Σελίδες

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Το 3D ανιμέισον είναι σαν μαριονέτα χωρίς σχοινί

Σε μια εποχή που βομβαρδιζόμαστε από ανέμπνευστα παραμύθια χωρίς ψυχή, ρομποτικές εικόνες υψηλής τεχνολογίας, οι ταινίες κινουμένων σχεδίων του Γάλλου Σιλβέν Σομέ μοιάζουν με όαση. Για παράδειγμα το «Τρίο της Μπελβίλ» (2003), ένα κομψοτέχνημα αισθητικής με ευφάνταστους χαρακτήρες.




Η ιστορία του, με πρωταγωνιστή έναν ποδηλάτη, που απάγεται από την αμερικανική μαφία, θύμιζε κάτι από τις κωμωδίες του Μπάστερ Κίτον και του Ζακ Τατί. Και να που ήρθε η ώρα ο Σιλβέν Σομέ να αποδώσει τον δικό του φόρο τιμής στον σπουδαίο Γάλλο σκηνοθέτη, Ζακ Τατί, που τον έχουμε ταυτίσει όλοι με το κινηματογραφικό του άλτερ έγκο, τον Μεσιέ Ιλό.

Στη νέα του ταινία, «Ο Θαυματοποιός» (παίζεται στις αίθουσες), μεταφέρει σε κινούμενα σχέδια ένα ανέκδοτο σενάριο του Τατί, που γράφτηκε το 1956. Αφηγείται την τρυφερή ιστορία ενός ηλικιωμένου ταχυδακτυλουργού, ο οποίος, την ώρα που βλέπει την τέχνη των θαυμάτων και της μαγείας να πεθαίνει, γνωρίζει ένα φτωχό κορίτσι και το παίρνει υπό την προστασία του. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Βερολίνου και μας μίλησε για την ιστορία της ταινίας του που, επιπλέον, αποκάλυψε κάποιους άγνωστους απογόνους του Τατί.



- Πώς βρέθηκε το σενάριο στα χέρια σας;
«Οταν ετοιμάζαμε το "Τρίο της Μπελβίλ" ζητήσαμε από την κόρη του, Σοφί, την άδεια να χρησιμοποιήσουμε ένα κλιπ από την ταινία του, "Jour de fete". Είχε λοιπόν το σενάριο του "Θαυματοποιού", το οποίο της το είχε αφιερώσει ο πατέρας της. Το έγραφε τέσσερα χρόνια, απ' όταν ήταν 13 μέχρι τα 17 χρόνια της, καθώς παρακολουθούσε τη μεταμόρφωσή της από κοριτσάκι σε γυναίκα. Η Σοφί μάς έδωσε το σενάριο και λίγο αργότερα πέθανε. Επειτα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους και οι νέοι κληρονόμοι του Ιδρύματος Τατί».

- Πώς προέκυψε η διαμάχη με τον γιο μιας άγνωστης κόρης του Τατί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το έγραψε για να της ζητήσει «συγγνώμη» που δεν την αναγνώρισε;
«Δεν υπάρχει διαμάχη. Κάποιοι Αγγλοι δημοσιογράφοι έκαναν κακή δουλειά. Θα έπρεπε να δουλεύουν σε κουτσομπολίστικη εφημερίδα και όχι στον "Γκάρντιαν" ή στον "Ομπζέρβερ". Οταν δούλευα την ταινία σε ένα στούντιο στη Σκωτία, έλαβα ένα γράμμα από κάποιον ΜακΝτόναλντ. Μου εξηγούσε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ ο Τατί ήταν παντρεμένος, άφησε έγκυο μια γυναίκα αλλά δεν αναγνώρισε το παιδί. Δεν είχα λόγους να το αμφισβητήσω. Ολες οι οικογένειες κρύβουν ιστορίες. Βγήκαμε για φαγητό. Εμοιαζε λίγο στον Τατί. Αρχισε να γίνεται επιθετικός, γιατί υποστήριζε ότι ο Τατί έγραψε το σενάριο για την κόρη που δεν αναγνώρισε και ότι εγώ διαστρέβλωσα την αλήθεια. Δεν μπορώ να καταλάβω, όμως, πώς θα μπορούσε να γράψει τέτοια τρυφερή ιστορία για ένα κορίτσι που δεν γνώριζε. Επίσης, γνωρίζω ότι ο Τατί ήταν φανταστικός πατέρας απέναντι στη Σοφί».




