Σελίδες

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ο «ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ»

Ο Sylvain Chomet μετά το «Τρίο της Μπελβίλ» επιστρέφει με μία ιστορία που βασίστηκε σε ανέκδοτο σενάριο του Γάλλου μίμου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Jacques Tati και αναφέρεται στην σχέση του ίδιου του Tati και της μεγαλύτερης κόρης του.

Όταν ανακοινώθηκε η ταινία ανάμεσα στις υποψηφιότητες Καλύτερου Animation ο σκηνοθέτης της ταινίας είπε: «"Είναι συγκινητική και συγχρόνως τιμητική μία υποψηφιότητα για Όσκαρ. Προφανώς και είμαι ενθουσιασμένος που ο Θαυματοποιός αναγνωρίζεται σε επίσημες διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου -αλλά περισσότερο απ' αυτό– είμαι βαθιά συγκινημένος από το πως ο κόσμος βάζει αυτή την υπέροχη ταινία στην καρδιά του».

Ο «Illusionist» είναι ένας καλλιτέχνης και διασκεδαστής της σκηνής του οποίου όμως η τέχνη πεθαίνει. Οι ροκ σταρ κλέβουν την λάμψη του κι εκείνος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται όλο και πιο αόριστες συμφωνίες με θέατρα, καφετέριες, μπαρ και πάρκα. Ωστόσο, όταν είχε επισκεφθεί μία πάμπ σε ένα χωριό της δυτικής ακτής της Σκοτίας συνάντησε την Αλίκη, ένα αθώο κορίτσι, που θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Καθώς παρουσιάζει την παράστασή του στους ενθουσιασμένους και κατάπληκτους κατοίκους του χωριού που γιορτάζουν την άφιξη του ηλεκτρισμού στο απομακρυσμένο τους νησί, η Αλίκη «μαγεύτηκε» και πείστηκε ότι τα κόλπα του ήταν πραγματική μαγεία.

Τον ακολούθησε στο Εδιμβούργο και εκεί του κρατούσε το σπίτι ενώ εκείνος ήταν στη δουλειά, σε ένα μικρό συνοικιακό θέατρο. Γοητευμένος από τον ενθουσιασμό της, την ανταμείβει με όλο και περισσότερα δώρα τα οποία «προέκυψαν» από τις ταχυδακτυλουργίες του. Δεν μπορεί να της αποκαλύψει ότι η μαγεία του δεν υπάρχει και απεγνωσμένος για να μην την απογοητεύσει, της αγοράζει αυτά τα «δώρα» με κίνδυνο να χρεοκοπήσει για τα καλά.

Καθώς η Αλίκη μεγαλώνει, φτάνει η στιγμή που ερωτεύεται και φεύγει. Τότε ο «Illusionist» δεν υποχρεούται πια να υποκρίνεται ότι είναι μεγάλος μάγος, και αποδεσμευμένος από την ίδια του την πλεκτάνη ξαναρχίζει τη ζωή του, ως πιο σοφός πια άνδρας.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Το 3D ανιμέισον είναι σαν μαριονέτα χωρίς σχοινί

Σε μια εποχή που βομβαρδιζόμαστε από ανέμπνευστα παραμύθια χωρίς ψυχή, ρομποτικές εικόνες υψηλής τεχνολογίας, οι ταινίες κινουμένων σχεδίων του Γάλλου Σιλβέν Σομέ μοιάζουν με όαση. Για παράδειγμα το «Τρίο της Μπελβίλ» (2003), ένα κομψοτέχνημα αισθητικής με ευφάνταστους χαρακτήρες.




Η ιστορία του, με πρωταγωνιστή έναν ποδηλάτη, που απάγεται από την αμερικανική μαφία, θύμιζε κάτι από τις κωμωδίες του Μπάστερ Κίτον και του Ζακ Τατί. Και να που ήρθε η ώρα ο Σιλβέν Σομέ να αποδώσει τον δικό του φόρο τιμής στον σπουδαίο Γάλλο σκηνοθέτη, Ζακ Τατί, που τον έχουμε ταυτίσει όλοι με το κινηματογραφικό του άλτερ έγκο, τον Μεσιέ Ιλό.

Στη νέα του ταινία, «Ο Θαυματοποιός» (παίζεται στις αίθουσες), μεταφέρει σε κινούμενα σχέδια ένα ανέκδοτο σενάριο του Τατί, που γράφτηκε το 1956. Αφηγείται την τρυφερή ιστορία ενός ηλικιωμένου ταχυδακτυλουργού, ο οποίος, την ώρα που βλέπει την τέχνη των θαυμάτων και της μαγείας να πεθαίνει, γνωρίζει ένα φτωχό κορίτσι και το παίρνει υπό την προστασία του. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Βερολίνου και μας μίλησε για την ιστορία της ταινίας του που, επιπλέον, αποκάλυψε κάποιους άγνωστους απογόνους του Τατί.



- Πώς βρέθηκε το σενάριο στα χέρια σας;
«Οταν ετοιμάζαμε το "Τρίο της Μπελβίλ" ζητήσαμε από την κόρη του, Σοφί, την άδεια να χρησιμοποιήσουμε ένα κλιπ από την ταινία του, "Jour de fete". Είχε λοιπόν το σενάριο του "Θαυματοποιού", το οποίο της το είχε αφιερώσει ο πατέρας της. Το έγραφε τέσσερα χρόνια, απ' όταν ήταν 13 μέχρι τα 17 χρόνια της, καθώς παρακολουθούσε τη μεταμόρφωσή της από κοριτσάκι σε γυναίκα. Η Σοφί μάς έδωσε το σενάριο και λίγο αργότερα πέθανε. Επειτα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους και οι νέοι κληρονόμοι του Ιδρύματος Τατί».

