Τις περισσότερες φορές πλατό των ταινιών του είναι η πατρίδα του, η Μασσαλία. «Αν γυρίσω ταινία αλλού, αισθάνομαι σαν κλέφτης», λέει.


Οι κριτικοί τον ανακάλυψαν το 1995 με την ταινία «Α la vie, a la mort!». Και το ευρύ κοινό με την αισιόδοξη «Marius et Jeannette», που χάρισε στην Αριάν Ασκαρίντ Σεζάρ ερμηνείας το 1998.

Στην Αθήνα βρέθηκε καλεσμένος του 10ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου για να παρουσιάσει την τελευταία του ταινία «Lady Jane» (στις αίθουσες το φθινόπωρο), ένα φιλμ νουάρ, με πρωταγωνιστές τρεις φίλους, οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία μοίραζαν στις εργάτριες της γειτονιάς τους, στην Μασσαλία, κλεμμένες γούνες. Ηταν η εποχή που οι «Rolling Stones» τραγουδούσαν το «Lady Jane». Ετσι πήρε τον τίτλο της και η ταινία. Η συμμορία ξανασυναντιέται μετά από χρόνια, για να βοηθήσει μέλος της να βρει τον γιο της, που έχει απαχθεί.

Προσπαθώ να κάνω λαϊκό σινεμά, οπότε πρέπει να χρησιμοποιώ κώδικες που γνωρίζει το κοινό. Το νουάρ είναι η πιο γνωστή φόρμα, γιατί γεννήθηκε μαζί με το σινεμά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν μια ταινία είναι ασπρόμαυρη, μπορείς να τη «διαβάσεις» καλύτερα. Το «Lady Jane» βασίζεται στην ιδέα της εκδίκησης. Υπάρχει μια σκηνή, όπου ένα παιδί πεθαίνει μπροστά στα μάτια της μητέρας του. Αν δεν ήταν ασπρόμαυρη, η αίσθηση θα ήταν λιγότερο έντονη. Λειτουργεί με όρους ελληνικής τραγωδίας».
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της εκδίκησης; Διάβασα ότι έχει σχέση με την καταγωγή σας.
«Ο πατέρας μου είναι Αρμένιος και η μητέρα μου Γερμανίδα. Από τη μεριά του πατέρα μου, υποστήκαμε μια γενοκτονία. Από της μητέρας μου, διαπράξαμε μία άλλη. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί, ενδεχομένως υποσυνείδητα, γιατί δεν έχω τραύματα. Η ιδέα της εκδίκησης με προβληματίζει επίσης, επειδή καμιά φορά γίνεται απαραίτητη στην πολιτική, όταν καθοδηγείται από τα κράτη. Πάρτε για παράδειγμα τι συμβαίνει σήμερα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη».
Εχετε πειραματιστεί με πολλά κινηματογραφικά είδη. Τι είναι για εσάς το σινεμά;
«Να μιλάς στους νέους. Ενα άλλο κομμάτι ευχαρίστησης αυτής της δουλειάς είναι να επιχειρείς πρότζεκτ, ενώ φοβάσαι για το αποτέλεσμα τους. Για αυτό παίζω με τα είδη. Για να διατηρώ το σασπένς και να βρίσκομαι σε εγρήγορση. Αυτό που είναι σημαντικό για μια ταινία, είναι να έχει βαρύτητα, γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι πλάκα. Πρέπει να κάνει προτάσεις ενός επιπέδου στο κοινό».
Τι γνώμη έχετε για το σύγχρονο γαλλικό σινεμά;
«Οχι καλή. Ο εμπορικός κινηματογράφος μου φαίνεται όλο και πιο ηλίθιος και χυδαίος. Το σινεμά των δημιουργών, από την άλλη, είναι κλεισμένο στον εαυτό του, στενόμυαλο, χωρίς φιλοδοξίες, βαρετό. Ανέκαθεν ο κινηματογράφος αιωρείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις, αλλά τώρα έχουμε πάει στα άκρα. Ο κινηματογράφος πάει καλά, όταν πηγαίνει καλά και η χώρα. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε σπουδαίους δημιουργούς και καλό εμπορικό σινεμά. Παράδειγμα καλής περιόδου είναι το ιταλικό σινεμά του '70, όπου ο εμπορικός κινηματογράφος είχε σκηνοθέτες όπως οι Ρίτσι, Μονιτσέλι, Κομεντσίνι, δηλαδή σπουδαίους και ταυτόχρονα πολύ δημοφιλείς. Παράλληλα, υπήρχαν οι Παζολίνι, Ρόσι, Φελίνι, Βισκόντι. Τώρα το σινεμά περνά μια βρώμικη περίοδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιοπρόσεκτες προσωπικότητες».
Εχετε παραλληλίσει τους Γάλλους δημιουργούς με τον Αστερίξ. Κι αυτοί πολεμούν εναντίον μιας αυτοκρατορίας, του Χόλιγουντ.
«Εφτά μεγάλες εταιρείες παράγουν το 80-85% των ταινιών διεθνώς. Πρέπει όμως να γυρίζουμε ταινίες στις χώρες μας, στο φυσικό μας ντεκόρ, στη γλώσσα μας, με τους ηθοποιούς μας. Εκτός από πολιτιστική και οικονομική, είναι και ανθρωπολογική ανάγκη. Χρειαζόμαστε έναν καθρέφτη του εαυτού μας. Με τον ίδιο τρόπο, κι εσείς πρέπει να γυρίζετε ταινίες στην Αθήνα που βλέπω από το παράθυρο. Ο αμερικανικός κινηματογράφος, βέβαια, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Εδώ και 50 χρόνια μαζεύει τα μεγαλύτερα ταλέντα της υφηλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το '50 στον αμερικάνικο κινηματογράφο κυριαρχεί ο Γερμανός Φριτς Λανγκ».
Εχετε κάνει μια ταινία για τον Μιτεράν («Ο περιπατητής στο Πεδίον του Αρεως»). Θα κάνατε ποτέ για τον Σαρκοζί;
«Ο Μιτεράν είναι προσωπικότητα με βάθος. Ο Σαρκοζί είναι κωμικό πρόσωπο, σαν τον γελωτοποιό του βασιλιά. Οπότε, μόνο μια κωμωδία θα μπορούσα να κάνω. Κι αυτή θα ήταν πολύ σύντομη. Με τον Σιράκ, επίσης, θα ήταν αδύνατο. Για να κάνεις ταινία για έναν πολιτικό θα πρέπει να είναι σεξπιρική οντότητα». *