- Σας φόβισε η μεταφορά του σεναρίου σε ταινία κινουμένων σχεδίων;
«Το σενάριο έχει στην καρδιά του τη σχέση πατέρα-κόρης. Με συγκίνησε διότι κι εγώ έχω κόρη. Αν δεν το έκανα ταινία κινουμένων σχεδίων θα χανόταν, γιατί η Σοφί δεν είχε σκοπό να το παραχωρήσει για ταινία με ζωντανή δράση. Το δεύτερο που με βοήθησε πολύ ήταν το ότι έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό από το στιλ του Τατί. Δεν είχα στο μυαλό μου άλλον έναν Μεσιέ Ιλό».

- Είχατε ανάγκη, μετά την επιτυχία του «Τρίο της Μπελβίλ», να κάνετε κάτι πιο απλό και χαμηλών τόνων;
«Βέβαια. Ολοι μου έλεγαν ότι έπρεπε να ξανακάνω κάτι αντίστοιχο. Ο Τατί, όμως, με έκανε να εκτιμήσω και να υπηρετήσω την απλότητα».


- Βομβαρδιζόμαστε πλέον από τόσα 3D ανιμέισον που, όμως, αφαιρούν την ποίηση από τα κινούμενα σχέδια. Είναι μοναχικός ο δρόμος κόντρα σε αυτό το ρεύμα;
«Το πρόβλημα είναι ότι οι καλύτεροι σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων έχουν προσχωρήσει στο 3D γιατί πίστεψαν ότι το μέλλον βρίσκεται εκεί. Αυτός που ασχολείται με το 3D φτιάχνει έναν εικονικό κόσμο, σαν να έχει μαριονέτες χωρίς σχοινί. Ο παραδοσιακός σχεδιαστής πρέπει να ζωγραφίζει γρήγορα, να γνωρίζει ανατομία, να απεικονίζει την κινητικότητα αλλά και να αποδίδει συναισθήματα ανθρώπων και ζώων. Οι νέοι στο επάγγελμα γοητεύονται από το 3D. Εκεί όμως έχουν το κομπιούτερ. Ενώ οι σχεδιαστές πρέπει να εξασκούν τους μυς τους, να ζωγραφίζουν συνέχεια με το μυαλό και το χέρι».




- Το κοινό-στόχος των ταινιών σας δεν είναι τόσο τα παιδιά. Τα είχατε, όμως, στο μυαλό σας όταν ετοιμάζατε τις ταινίες;
«Για το "Τρίο της Μπελβίλ" δεν σκεφτόμουν τα παιδιά, γιατί θα περιόριζα τον εαυτό μου. Το παράξενο ήταν ότι είχε επιτυχία στο παιδικό κοινό. Η κόρη μου, για παράδειγμα, παρ' όλο που έχει μεγαλώσει με ταινίες της Πίξαρ, την απόλαυσε πολύ. Τα παιδιά θεωρούν αληθινά αυτά που βλέπουν. Ενα μολύβι κι ένα χαρτί κάνουν καλό στη φαντασία και το μυαλό τους. Αν ένα πιτσιρίκι πάρει χαρτί και μπογιές στα χέρια του, μπορεί να... ξεφύγει. Αντιμετωπίζουν τις κινούμενες εικόνες ως μαγεία. Γι' αυτό θεωρώ αηδιαστικό όλον αυτό τον εικονικό κόσμο. Χάνουμε την επαφή μας με την πραγματικότητα. Οχι ότι δεν υπάρχουν ωραίες ταινίες 3D».

- Πιστεύετε ότι θα άρεσε η ταινία σας στον Τατί;
«Τον συνάρπαζαν τα κινούμενα σχέδια. Αλλά δεν είμαι καν σίγουρος για το αν θα ήθελα να τον είχα συναντήσει. Καμιά φορά είναι καλύτερα να μη γνωρίζεις τους ήρωές σου. Αυτό που πάντοτε μου προκαλούσαν οι ταινίες του ήταν μια πολύτιμη αίσθηση παιδικότητας».