- Πώς προέκυψε η διαμάχη με τον γιο μιας άγνωστης κόρης του Τατί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το έγραψε για να της ζητήσει «συγγνώμη» που δεν την αναγνώρισε;
«Δεν υπάρχει διαμάχη. Κάποιοι Αγγλοι δημοσιογράφοι έκαναν κακή δουλειά. Θα έπρεπε να δουλεύουν σε κουτσομπολίστικη εφημερίδα και όχι στον "Γκάρντιαν" ή στον "Ομπζέρβερ". Οταν δούλευα την ταινία σε ένα στούντιο στη Σκωτία, έλαβα ένα γράμμα από κάποιον ΜακΝτόναλντ. Μου εξηγούσε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ ο Τατί ήταν παντρεμένος, άφησε έγκυο μια γυναίκα αλλά δεν αναγνώρισε το παιδί. Δεν είχα λόγους να το αμφισβητήσω. Ολες οι οικογένειες κρύβουν ιστορίες. Βγήκαμε για φαγητό. Εμοιαζε λίγο στον Τατί. Αρχισε να γίνεται επιθετικός, γιατί υποστήριζε ότι ο Τατί έγραψε το σενάριο για την κόρη που δεν αναγνώρισε και ότι εγώ διαστρέβλωσα την αλήθεια. Δεν μπορώ να καταλάβω, όμως, πώς θα μπορούσε να γράψει τέτοια τρυφερή ιστορία για ένα κορίτσι που δεν γνώριζε. Επίσης, γνωρίζω ότι ο Τατί ήταν φανταστικός πατέρας απέναντι στη Σοφί».




- Σας φόβισε η μεταφορά του σεναρίου σε ταινία κινουμένων σχεδίων;
«Το σενάριο έχει στην καρδιά του τη σχέση πατέρα-κόρης. Με συγκίνησε διότι κι εγώ έχω κόρη. Αν δεν το έκανα ταινία κινουμένων σχεδίων θα χανόταν, γιατί η Σοφί δεν είχε σκοπό να το παραχωρήσει για ταινία με ζωντανή δράση. Το δεύτερο που με βοήθησε πολύ ήταν το ότι έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό από το στιλ του Τατί. Δεν είχα στο μυαλό μου άλλον έναν Μεσιέ Ιλό».

- Είχατε ανάγκη, μετά την επιτυχία του «Τρίο της Μπελβίλ», να κάνετε κάτι πιο απλό και χαμηλών τόνων;
«Βέβαια. Ολοι μου έλεγαν ότι έπρεπε να ξανακάνω κάτι αντίστοιχο. Ο Τατί, όμως, με έκανε να εκτιμήσω και να υπηρετήσω την απλότητα».


- Βομβαρδιζόμαστε πλέον από τόσα 3D ανιμέισον που, όμως, αφαιρούν την ποίηση από τα κινούμενα σχέδια. Είναι μοναχικός ο δρόμος κόντρα σε αυτό το ρεύμα;
«Το πρόβλημα είναι ότι οι καλύτεροι σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων έχουν προσχωρήσει στο 3D γιατί πίστεψαν ότι το μέλλον βρίσκεται εκεί. Αυτός που ασχολείται με το 3D φτιάχνει έναν εικονικό κόσμο, σαν να έχει μαριονέτες χωρίς σχοινί. Ο παραδοσιακός σχεδιαστής πρέπει να ζωγραφίζει γρήγορα, να γνωρίζει ανατομία, να απεικονίζει την κινητικότητα αλλά και να αποδίδει συναισθήματα ανθρώπων και ζώων. Οι νέοι στο επάγγελμα γοητεύονται από το 3D. Εκεί όμως έχουν το κομπιούτερ. Ενώ οι σχεδιαστές πρέπει να εξασκούν τους μυς τους, να ζωγραφίζουν συνέχεια με το μυαλό και το χέρι».




- Το κοινό-στόχος των ταινιών σας δεν είναι τόσο τα παιδιά. Τα είχατε, όμως, στο μυαλό σας όταν ετοιμάζατε τις ταινίες;
«Για το "Τρίο της Μπελβίλ" δεν σκεφτόμουν τα παιδιά, γιατί θα περιόριζα τον εαυτό μου. Το παράξενο ήταν ότι είχε επιτυχία στο παιδικό κοινό. Η κόρη μου, για παράδειγμα, παρ' όλο που έχει μεγαλώσει με ταινίες της Πίξαρ, την απόλαυσε πολύ. Τα παιδιά θεωρούν αληθινά αυτά που βλέπουν. Ενα μολύβι κι ένα χαρτί κάνουν καλό στη φαντασία και το μυαλό τους. Αν ένα πιτσιρίκι πάρει χαρτί και μπογιές στα χέρια του, μπορεί να... ξεφύγει. Αντιμετωπίζουν τις κινούμενες εικόνες ως μαγεία. Γι' αυτό θεωρώ αηδιαστικό όλον αυτό τον εικονικό κόσμο. Χάνουμε την επαφή μας με την πραγματικότητα. Οχι ότι δεν υπάρχουν ωραίες ταινίες 3D».

- Πιστεύετε ότι θα άρεσε η ταινία σας στον Τατί;
«Τον συνάρπαζαν τα κινούμενα σχέδια. Αλλά δεν είμαι καν σίγουρος για το αν θα ήθελα να τον είχα συναντήσει. Καμιά φορά είναι καλύτερα να μη γνωρίζεις τους ήρωές σου. Αυτό που πάντοτε μου προκαλούσαν οι ταινίες του ήταν μια πολύτιμη αίσθηση παιδικότητας».

Η καρτουνίστικη «ανάσταση» του κ. Υλό

Ενα σενάριο του Ζακ Τατί με κεντρικό ήρωα το alter ego του έγινε ταινία

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο κομίστας Σιλβέν Σομέ έδωσε πνοή στο ευρωπαϊκό κινούμενο σχέδιο με το «Τρίο της Μπελβίλ» (2003), ένα πρωτοποριακό καρτούν που κατόρθωσε να φθάσει ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ και μάλιστα σε δύο κατηγορίες: καλύτερου κινουμένου σχεδίου και μουσικής. Σήμερα ο Σομέ επιστρέφει με τον «Θαυματοποιό» («Τhe illusionist»). Οπως ανακοινώθηκε προσφάτως, είναι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας animation, κάτι που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα προταθεί και για Οσκαρ.



Ο Σομέ δήλωσε «συγκινητική και συγχρόνως τιμητική μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα» και δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του που ο «Θαυματοποιός» αναγνωρίζεται σε επίσημες διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου. «Περισσότερο όμως», πρόσθεσε, «είμαι βαθιά συγκινημένος επειδή ο κόσμος βάζει αυτή την υπέροχη ταινία στην καρδιά του».