10-04-09 Συνέντευξη στη Χρυσούλα Παπαϊωάννου - Ελευθεροτυπία






PRECIOUS: ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ







ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Οι «Αναχωρήσεις», λοιπόν, που έκαναν και καλά την έκπληξη στην ξενόγλωσση κατηγορία, είναι το καλύτερο έργο που έχω δει με θέμα το θάνατο, όπου το άτιμο κατάφερε όχι μόνο να μην τρομάζει, να μην απωθεί, αλλά να λυτρώνει. Μόνο με τα βιβλία του Γιάλομ μού έχει συμβεί το ανάλογο.
Να λυτρώνει, να συμφιλιώνει και το κυριότερο, μια και μιλάμε για κινηματογράφο, να καταλήγει σε μια ταινία για να την ευχαριστιέται ο κόσμος. Οπως και με το «Slumdog»Ας δουν λοιπόν οι Ελληνόπαιδες της Θεσσαλονίκης, του Κέντρου Κινηματογράφου και όλων των λοιπών καταστροφικών φορέων τι σημαίνει «θέλω να μιλήσω για ένα θέμα». Ο Ιάπωνας βρίσκει το χαρακτήρα μέσα από τον οποίο θα μιλήσει για το θέμα και βασανιστικά καταλήγει και σε ιστορία στην οποία θα εντάξει τον ήρωα ώστε να μιλήσει για το θέμα μέσω αυτού. Ετσι γίνονται τα έργα κι όχι με το να μας λέει ο καθένας τα προσωπικά του που δεν μας αφορούν καθόλου.Να ξέρετε πως η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε γραφείο κηδειών, ο ήρωας είναι αποτυχημένος μουσικός και καταλήγει να πιάσει δουλειά εκεί ως μακιγιέρ πτωμάτων, μα χωρίς να το συνειδητοποιεί θα φτάσει να ολοκληρώσει λογαριασμούς ζωής που ούτε τους υποπτευόταν.Ξετρελάθηκα με την ταινία. Κυρίως επειδή είναι από τα λίγα πράγματα που με έκαναν φέτος να δακρύσω. Κι έχει σημασία επειδή με την κουλτούρα της Απω Ανατολής γενικώς δεν εφαπτόμαστε, δεν μπορώ να τους νιώσω, μόνο εξ αποστάσεως να τους παρακολουθήσω. Εδώ έγινα ένα. Παναγιώτης Τιμογιαννάκης