Η καρτουνίστικη «ανάσταση» του κ. Υλό

Ενα σενάριο του Ζακ Τατί με κεντρικό ήρωα το alter ego του έγινε ταινία

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο κομίστας Σιλβέν Σομέ έδωσε πνοή στο ευρωπαϊκό κινούμενο σχέδιο με το «Τρίο της Μπελβίλ» (2003), ένα πρωτοποριακό καρτούν που κατόρθωσε να φθάσει ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ και μάλιστα σε δύο κατηγορίες: καλύτερου κινουμένου σχεδίου και μουσικής. Σήμερα ο Σομέ επιστρέφει με τον «Θαυματοποιό» («Τhe illusionist»). Οπως ανακοινώθηκε προσφάτως, είναι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας animation, κάτι που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα προταθεί και για Οσκαρ.



Ο Σομέ δήλωσε «συγκινητική και συγχρόνως τιμητική μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα» και δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του που ο «Θαυματοποιός» αναγνωρίζεται σε επίσημες διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου. «Περισσότερο όμως», πρόσθεσε, «είμαι βαθιά συγκινημένος επειδή ο κόσμος βάζει αυτή την υπέροχη ταινία στην καρδιά του».

Ισως να μην μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο «Θαυματοποιός» είναι ένας καλλιτέχνης και διασκεδαστής της σκηνής του οποίου όμως η τέχνη πεθαίνει. Οι ροκ σταρ κλέβουν τη λάμψη του και εκείνος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται όλο και πιο αόριστες συμφωνίες με θέατρα, καφετέριες, μπαρ και πάρκα. Ωστόσο η συνάντησή του με την Αλίκη, ένα αθώο κορίτσι, θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Από μόνο του το θέμα συγκινεί, ακόμη πιο συγκινητική είναι όμως η ιστορία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του φιλμ, καθώς στηρίζεται σε ένα σενάριο του θρυλικού γάλλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Ζακ Τατί (1907- 1982), δημιουργού του περίφημου κ. Υλό, τον οποίο έχουμε «συναντήσει» σε υπέροχες, φίνες κωμωδίες, όπως ο «Θείος μου», το «Ρlaytime» και το «Τraffic».

Η ταινία «Ο θαυματοποιός» θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη στις αίθουσες σε διανομή Νutopia.

Το συρτάρι της Σοφί
«Επί χρόνια η κόρη του Τατί, Σοφί, είχε κρυμμένο το σενάριο του “Θαυματοποιού” σε ένα συρτάρι της» μας είπε ο Σιλβέν Σομέ στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου ο «Θαυματοποιός» έκανε την παρθενική προβολή του. Τυχαία, η Σοφί παρακολούθησε τη δημιουργία του «Τρίο της Μπελβίλ», της άρεσε η ατμόσφαιρα και πρότεινε στον Σομέ τη μεταφορά του «Θαυματοποιού» σε κινούμενο σχέδιο. «Σε καμία περίπτωση η Σοφί δεν ήθελα να δει κάποιον άλλον ηθοποιό να υποδύεται τον πατέρα της, επομένως το κινούμενο σχέδιο ήταν μια καλή λύση» μας είπε ο σκηνοθέτης. Δυστυχώς, η Σοφί Τατί δεν έζησε για να δει την ταινία ολοκληρωμένη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ - ΤΟ ΒΗΜΑ
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ

Στους κινηματογράφους από 23 Δεκεμβρίου

Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Αnimation
(Η τελετή θα γίνει στις 16 Ιανουαρίου 2011)


Σύνοψη:

Ο «Illusionist» είναι ένας καλλιτέχνης και διασκεδαστής της σκηνής του οποίου όμως η τέχνη πεθαίνει. Οι ροκ σταρ κλέβουν την λάμψη του κι εκείνος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται όλο και πιο αόριστες συμφωνίες με θέατρα, καφετέριες, μπαρ και πάρκα. Ωστόσο, όταν είχε επισκεφθεί μία πάμπ σε ένα χωριό της δυτικής ακτής της Σκοτίας συνάντησε την Αλίκη, ένα αθώο κορίτσι, που θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Καθώς παρουσιάζει την παράστασή του στους ενθουσιασμένους και κατάπληκτους κατοίκους του χωριού που γιορτάζουν την άφιξη του ηλεκτρισμού στο απομακρυσμένο τους νησί, η Αλίκη «μαγεύτηκε» και πείστηκε ότι τα κόλπα του ήταν πραγματική μαγεία.