Ισως να μην μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο «Θαυματοποιός» είναι ένας καλλιτέχνης και διασκεδαστής της σκηνής του οποίου όμως η τέχνη πεθαίνει. Οι ροκ σταρ κλέβουν τη λάμψη του και εκείνος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται όλο και πιο αόριστες συμφωνίες με θέατρα, καφετέριες, μπαρ και πάρκα. Ωστόσο η συνάντησή του με την Αλίκη, ένα αθώο κορίτσι, θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Από μόνο του το θέμα συγκινεί, ακόμη πιο συγκινητική είναι όμως η ιστορία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του φιλμ, καθώς στηρίζεται σε ένα σενάριο του θρυλικού γάλλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Ζακ Τατί (1907- 1982), δημιουργού του περίφημου κ. Υλό, τον οποίο έχουμε «συναντήσει» σε υπέροχες, φίνες κωμωδίες, όπως ο «Θείος μου», το «Ρlaytime» και το «Τraffic».

Η ταινία «Ο θαυματοποιός» θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη στις αίθουσες σε διανομή Νutopia.

Το συρτάρι της Σοφί
«Επί χρόνια η κόρη του Τατί, Σοφί, είχε κρυμμένο το σενάριο του “Θαυματοποιού” σε ένα συρτάρι της» μας είπε ο Σιλβέν Σομέ στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου ο «Θαυματοποιός» έκανε την παρθενική προβολή του. Τυχαία, η Σοφί παρακολούθησε τη δημιουργία του «Τρίο της Μπελβίλ», της άρεσε η ατμόσφαιρα και πρότεινε στον Σομέ τη μεταφορά του «Θαυματοποιού» σε κινούμενο σχέδιο. «Σε καμία περίπτωση η Σοφί δεν ήθελα να δει κάποιον άλλον ηθοποιό να υποδύεται τον πατέρα της, επομένως το κινούμενο σχέδιο ήταν μια καλή λύση» μας είπε ο σκηνοθέτης. Δυστυχώς, η Σοφί Τατί δεν έζησε για να δει την ταινία ολοκληρωμένη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ - ΤΟ ΒΗΜΑ
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ

Στους κινηματογράφους από 23 Δεκεμβρίου

Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Αnimation
(Η τελετή θα γίνει στις 16 Ιανουαρίου 2011)


Σύνοψη:

Ο «Illusionist» είναι ένας καλλιτέχνης και διασκεδαστής της σκηνής του οποίου όμως η τέχνη πεθαίνει. Οι ροκ σταρ κλέβουν την λάμψη του κι εκείνος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται όλο και πιο αόριστες συμφωνίες με θέατρα, καφετέριες, μπαρ και πάρκα. Ωστόσο, όταν είχε επισκεφθεί μία πάμπ σε ένα χωριό της δυτικής ακτής της Σκοτίας συνάντησε την Αλίκη, ένα αθώο κορίτσι, που θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Καθώς παρουσιάζει την παράστασή του στους ενθουσιασμένους και κατάπληκτους κατοίκους του χωριού που γιορτάζουν την άφιξη του ηλεκτρισμού στο απομακρυσμένο τους νησί, η Αλίκη «μαγεύτηκε» και πείστηκε ότι τα κόλπα του ήταν πραγματική μαγεία.



Τον ακολούθησε στο Εδιμβούργο και εκεί του κρατούσε το σπίτι ενώ εκείνος ήταν στη δουλειά, σε ένα μικρό συνοικιακό θέατρο. Γοητευμένος από τον ενθουσιασμό της, την ανταμείβει με όλο και περισσότερα δώρα τα οποία «προέκυψαν» από τις ταχυδακτυλουργίες του. Δεν μπορεί να της αποκαλύψει ότι η μαγεία του δεν υπάρχει και απεγνωσμένος για να μην την απογοητεύσει, της αγοράζει αυτά τα «δώρα» με κίνδυνο να χρεοκοπήσει για τα καλά.

Καθώς η Αλίκη μεγαλώνει, φτάνει η στιγμή που ερωτεύεται και φεύγει. Τότε ο «Illusionist» δεν υποχρεούται πια να υποκρίνεται ότι είναι μεγάλος μάγος, και αποδεσμευμένος από την ίδια του την πλεκτάνη ξαναρχίζει τη ζωή του, ως πιο σοφός πια άνδρας.



Για την ταινία: Ο Sylvain Chomet μετά το «Τρίο της Μπελβίλ» επιστρέφει με μία ιστορία που βασίστηκε σε ανέκδοτο σενάριο του Γάλλου μίμου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Jacques Tati και αναφέρεται στην σχέση του ίδιου του Tati και της μεγαλύτερης κόρης του.
Όταν ανακοινώθηκε η ταινία ανάμεσα στις υποψηφιότητες Καλύτερου
Animation ο σκηνοθέτης της ταινίας είπε: «"Είναι συγκινητική και συγχρόνως τιμητική μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Προφανώς και είμαι ενθουσιασμένος που ο Θαυματοποιός αναγνωρίζεται σε επίσημες διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου -αλλά περισσότερο απ' αυτό– είμαι βαθιά συγκινημένος από το πως ο κόσμος βάζει αυτή την υπέροχη ταινία στην καρδιά του»



Μια ταινία της: VIDEORAMA FILMS
Διανομή: NUTOPIA ENTERTAINMENT

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

«Εχω κυνηγήσει πολλούς για αυτόγραφο»

Στον «Αντίχριστο» μας σόκαρε. Στο «Δέντρο που ψιθύριζε» η Σαρλότ Γκενσμπούργκ ταξιδεύει στην Αυστραλία και υποδύεται μια στοργική μητέρα.

Μόλις πριν από ένα χρόνο η Σαρλότ Γκενσμπούργκ προκαλούσε το κοινό του Φεστιβάλ των Κανών στο ρόλο μιας υστερικής γυναίκας που παρανοεί ύστερα από το θάνατο του μικρού της γιου, και φτάνει στο σημείο να κόψει την κλειτορίδα της.

Ηταν φυσικά στον αμφιλεγόμενο «Αντίχριστο» , που προκάλεσε, όπως κάθε ταινία του Λαρς Φον Τρίερ, μίση και πάθη. Ξεχάστε όμως, την υστερία, που της χάρισε μάλιστα βραβείο ερμηνείας πέρυσι στο Φεστιβάλ. Τώρα θα τη δούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό κινηματογραφικό προφίλ, ως μια τρυφερή και στοργική μητέρα τεσσάρων παιδιών στο «Δέντρο που ψιθύριζε» της Τζούλι Μπερτουτσέλι, που προβάλλεται αύριο και την Τετάρτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Στις αίθουσες θα βγει στις 9 Δεκεμβρίου από την «Nutopia». Στην ταινία, που έχει γυριστεί στην Αυστραλία, «πρωταγωνιστεί» κι ένα τεράστιο δέντρο, που τα κλαδιά του απλώνονται μέχρι τον ουρανό. Με αυτό αναπτύσσει η οικογένεια μια περίεργη μεταφυσική σχέση, όταν ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Η μικρή κόρη μάλιστα, μιλώντας στις ρίζες του δέντρου, νομίζει ότι επικοινωνεί με τον πατέρα της. Ο ρόλος της στον «Αντίχριστο» είναι φυσικά που θα έκανε περήφανο τον προβοκάτορα πατέρα της, Σερζ Γκενσμπούργκ. Συναντήσαμε την Σαρλότ Γκενσμπούργκ, που θυμίζει κάτι από την επίσης γοητευτικά άσχημη Πάτι Σμιθ, στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών, και μας μίλησε για τη νέα της ταινία αλλά και για τον Λαρς Φον Τρίερ.