«Αγριόχορτα» του Αλέν Ρενέ

Ένας νεανικός, παρά τα 87 του χρόνια, Αλέν Ρενέ, έδωσε με την ταινία του «Αγριόχορτα», μια φρεσκάδα στο σκοτεινό, εφιαλτικό συχνά, κατά τα άλλα κλίμα που δημιούργησαν οι περισσότερες ταινίες στο φετινό 62ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.
Με αφετηρία ένα ασήμαντο γεγονός - ένας άντρας βρίσκει το κλεμμένο πορτοφόλι μιας γυναίκας, την οποία αργότερα προσπαθεί να πλησιάσει και να γνωρίσει - ο Ρενέ (γνωστός από τα «Χρισοσίμα, αγάπη μου» και «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους») δημιούργησε την πιο φρέσκια, την πιο ζωντανή, τον πιο ευφάνταστη και πιο κινηματογραφική ταινία του φετινού φεστιβάλ.
Κάποτε, ο μεσήλικας άντρας (Αντρέ Ντισολιέ) και η μεσήλικη, αλλά πολύ ελκυστική, γυναίκα (Σαμπίν Αζεμά) φτάνουν στην ίδια επιθυμία: να έρθουν σ’ επαφή. Οι καταστάσεις όμως και οι συμπτώσεις τους εμποδίζουν, σαν τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο. Ο Ρενέ τους ακολουθεί με το μάτι του ποιητή, καταγράφοντας με μουσικότητα στην αφήγηση αλλά και άφθονο χιούμορ στους διαλόγους και τις καταστάσεις, την πορεία τους, αφήνοντας κάπου-κάπου να διεισδύσει μια πίκρα και μια μελαγχολία, η μελαγχολία εκείνη που προκαλεί το εφήμερο της ζωής.

Mariah Carey και Lenny Kravitz μαζί στη μεγάλη οθόνη!

Η Mariah Carey και ο Lenny Kravitz αποφάσισαν να αφήσουν για λίγο τη μουσική και να ασχοληθούν τώρα μετην ηθοποιία. Οι δυο τους εμφανίζονται στο “Precious“, που είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα “Push”, και έκανε πρεμιέρα στο 62ο φεστιβάλ των Καννών. Στο Precious η Carey ξεχνά τον έντονο και λαμπερό χαρακτήρα της και υποδύεται την δεσποινίδα Weiss, μια κοινωνική λειτουργό, ενώ ο Kravitz ένα γιατρό, τον John. (ελπίζουμε ο ρόλος του να είναι μεγάλος, αφού το όνομά του είναι το νούμερο 4 στο πόστερ της ταινίας)
Το στόρυ της ταινίας είναι για μια κοπέλα, την Claireece Precious Jones, η οποία περνά πολλές δυσκολίες στα εφηβικά της χρόνια και μεγαλώνει φτωχή, θυμωμένη, ευσωμούλα και γενικά.. απαρατήρητη. Το Precious αναμένεται να είναι μία από τις πιο ανατρεπτικές και συμπαθητικές ταινίες του ερχόμενου χειμώνα. Η ταινία έχει ήδη κερδίσει 3 βραβεία, ενώ έχει ακόμα 1 υποψηφιότητα σε διαγωνισμό.
Οι δύο καλλιτέχνες δήλωσαν ότι αυτή η συνεργασία δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη βοήθεια του σκηνοθέτη της ταινίας, Lee Daniels που κατάφερε να τους βγάλει τον καλύτερο τους εαυτό!!!

Ο Γκοντάρ έπιασε κρυφά στον Πειραιά

Ο επαναστάτης της νουβέλ βαγκ γυρίζει την ταινία «Socialisme» πάνω σε κρουαζιερόπλοιο που πλέει στη Μεσόγειο. Ανάμεσα στους επιβάτες-ηθοποιούς ο Αλέν Μπαντιού και η Πάτι Σμιθ. Ζήτησε να πάει Επίδαυρο, αλλά άλλαξε γνώμη.


Ενα κρουαζιερόπλοιο πλέει στη Μεσόγειο, όσο οι περίεργοι επιβάτες του συζητούν ή προβληματίζονται για την Ευρώπη και τον σοσιαλισμό, καθένας στη γλώσσα του.

Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσει κανείς μια ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Και αδύνατο να το επιχειρήσει, όταν πρόκειται για ένα ολοκαίνουργιο φιλμ που θα προβληθεί το 2010, διατηρώντας μέχρι τότε τα μυστικά του κρυμμένα. Οχι και τόσο ώστε να μη διαρρεύσει η είδηση για τα γυρίσματα που έκανε ο 79χρονος σκηνοθέτης, τον Μάρτιο, στον Πειραιά και για τη συμμετοχή του 39χρονου Πολ Γρίβα, γιου του σημαντικού διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα, στην 6μελή πολυεθνική ομάδα των βοηθών σκηνοθετών του.
Το τρέιλερ, που κυκλοφορεί ήδη στο Διαδίκτυο, μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι ο επαναστάτης-ποιητής της νουβέλ βαγκ επιστρέφει πέντε χρόνια μετά τη «Δική μας μουσική», με αειθαλείς τις πολιτικές και φιλοσοφικές του διαθέσεις. Την εντύπωση ενισχύει ο τίτλος της ταινίας, «Σοσιαλισμός», οι λίγες αλλά ενδεικτικές εικόνες στο τρέιλερ, αλλά και φράσεις όπως «Η καημένη η Ευρώπη. Δεν μπορούμε να την εξαγνίσουμε, αλλά ούτε και να την ξεπεράσουμε» ή «Το Ισλάμ είναι η Δύση της Ανατολής».
Στις μεγάλες εκπλήξεις είναι και το πολυεθνικό καστ που συγκεντρώνει από τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού και τον Γάλλο ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό Ντομινίκ Ρενιέ, μέχρι την Πάτι Σμιθ και τον συνεργάτη της Λένι Κέι. Και από τον Παλαιστίνιο πρέσβη στην UNESCO, ιστορικό και ποιητή Ελίας Σανμπάρ και τον Γάλλο οικονομολόγο Μπερνάρ Μαρί, μέχρι την πρώην τενίστρια Κατρίν Τανβιέ. Οι περισσότεροι υποδύονται τον εαυτό τους. Το καστ συμπληρώνουν Αφρικανοί, Γάλλοι, Ούγγροι και Ρώσοι ηθοποιοί. Τη μουσική επένδυση επιμελούνται ο Μάνφρεντ Αϊχερ και η ECM.
Για την πλοκή ελάχιστα στοιχεία δημοσιοποιήθηκαν, π.χ. ότι «ανάμεσα στους επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου βρίσκεται ένας ηλικιωμένος εγκληματίας πολέμου (αδιευκρίνιστης εθνικότητας). Ενας διάσημος Γάλλος φιλόσοφος. Ενας Μοσκοβίτης επιθεωρητής της αστυνομίας. Μια Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Ενας Γάλλος αστυνομικός. Μια αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών. Ενας πρώην διπλός πράκτορας. Ενας Παλαιστίνιος πρέσβης...». Η κρουαζιέρα προβλέπει σταθμούς «σε έξι περιοχές αληθινών ή ψεύτικων μύθων: Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Οδησσός, Ελλάς, Νάπολη, Βαρκελώνη». Προβλέπει φυσικά και περίεργες «γκονταρικές» συνθήκες: «Τη νύχτα δύο ανήλικα αδέλφια καλούν τους γονείς τους σε δίκη για το θέμα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης».
Οσο για τα γυρίσματα στη χώρα μας, ο σκηνοθέτης Μάρκος Χολέβας επιβεβαιώνει ότι οι συνεργάτες του Γκοντάρ είχαν απευθυνθεί στο Film Commission Office του Κέντρου Κινηματογράφου προκειμένου να κινηματογραφήσουν κάποιο από τα αρχαία θέατρα (με προτίμηση στην Επίδαυρο). Οι Ελληνες φορείς τούς εξήγησαν τα περί αδειοδότησης από το ΚΑΣ και τους ζήτησαν το σενάριο. Επειδή τέτοιο δεν υπήρχε -ο Γκοντάρ δουλεύει χωρίς σενάριο- ζητήθηκε η συμβολή του ΥΠΠΟ. Λίγο καιρό αργότερα το Film Commission πληροφορήθηκε ότι τα σχέδια του Γκοντάρ είχαν αλλάξει: το κρουαζιερόπλοιο είχε πέρασει incognito από τον Πειραιά για ένα σύντομο γύρισμα... *



ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής των Καννών στον μεγάλο Αλέν Ρενέ