Τον ακολούθησε στο Εδιμβούργο και εκεί του κρατούσε το σπίτι ενώ εκείνος ήταν στη δουλειά, σε ένα μικρό συνοικιακό θέατρο. Γοητευμένος από τον ενθουσιασμό της, την ανταμείβει με όλο και περισσότερα δώρα τα οποία «προέκυψαν» από τις ταχυδακτυλουργίες του. Δεν μπορεί να της αποκαλύψει ότι η μαγεία του δεν υπάρχει και απεγνωσμένος για να μην την απογοητεύσει, της αγοράζει αυτά τα «δώρα» με κίνδυνο να χρεοκοπήσει για τα καλά.

Καθώς η Αλίκη μεγαλώνει, φτάνει η στιγμή που ερωτεύεται και φεύγει. Τότε ο «Illusionist» δεν υποχρεούται πια να υποκρίνεται ότι είναι μεγάλος μάγος, και αποδεσμευμένος από την ίδια του την πλεκτάνη ξαναρχίζει τη ζωή του, ως πιο σοφός πια άνδρας.



Για την ταινία: Ο Sylvain Chomet μετά το «Τρίο της Μπελβίλ» επιστρέφει με μία ιστορία που βασίστηκε σε ανέκδοτο σενάριο του Γάλλου μίμου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Jacques Tati και αναφέρεται στην σχέση του ίδιου του Tati και της μεγαλύτερης κόρης του.
Όταν ανακοινώθηκε η ταινία ανάμεσα στις υποψηφιότητες Καλύτερου
Animation ο σκηνοθέτης της ταινίας είπε: «"Είναι συγκινητική και συγχρόνως τιμητική μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Προφανώς και είμαι ενθουσιασμένος που ο Θαυματοποιός αναγνωρίζεται σε επίσημες διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου -αλλά περισσότερο απ' αυτό– είμαι βαθιά συγκινημένος από το πως ο κόσμος βάζει αυτή την υπέροχη ταινία στην καρδιά του»



Μια ταινία της: VIDEORAMA FILMS
Διανομή: NUTOPIA ENTERTAINMENT

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

«Εχω κυνηγήσει πολλούς για αυτόγραφο»

Στον «Αντίχριστο» μας σόκαρε. Στο «Δέντρο που ψιθύριζε» η Σαρλότ Γκενσμπούργκ ταξιδεύει στην Αυστραλία και υποδύεται μια στοργική μητέρα.

Μόλις πριν από ένα χρόνο η Σαρλότ Γκενσμπούργκ προκαλούσε το κοινό του Φεστιβάλ των Κανών στο ρόλο μιας υστερικής γυναίκας που παρανοεί ύστερα από το θάνατο του μικρού της γιου, και φτάνει στο σημείο να κόψει την κλειτορίδα της.

Ηταν φυσικά στον αμφιλεγόμενο «Αντίχριστο» , που προκάλεσε, όπως κάθε ταινία του Λαρς Φον Τρίερ, μίση και πάθη. Ξεχάστε όμως, την υστερία, που της χάρισε μάλιστα βραβείο ερμηνείας πέρυσι στο Φεστιβάλ. Τώρα θα τη δούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό κινηματογραφικό προφίλ, ως μια τρυφερή και στοργική μητέρα τεσσάρων παιδιών στο «Δέντρο που ψιθύριζε» της Τζούλι Μπερτουτσέλι, που προβάλλεται αύριο και την Τετάρτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Στις αίθουσες θα βγει στις 9 Δεκεμβρίου από την «Nutopia». Στην ταινία, που έχει γυριστεί στην Αυστραλία, «πρωταγωνιστεί» κι ένα τεράστιο δέντρο, που τα κλαδιά του απλώνονται μέχρι τον ουρανό. Με αυτό αναπτύσσει η οικογένεια μια περίεργη μεταφυσική σχέση, όταν ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Η μικρή κόρη μάλιστα, μιλώντας στις ρίζες του δέντρου, νομίζει ότι επικοινωνεί με τον πατέρα της. Ο ρόλος της στον «Αντίχριστο» είναι φυσικά που θα έκανε περήφανο τον προβοκάτορα πατέρα της, Σερζ Γκενσμπούργκ. Συναντήσαμε την Σαρλότ Γκενσμπούργκ, που θυμίζει κάτι από την επίσης γοητευτικά άσχημη Πάτι Σμιθ, στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών, και μας μίλησε για τη νέα της ταινία αλλά και για τον Λαρς Φον Τρίερ.