-Πώς σας φάνηκε αρχικά η ιδέα να πάτε στην Αυστραλία να γυρίσετε ταινία; Η απόσταση δεν σας αποθάρρυνε;
«Να σας πω την αλήθεια, όταν δέχτηκα, νόμισα ότι θα προσποιούμαστε ότι είμαστε στην Αυστραλία! Μόνο όταν βρέθηκα εκεί, κατάλαβα γιατί το μέρος ήταν τόσο σημαντικό για την ταινία. Είδα το δέντρο μπροστά μου και συνειδητοποίησα ότι το "Tree" δεν θα μπορούσε να γίνει αλλού. Ημασταν ελάχιστοι Γάλλοι. Ολο το συνεργείο ήταν Αυστραλοί. Μπήκαμε εντελώς στον κόσμο τους. Ολη η εμπειρία ήταν σαν μια παρένθεση για εμένα. Βρισκόμουν στην άλλη άκρη του κόσμου, σε απομόνωση. Δεν μπορούσα καν να τηλεφωνήσω σε φίλους μου στη Γαλλία, λόγω της διαφοράς ώρας. Είχα το μυαλό μου μόνο στην ταινία, παρόλο που είχα αφήσει πίσω τον δίσκο μου. Ούτως ή άλλως, δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα».

-Ησασταν, δηλαδή, λίγο εκτός... κόσμου;
«Εντελώς. Δεν είχα νιώσει ποτέ πριν τη δύναμη της φύσης. Πήγαμε στη ζούγκλα, σε άγρια μέρη. Στην Αυστραλία όλα είναι έντονα: Η βροχή γίνεται καταιγίδα. Φοβόμουν τόσο πολύ τα φίδια. Και οι νυχτερίδες ήταν τρομακτικές. Ηξερες, επίσης, ότι μπορούσες να πεθάνεις από το τσίμπημα ενός μικροσκοπικού εντόμου. Ολα αυτά σε τρομοκρατούν».

-Εμπειρία με δέντρο είχατε πάντως πρόσφατη, στον «Αντίχριστο» του Λαρς Φον Τρίερ στη φοβερή σκηνή όπου κάνετε έρωτα με τον Γουίλιαμ Νταφόε...
«Και έλεγα πότε θα το αναφέρετε! Τελικά, κάτι τρέχει με εμένα και τα δέντρα. Για μένα οι δύο ταινίες συνδέονται στον πυρήνα τους: Η φύση, η απώλεια, ο θάνατος. Είναι περίεργο γιατί είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Η μητέρα που υποδύομαι στο "Δέντρο που ψιθύριζε" δεν έχει καμία σχέση με αυτή στον "Αντίχριστο". Εκεί πέρασα άλλο μεγάλο πόνο. Κάποιος με ρώτησε αν τελικά αυτές οι δύο ταινίες με έκαναν να σκέφτομαι περισσότερο τον θάνατο. Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω κάτσει να αναλύσω τι σημαίνουν οι επιλογές ρόλων που κάνω. Και μάλλον δεν θα το κάνω».

-Οταν ο Τρίερ σάς πρότεινε πάλι να συνεργαστείτε για τη νέα του ταινία «Melancholia», τι σκεφτήκατε;
«Ενθουσιάστηκα. Αλλη μία εμπειρία με τον Λαρς... Δεν ζήτησα καν να διαβάσω το σενάριο».

-Ριψοκίνδυνο αυτό. Ποιος ξέρει τι θα περάσετε πάλι...
«Να σας πω την αλήθεια, έχω έναν φόβο. Το ότι είπα "ναι" δεν σημαίνει ότι είμαι εντελώς χαλαρή και ότι όλα θα είναι εύκολα. Εχω πολύ άγχος. Αλλά του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Στον "Αντίχριστο", όταν είχαμε μια δύσκολη σκηνή, ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο μου. Αυτό με καθησύχαζε πολύ. Η καινούρια ταινία, όμως, θα είναι τόσο διαφορετική. Θα έχει πολλούς ηθοποιούς. Επειδή λάτρεψα τη σχέση που είχα μαζί του, ίσως να είναι απαίσια αυτή τη φορά».

-Στο «Δέντρο που ψιθύριζε» δεν σας δυσκόλεψαν τα γυρίσματα με παιδιά;
«Δεν ήταν εύκολα. Οταν ένα παιδί δεν έχει όρεξη να κάνει γύρισμα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Από την άλλη, ήταν και γοητευτικό. Γιατί στα γυρίσματα με παιδιά δεν μπορείς να αποφύγεις τον αυτοσχεδιασμό. Αλλά πρέπει να σας πω ότι είχα πάρει στην Αυστραλία και τα δυο μου παιδιά. Και η Τζούλι τα δικά της. Υπήρχαν δάσκαλοι για να τους κάνουν μαθήματα. Συνήθως όταν παίρνεις τα παιδιά σου στη δουλειά πρέπει να κάνουν ησυχία. Εδώ δεν ίσχυε αυτό. Πάντως, το κλίμα δεν σήκωνε και πολύ τους άντρες! Η ταινία ήταν γυναικεία υπόθεση».

-Νιώσατε διαφορετικά που σας σκηνοθετούσε μια γυναίκα;
«Εντελώς. Αλλά νιώθω περίεργα να το συζητάω. Γιατί αν ήταν ακόμα ένας άντρας σκηνοθέτης, δεν θα το κάναμε θέμα».

-Στην ταινία η οικογένειά σας βρίσκει παρηγοριά για τον θάνατο σε ένα δέντρο. Εσάς τι σας παρηγορεί στην πραγματική σας ζωή;
«Σίγουρα όχι η φύση. Η οικογένεια μου, οι δικοί μου άνθρωποι. Αλλά ισχυρή επίδραση πάνω μου έχουν τα σπίτια με αναμνήσεις. Τα νιώθω ως καταφύγια. Στο σπίτι του πατέρα μου νιώθω έτσι».