Ο σπουδαίος Αλέν Ρενέ ο οποίος ανήκε στο λεγόμενο ρεύμα της «αριστεράς όχθης» ενώ παράμενε φιλικά προσκείμενος στη nouvelle vague, ήταν αυτός που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής των Καννών, με την ταινία LES HERBES FOLLES (Αγριο χορτάρι). Μια γλυκιά, νοσταλγική κωμωδία ηθών σύμφωνα με την οποία ένας παντρεμένος μεσήλικος πατέρας ( Αντρέ Ντισολιέ ) παρασύρεται από τη γοητεία μιας μυστηριώδους γυναίκας ( Σαμπίν Αζεμά ) και την πολιορκεί με έναν γλυκό αλλά και ασφυκτικό τρόπο. Γαλήνια σουρεαλιστική, η ταινία αποτέλεσε ένα ευχάριστο διάλειμμα σε ένα φεστιβάλ λουσμένο στο αίμα και στις ακρότητες. Ο Ρενέ σχολίασε το φαινόμενο της βίας απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση: « Πολλά πράγματα που θεωρούσαμε σοκαριστικά πριν από 50 χρόνια, σήμερα δεν προκαλούν καμία αίσθηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο κυνικός, αλλά ότι σήμερα αντιλαμβανόμαστε με μεγαλύτερη ευκολία την αιμοβόρα πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Το ότι κάποιοι την αναλύουν στον κινηματογράφο δεν σημαίνει ότι η επόμενη ταινία μου θα είναι πιο βίαιη ή τολμηρή ώστε να πουλήσει. Δεν θα μου ταίριαζε κάτι τέτοιο ».



"Η ταινία του Ρενέ ξεκινά από ένα ασήμαντο τυχαίο γεγονός. Ενας παντρεμένος άντρας βρίσκει στο γκαράζ όπου έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του το πορτοφόλι που κλάπηκε από την τσάντα μιας γυναίκας. Παρά τις πρώτες, αντίθετες αντιδράσεις της, ο άντρας θέλει να γνωρίσει το θύμα της κλοπής. Θα αρχίσει έτσι μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, «όπως τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ρενέ, στη συνέντευξη Τύπου. Τους οδηγούν όμως συνεχώς μακρύτερα τον ένα από τον άλλο παρά τους προσπάθειές τους για επαφή. Γύρω από αυτή την απλή ίντριγκα, ο Ρενέ έφτιαξε μια ταινία-δαντέλα. Ενα κέντημα που ξεπερνά την πιο απρόβλεπτη φαντασία. Οι απίθανες εικόνες, η ευρηματική πλοκή με τις συνεχείς εκπλήξεις, ο διανθισμένος με χιούμορ διάλογος, οι δεξιοτεχνικές κινήσεις της κάμερας, η εξαιρετική μουσική επένδυση, ο ρυθμός (που μοιάζει με μπαλέτο) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ευφορίας, ποίησης αλλά και θλίψης (της θλίψης που δημιουργεί το εφήμερο της ζωής), που μόνον ένας σκηνοθέτης με την εμπειρία, την ωριμότητα και τη σοφία του Ρενέ μπορούσε να πετύχει. Ταινία-απόγειο του έργου ενός από τους λιγοστούς εναπομείναντες μεγάλους και πρωτότυπους δημιουργούς. Μόνο γι’ αυτό, του αξίζει ο Χρυσός Φοίνικας. "
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ


"Αυτός ο Resnais όσο και να γεράσει δεν μπορείς παρά να υποκλίνεσαι τόσο στην εικαστική όσο και στην αφηγηματική του δεινότητα. Μέσα από ένα τρελούτσικο γεμάτο υπόνοιες παράξενο αφήγημα βασισμένο σε μια νουβέλα, βλέπουμε ένα οπτικό ποίημα πάνω στην χρήση του χρώματος αλλά και της γραμμής του φωτός πάνω στα αντικείμενα. Ενός κινηματογραφικού έργου με πολυεπίπεδη ιστορία, με avant guard breaks, η οποία δεν γίνεται ποτέ εντελώς σαφής αλλα συνεχώς σε πάει κάπου και μετά κάπου αλλού παίζοντας με την συνθετική δυνατότητα του νου αλλά και με την παύση, ηθελημένα αυτού που θα ονομάζαμε "γνώριμη αφηγηματική ροή μέσα στον θεατή". Μου άρεσε πάρα πολύ και ανακάλυψα αρκετά στοιχεία της video art μέσα του. (σε πολλά σημεία κρυβόταν ο Violla η ο Pyke, για να μην αναφέρω το φινάλε που στο οπτικό μέρος θύμιζε κάτι από Snow με ολίγον από Ρέτζιο)."
Πάντα παιχνιδιάρης και απρόβλεπτος, καθώς - παρατηρώ - το χιούμορ του, αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου...
Πολύ όμορφο!
Πολύ ανθρώπινα όμορφο!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΟΥΖΑΙΟΣ


Αιώνια καινοτόμος από τη φιλμική αποκάλυψη του "Χιροσίμα Αγάπη μου" ως τον κινηματογραφικό μοντερνισμό του "Πέρσι στο Μάριενμπαντ"