-Στην καριέρα σας αλλά και στη ζωή σας, ως παιδί διάσημων καλλιτεχνών, έχετε γνωρίσει πολλούς σταρ και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Σας έχει τύχει να κυνηγήσετε κάποιον για αυτόγραφο ή να νιώσετε φαν κάποιου καλλιτέχνη;
«Μα φυσικά. Αλλά είναι τόσο ντροπιαστικό να ομολογείς τέτοια πράγματα. Τα τελευταία χρόνια είμαι μεγάλη φαν του Τομ Γιορκ των Radiohead. Τον γνώρισα κιόλας».

-Θα του ζητούσατε να σας κάνει την παραγωγή σε επόμενο δίσκο;
«Με τίποτα. Ντρέπομαι πολύ. Υπήρξα τυχερή»

-Και με τους ρόλους, είστε το ίδιο παθητική; Περιμένετε, δηλαδή, να χτυπήσει το τηλέφωνό σας ή παίρνετε και πρωτοβουλίες;
«Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω καταλάβει πώς λειτουργώ. Εχω υπάρξει τυχερή έως τώρα. Επεσαν στα χέρια μου ωραία σενάρια, συνάντησα σκηνοθέτες με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ. Νιώθω ότι τους σκηνοθέτες που θαυμάζω, τους θαυμάζουν κι άλλοι. Οπότε δεν έχει νόημα να τους χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω να με... προσλάβουν. Το είχα κάνει, βέβαια, κάποτε στον Μορίς Πιαλά. Αλλά ήμουν μεγάλη για τον ρόλο. Ξέρετε όμως, δεν είμαι τόσο μέσα στο κύκλωμα των σκηνοθετών και των ηθοποιών. Ζω μια ήρεμη ζωή στο Παρίσι, σε έναν στενό και προσωπικό κόσμο».

-Πώς νιώσατε όταν βγήκε στη Γαλλία η ταινία του Ζοάν Σφαρ για τον πατέρα σας;
«Δεν την έχω δει και δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν είμαι θυμωμένη. Απλώς δεν θέλω».

-Ναι, αλλά αρχικά υποτίθεται συζητούσατε με τον σκηνοθέτη να υποδυθείτε εσείς τον πατέρα σας. Τι άλλαξε μετά;
«Αλήθεια είναι αυτό. Γνωριστήκαμε με τον Ζοάν και κάναμε κάποιες κουβέντες. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα με κανένα τρόπο να μπλεχτώ στην ταινία. Δεν με πειράζει που έγινε. Είμαι σίγουρη ότι οι ηθοποιοί είναι καλοί. Η ταινία συνέπεσε με την κυκλοφορία του δίσκου μου και όλοι οι δημοσιογράφοι με ρωτούσαν για τον πατέρα μου. Δεν ήταν εύκολο».*

ΠΗΓΗ: Επτά, Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

«ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ»


Καταφύγιό μας οι άνθρωποι

Η ζωή μπορεί να είναι όμορφη αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη. Το κακό καραδοκεί και τότε όλα γίνονται ρημαδιό και μόνη μας παρηγοριά είναι οι άνθρωποι, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα του χεριού, μια αγκαλιά. Ο Φρανσουά Οζόν με τη νέα του ταινία «Το καταφύγιο», ένα κοινωνικό δράμα με ψυχολογικές προεκτάσεις, θέτει το ζήτημα επί τάπητος. Όταν αντιμετωπίζεις την απομόνωση, την κοινωνική κατακραυγή, το θάνατο, ο δρόμος που θα σε βγάλει από το λαβύρινθο είναι οι άνθρωποι.

Η ιστορία ξεκινά με το Λουίς και τη Μουσέ, ένα νεαρό ζευγάρι ηρωινομανών με τον Λουίς να πεθαίνει από υπερβολική δόση και τη Μουσέ να πέφτει σε κώμα και να γλυτώνει. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της μαθαίνει από το γιατρό πως είναι έγκυος. Η κοπέλα αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και απομονώνεται σε ένα σπίτι στην εξοχή. Εκεί την επισκέπτεται ο ομοφυλόφιλος αδελφός του Λουίς, ο Πολ. Και ενώ αρχικά η απομόνωση στην εξοχή μοιάζει να είναι το καταφύγιο για τη Μουσέ, στην πορεία αναδεικνύεται η δύναμη της ανθρώπινης επαφής και της επικοινωνίας. Οι δυο νέοι γίνονται το καταφύγιο του ενός για τον άλλον, ο Πολ μέσω της Μουσέ γνωρίζει τον αδελφό του όπως δεν τον γνώρισε ποτέ, η Μουσέ μέσω του Πολ μπαίνει μέσα στην οικογένεια του Λουίς.. Ο Οζόν σκηνοθετεί μια ωρολογιακή βόμβα, όπως είναι τα ανθρώπινα συναισθήματα. Η ένταση υπάρχει αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται με τη μορφή έκρηξης, οι απαντήσεις δίδονται αργά και βασανιστικά. Τίποτε δεν είναι εύκολο και προφανές στην ταινία, πίσω από τις εικόνες καραδοκούν διάφορα ερωτήματα και σκέψεις περί ηθικής και περί συναισθημάτων. Ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια βαθιά εξερεύνηση των δύο χαρακτήρων, απογυμνώνει τη Μουσέ και τον Πολ από το ένδυμα της καθημερινότητας και τους επανεμφανίζει δυνατούς και καθάριους, χωρίς φόβο να κοιταχτούν στα μάτια και να δείξουν τι ακριβώς είναι. Και όχι μόνον ο ένας στον άλλον αλλά ακόμη και στους ίδιους τους εαυτούς τους, αφού συχνά ο εαυτός είναι εκείνος από τον οποίο κρυβόμαστε. Το παιδί που περιμένει η Μουσέ είναι και για τους δύο το κοινό τους σημείο. Για την κοπέλα ο αγαπημένος της για τον Πολ ο αδελφός του. Γιατί κανένας θάνατος δεν μπορεί να σταματήσει τη ζωή και την ελπίδα, γιατί κάθε πρωί ξεκινά μια καινούργια μέρα.

Ο Φρανσουά Οζόν ξεδιπλώνει την ιστορία του χωρίς βιασύνη. Και μέσα από την αφήγηση αφουγκράζεται την ανθρώπινη ανάγκη, τον πόνο της απώλειας, το δράμα της κοινωνικής απομόνωσης, το αδιαμφισβήτητο της συνύπαρξης των ανθρώπων και τέλος, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Δεν καταφεύγει στην ευκολία της καταγγελίας και του διδακτισμού, αλλά δίνει στους χαρακτήρες του τις πραγματικές τους διαστάσεις, διαστάσεις ανθρώπινες που ξεπερνούν τα όποια πάθη. Με το βάρος να πέφτει στην ψυχολογική εξερεύνηση και το πλησίασμα των δύο πρωταγωνιστών, ο Οζόν επιλέγει μια λιτή και σχετικά ελεύθερη σκηνοθεσία. Οι διάλογοι είναι μεστοί και αποφεύγουν τη φλυαρία που συναντάμε συχνά σε γαλλικές ταινίες. Θαυμάσια σπουδή επάνω στους χαρακτήρες, ψυχολογικό βάθος, εικόνες που μιλούν και δημιουργούν την ένταση του απροσδόκητου. Διαφωνεί κανείς πως ζούμε καθημερινά το απροσδόκητο; Όχι μόνο στην καθημερινότητα της ζωής μας αλλά και στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. Με αυτούς που βρισκόμαστε κοντά και τολμάμε να τους πλησιάσουμε περισσότερο. Τότε ανακαλύπτουμε πως τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, πως μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε εκπλήξεις, δυσάρεστες ή ευχάριστες δεν έχει σημασία, αλλά οπωσδήποτε εκπλήξεις. Και αξίζει να το κάνουμε γιατί μόνον έτσι μπορούμε να γνωρίσουμε τους άλλους, να τους εκτιμήσουμε ή να τους απορρίψουμε. Αυτό έκαναν η Μουσέ και ο Πολ, αφέθηκαν και αφού ανακάλυψαν το καταφύγιό τους, βγήκαν πιο δυνατοί, πιο ώριμοι, πιο σοφοί.

Στους κινηματογράφους από 23 Σεπτεμβρίου:
ΕΛΛΗ: Ακαδημίας 64, Ώρες προβολών: 18.30 - 20.30 - 22.30.
ΤΡΙΑΝΟΝ: Κοδριγκτώνος 21, Ώρες προβολών: 19.00 - 20.45 - 22.30



ΠΗΓΗ: kersanidis.wordpress.com (Στράτος Κερσανίδης)

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

«On the road» για το σινεμά

Το ευαγγέλιο της μπίτνικ γενιάς, το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ «Στον δρόμο», γυρίζεται ταινία με σκηνοθέτη τον Βάλτερ Σάλες, γνωστό από τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας», και παραγωγό τον Φράνσις Φορντ Κόπολα.



Βρήκε τον δρόμο του για τη μεγάλη οθόνη το πιο διάσημο ταξίδι χωρίς προορισμό στην αμερικανική ήπειρο. Αυτό που ανακάλυψε τις συντεταγμένες του στην πένα του Τζακ Κέρουακ (1922-1969) και στο βιβλίο «Στον δρόμο» («On the road», 1957) και έγινε ευαγγέλιο όχι μόνο της μπίτνικ γενιάς, αλλά και κάθε οργισμένου νέου, πρόθυμου να ταυτιστεί με τη μυθολογία της λεωφόρου στο πουθενά, που συμβόλισε το πνεύμα ελευθερίας και αντίστασης στον συντηρητισμό της Αμερικής του '50.
Πριν από ένα μήνα ξεκίνησαν στον Καναδά τα γυρίσματα της ταινίας, με παραγωγό τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και σκηνοθέτη τον Βραζιλιάνο Βάλτερ Σάλες, ο οποίος έγινε διάσημος χάρη σε ένα άλλο μεγάλο οδοιπορικό που σκηνοθέτησε, αυτό του Τσε Γκεβάρα στη Λατινική Αμερική, στα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας». Από την ίδια ταινία φέρνει μαζί του τον σεναριογράφο Χοσέ Ριβέρα και τον συνθέτη Γκουστάβο Σανταολάγια, ο οποίος είχε τότε κερδίσει για το σάουντρακ Οσκαρ. Θα συνεχίσουν γυρίσματα σε Νέα Ορλεάνη, Μεξικό και Σαν Φρανσίσκο.

Κυνηγώντας ένα φάντασμα
Η ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου ταλαιπωρεί το μυαλό του 54χρονου Βάλτερ Σάλες εδώ και πέντε χρόνια. Εφτασε στο σημείο να ακολουθήσει τα φαντάσματα του Κέρουακ και του Κάσιντι, κάνοντας ακριβώς την ίδια τροχιά που διέγραψαν στα βάθη της Αμερικής, για να μπει στο πνεύμα του φημισμένου οδοιπορικού. Με ένα μικρό συνεργείο, μια παλιά κάμερα σούπερ 8 και ένα mini-DV, κατέληξε σε ένα δίωρο ντοκιμαντέρ, το «In Search of On the road».


«Είμαι παθιασμένος με το βιβλίο "Στον δρόμο" από τότε που το διάβασα πρώτη φορά, όταν ήμουν 20 χρόνων. Ανέτρεξα σε αυτό πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα του "Ημερολογίου μοροσικλέτας". Το ταξίδι του νεαρού Ερνέστο κατέληξε στην παραγωγή μιας πολιτικής επανάστασης. Το βιβλίο "Στον δρόμο" είναι η έκφραση μιας κίνησης που προκάλεσε επανάσταση στη συμπεριφορά», έλεγε ο Βάλτερ Σάλες σε συνέντευξή του, λίγο πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα.





Τον ρόλο του νεαρού Νεοϋορκέζου συγγραφέα Σαλ Παραντάιζ -alter ego του Κέρουακ- που ξεκίνησε με οτοστόπ μια διαδρομή αυτογνωσίας μέσα στα αχανή τοπία της Αμερικής, με την τζαζ να δίνει τον ρυθμό μιας μελοποιημένης ποιητικής γραφής, τα ναρκωτικά να ανοίγουν το μυαλό σε παραισθήσεις και τα μεξικανικά πορνεία να προκαλούν τις αισθήσεις, υποδύεται ο Σαμ Ράιλι. Τον γνωρίσαμε από την ταινία «Control» του Αντον Κόρμπιν, όπου υποδύθηκε τον αυτόχειρα Ιαν Κέρτις, ηγέτη των «Joy Division».
Ενας επίσης νέος ηθοποιός, ο Γκάρετ Χέντλαντ -ο οποίος πρωταγωνιστεί στην περιπέτεια φαντασίας «Tron: Legacy», που θα βγει μέσα στη χρονιά- θα είναι ο συνοδοιπόρος του στη χαοτική περιπλάνηση, ο επικίνδυνος πρώην κατάδικος Νταν Μόριαρτι. Ο Κέρουακ εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα από τον κολλητό του Νιλ Κάσιντι, στον οποίο χάρισε, μέσα από το βιβλίο, τη φήμη ενός αρχετυπικού Αμερικανού ήρωα.
Τη Μέρι Λου (Λου Αν Χέντερσον, πρώτη γυναίκα του Κάσιντι) θα ενσαρκώσει η Κρίστεν Στιούαρτ, η οποία έγινε διάσημη από το «Λυκόφως» ως θνητή που ερωτεύεται τον πιο σέξι βρικόλακα του Χόλιγουντ, δηλαδή τον Ρόμπερτ Πάτινσον. Θα παίξουν ακόμα ο Βίγκο Μόρτενσεν ως Ολντ Μπουλ Λι (δηλαδή Γουίλιαμ Μπάροουζ), η Κίρστεν Ντανστ ως Καμίλ (Κάρολιν Κάσιντι), ο Τομ Στούριτζ ως Κάρλο Μαρξ (Αλεν Γκίνσμπεργκ) και ο Στιβ Μπουσέμι.

Κινηματογραφικές απόπειρες
Ο Κόπολα είχε αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου το 1980 έναντι 95.000 δολαρίων. Ο βασικός χρηματοδότης της ταινίας, που έχει μπάτζετ 25 εκατομμύρια δολάρια, είναι η Mk2 του Γαλλορουμάνου κινηματογραφικού μεγιστάνα Μαρίν Καρμίτζ.
Η σχέση του βιβλίου με το σινεμά ξεκινάει ήδη από τότε που κυκλοφόρησε. Το 1957 επρόκειτο να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Θίοντορ Μπίκελ ως Κάσιντι και Κέρουακ αντίστοιχα. Δεν γυρίστηκε ποτέ. Ούτε σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, το 2001, η παραγωγή που ετοίμαζε επίσης ο Κόπολα, με σκηνοθέτη τον Τζόελ Σουμάχερ. Ωστόσο, ως βιβλίο-αρχέτυπο της ιδέας του road movie, επηρέασε στο μεταξύ πολλές ταινίες που ακολούθησαν το είδος, όπως «Ο ξέγνοιαστος καβαλάρης» του Ντένις Χόπερ, «Παρίσι-Τέξας» του Βιμ Βέντερς, «Θέλμα και Λουίζ» του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Σχεδόν 60 χρόνια πριν...
Το θρυλικό πλέον «Στον δρόμο» ήταν προϊόν ενός συγγραφικού παροξυσμού του Κέρουακ, που κράτησε μόνο τρεις βδομάδες μέσα στο 1951.
Γραμμένο σε ένα ρολό χαρτί, είχε τόση μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε, το 1957, ώστε μέσα σε ένα μήνα έγιναν τρεις επανεκδόσεις. Αναπόφευκτο για ένα βιβλίο που χαιρετίστηκε όχι μόνο ως πεμπτουσία της σκέψης της μπίτνικ γενιάς, αλλά και ως πολιτιστικό γεγονός. Η δική του φιλοδοξία ήταν να θεωρείται «ένας τζαζ ποιητής που παίζει ένα ατέλειωτο μπλουζ σε ένα κυριακάτικο απογευματινό jam session».
Ο Κέρουακ έλεγε ότι τις μέρες που έγραφε το βιβλίο κατανάλωνε μόνο τόνους καφέ. Ο θάνατος, πάντως, τον βρήκε νωρίς, στα 47 χρόνια του, από κίρρωση του ήπατος που του προκάλεσε η κατάχρηση αλκοόλ. Για τον αγαπημένο του φίλο, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ έλεγε: «Ο Τζακ έγραφε από το βασίλειο της συνείδησης, εκεί όπου η συνείδηση είναι αυθόρμητη, εκεί όπου βασιλεύουν μόνο οι ήχοι».

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010
Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Όσκαρ στον Γκοντάρ!


Κάποια έκλαμψη έπαθε η Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, ή εμείς τη θεωρούμε άδικα συντηρητική;


Ανακοινώθηκε, πάντως, χθες, ότι ένα από τα τιμητικά Οσκαρ, που από πέρυσι αφαιρέθηκαν από την τελετή απονομής των βραβείων και μετακινήθηκαν λίγους μήνες πριν (Νοέμβριο) σε σεμνή, σχεδόν ιδιωτική εκδήλωση, θα απονεμηθεί στον Γάλλο επαναστάτη του σινεμά Ζαν Λικ Γκοντάρ. Θα πάει, άραγε, να το πάρει, αυτός που φέτος γύρισε την πλάτη του στις Κάνες; Παρέα θα του κάνουν ακόμη δύο, αλλά αμερικανικές προσωπικότητες. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θα πάρει το βραβείο Ιρβινγκ Θάλμπεργκ για τη «συνεισφορά του στην παραγωγή» με την εταιρεία του Zoetrope. Ενώ θα τιμηθεί και στα 94 χρόνια του ο παλαίμαχος και τόσο δημοφιλής ηθοποιός Ελάι Γουάλας, που φέτος εμφανίζεται στο σίκουελ του Ολιβερ Στόουν για το «Wall Street».

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010 (Β. ΓΕΩΡΓ. )

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Τραγικός έρωτας στη Γιάφα

Με τον τραγικό έρωτα ανάμεσα σ' έναν Αραβα και μια Ισραηλινή καταπιάνεται η ταινία «Jaffa» του Κέρεν Γενταγιά, που πρωτοπαρουσιάστηκε εκτός συναγωνισμού στο περσινό Φεστιβάλ των Κανών, ενώ τώρα προβάλλεται και στις ελληνικές αίθουσες, αυτές τις μέρες.


Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος παρουσιάζει τις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Φτάνει να θυμηθούμε την πρόσφατη «Ατζάμι» των Σκάνταρ Κόπτι και Γιάρον Σάρι, με τις διάφορες ιστορίες που εκτυλίσσονταν σε μια πολυφυλετική γειτονιά του Τελ Αβίβ. Ακόμη, την παλιότερη «Η λεμονιά» του Εράν Ρικλίς, γύρω από μια χήρα Παλαιστίνια που αγωνίζεται να σώσει τον κήπο με τις λεμονιές της, στη Δυτική Οχθη, από τα κατακτητικά σχέδια του ισραηλινού υπουργού Αμυνας. Κι επίσης, την αμερικανική, απολαυστική κωμωδία «Ζόχαν, ένας πράκτορας υψηλής κομμωτικής» του Ντένις Ντάγκαν, όπου οι σχέσεις ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς εξομαλύνονταν όταν δυο αντίπαλες ομάδες μετανάστευαν στην Αμερική.

Η «Jaffa», η ιστορία αυτή των σύγχρονων Ρωμαίου και Ιουλιέτας, εκτυλίσσεται στην παραλιακή πόλη της Γιάφας. Η νεαρή Ισραηλινή Μάλι είναι έγκυος κι ετοιμάζεται να κλεφτεί με το νεαρό άραβα μηχανικό Τοφίκ, που εργάζεται, μαζί με τον πατέρα του, στο γκαράζ της οικογένειάς της. Εκεί εργάζεται και ο αδερφός της, ο Μεΐρ, ένας κακομαθημένος, αχαΐρευτος νέος, που η αδιαφορία και η τεμπελιά του τον φέρνουν συνεχώς σε σύγκρουση με τον πατέρα του και τη μητέρα του. Τη μέρα που το νεαρό ζευγάρι ετοιμάζεται να κλεφτεί και να ταξιδέψει στην Κύπρο για να παντρευτεί, ο Μεΐρ, που το προηγούμενο βράδυ, μεθυσμένος, είχε κοιμηθεί στο γκαράζ, προσβάλλει τον Τοφίκ κι ακολουθεί ένας καβγάς με τραγική κατάληξη, που ανατρέπει τα σχέδια του ζευγαριού.

Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος (μαζί με τον Ιλα Μπεν Πόρατ) Κέρεν Γενταγιά, που το 2004, στις Κάνες είχε κερδίσει πέντε βραβεία (ανάμεσά τους και τη Χρυσή Κάμερα και το βραβείο της Εβδομάδας της Κριτικής), για την ταινία του «Or», αντιμετωπίζει την ιστορία του με ένα στιλ καθαρά ρεαλιστικό, δημιουργώντας την αίσθηση ότι παρακολουθείς την καθημερινή ζωή και τα προβλήματα των πρωταγωνιστών του από δίπλα, με κάποια «κρυφή κάμερα».

Με κριτική ματιά

Με λιτότητα, από την οποία δεν λείπει η κριτική συχνά ματιά, ο σκηνοθέτης καταγράφει τις διάφορες καταστάσεις και τη συμπεριφορά των προσώπων του, δημιουργώντας πέρα για πέρα πειστικές σκηνές. Από τις σχέσεις ανάμεσα στο νεαρό ζευγάρι, τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στον Τοφίκ και τον πατέρα της Μάλι (αντίθετα με τις εχθρικές τάσεις του Μεΐρ προς τον Τοφίκ) και τις σχέσεις της Μάλι με την οικογένειά της (που συχνά δείχνει να την παραμερίζει και να την έχει σε υποδεέστερη με τον αδερφό της θέση).

Οπως και με τον έμμεσο, αλλά ξεκάθαρα κριτικό τρόπο που καταγράφει τη στάση του ισραηλινού κράτους προς τον Τοφίκ, στάση γενικότερη προς τους Αραβες που ζουν στο Ισαρήλ, που αντιμετωπίζονται ως πολίτες β' κατηγορίας. Ιδιαίτερα, μετά το συγκλονιτικό επεισόδιο, όταν ο Τοφίκ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε υπερβολικά πολυετή φυλάκιση για ένα τραγικό μεν ατύχημα, που όμως δεν ήταν πρόθεση φόνου. Μια ειλικρινής, συγκινητική, ταυτόχρονα τολμηρή ταινία.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ζαν Ρενό, ο καλύτερος γάλλος «σκληρός».


Χωρίς αυτόν nothing at all. Ο τύπος είναι σχεδόν µοναδικός. Σε κάθε ταινία που παίζει made in France, είναι φτιαγµένη πάνω στον Ζαν Ρενό! Παράδειγµα; «22 σφαίρες» µε αυθεντικό τίτλο «L' Ιmmortel». Ο αθάνατος. Ετσι ακριβώς.

Γάλλος είπατε; Πλάνη. Από την Καζαµπλάνκα και το Μαρόκο ο «αθάνατος». Ο Ζιντάν, ο καλύτερος ever ποδοσφαιριστής της Γαλλίας, από την Αλγερία. Ο Ρενό, ο καλύτερος tough guy της Γαλλίας, από το Μαρόκο. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Για να καταλάβετε περί τίνος θηρίου πρόκειται, ένα θα σας πω: µόλις ο Λικ Μπεσόν τον τοποθέτησε στο καστ του «Απέραντου γαλάζιου» («Le Grand Βlue») το 1988, αµέσως ο παίδαρος εκτοξεύθηκε ακόµα και στον κινηµατογράφο τον αµερικανικό. Μέσα και στο «Μission Ιmpossible» του Μπράιαν ντε Πάλµα το 1996. Μέσα και στον Κing Size «Γκοτζίλα» του Ρόλαντ Εµεριχ. Μέσα και στο «Ronin», δίπλα στον Ρόµπερτ ντε Νίρο. Μέσα στον «Κώδικα Ντα Βίντσι». Μέσα παντού. Ακόµα και στη ροµαντική κοµεντί «Τhe french kiss» µε τη Μεγκ Ράιαν έχει παίξει.

Ο ρόλος του σ' αυτό το κάπως παλιοµοδίτικο γκανγκστερικό, είναι εντελώς κλασικός. Ενας ex γκάνγκστερ µε κώδικα Ηθικής που απαγορεύει τα ναρκωτικά και τις δολοφονίες παιδιών και γυναικών, αρπάζει τα κουµπούρια του και αρχίζει να κάνει κοµµάτια έναν έναν µιας αδυσώπητης µαφίας που έχει αρχηγό κάποιον παλιό δικό του κολλητό. Κill them all. Οταν απάγουν τα παιδιά του, ε, τότε ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και ορµάει σαν µουρλός. Προσέξτε όµως. Ουδεµία σχέση µε τις συνήθεις χολιγουντιανές παραγωγές. Ολα σκηνοθετηµένα σαν τον παλιό καλό καιρό. Οnly for men!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ - ΤΑ ΝΕΑ