-Πώς σας φάνηκε αρχικά η ιδέα να πάτε στην Αυστραλία να γυρίσετε ταινία; Η απόσταση δεν σας αποθάρρυνε;
«Να σας πω την αλήθεια, όταν δέχτηκα, νόμισα ότι θα προσποιούμαστε ότι είμαστε στην Αυστραλία! Μόνο όταν βρέθηκα εκεί, κατάλαβα γιατί το μέρος ήταν τόσο σημαντικό για την ταινία. Είδα το δέντρο μπροστά μου και συνειδητοποίησα ότι το "Tree" δεν θα μπορούσε να γίνει αλλού. Ημασταν ελάχιστοι Γάλλοι. Ολο το συνεργείο ήταν Αυστραλοί. Μπήκαμε εντελώς στον κόσμο τους. Ολη η εμπειρία ήταν σαν μια παρένθεση για εμένα. Βρισκόμουν στην άλλη άκρη του κόσμου, σε απομόνωση. Δεν μπορούσα καν να τηλεφωνήσω σε φίλους μου στη Γαλλία, λόγω της διαφοράς ώρας. Είχα το μυαλό μου μόνο στην ταινία, παρόλο που είχα αφήσει πίσω τον δίσκο μου. Ούτως ή άλλως, δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα».

-Ησασταν, δηλαδή, λίγο εκτός... κόσμου;
«Εντελώς. Δεν είχα νιώσει ποτέ πριν τη δύναμη της φύσης. Πήγαμε στη ζούγκλα, σε άγρια μέρη. Στην Αυστραλία όλα είναι έντονα: Η βροχή γίνεται καταιγίδα. Φοβόμουν τόσο πολύ τα φίδια. Και οι νυχτερίδες ήταν τρομακτικές. Ηξερες, επίσης, ότι μπορούσες να πεθάνεις από το τσίμπημα ενός μικροσκοπικού εντόμου. Ολα αυτά σε τρομοκρατούν».

-Εμπειρία με δέντρο είχατε πάντως πρόσφατη, στον «Αντίχριστο» του Λαρς Φον Τρίερ στη φοβερή σκηνή όπου κάνετε έρωτα με τον Γουίλιαμ Νταφόε...
«Και έλεγα πότε θα το αναφέρετε! Τελικά, κάτι τρέχει με εμένα και τα δέντρα. Για μένα οι δύο ταινίες συνδέονται στον πυρήνα τους: Η φύση, η απώλεια, ο θάνατος. Είναι περίεργο γιατί είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Η μητέρα που υποδύομαι στο "Δέντρο που ψιθύριζε" δεν έχει καμία σχέση με αυτή στον "Αντίχριστο". Εκεί πέρασα άλλο μεγάλο πόνο. Κάποιος με ρώτησε αν τελικά αυτές οι δύο ταινίες με έκαναν να σκέφτομαι περισσότερο τον θάνατο. Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω κάτσει να αναλύσω τι σημαίνουν οι επιλογές ρόλων που κάνω. Και μάλλον δεν θα το κάνω».

-Οταν ο Τρίερ σάς πρότεινε πάλι να συνεργαστείτε για τη νέα του ταινία «Melancholia», τι σκεφτήκατε;
«Ενθουσιάστηκα. Αλλη μία εμπειρία με τον Λαρς... Δεν ζήτησα καν να διαβάσω το σενάριο».

-Ριψοκίνδυνο αυτό. Ποιος ξέρει τι θα περάσετε πάλι...
«Να σας πω την αλήθεια, έχω έναν φόβο. Το ότι είπα "ναι" δεν σημαίνει ότι είμαι εντελώς χαλαρή και ότι όλα θα είναι εύκολα. Εχω πολύ άγχος. Αλλά του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Στον "Αντίχριστο", όταν είχαμε μια δύσκολη σκηνή, ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο μου. Αυτό με καθησύχαζε πολύ. Η καινούρια ταινία, όμως, θα είναι τόσο διαφορετική. Θα έχει πολλούς ηθοποιούς. Επειδή λάτρεψα τη σχέση που είχα μαζί του, ίσως να είναι απαίσια αυτή τη φορά».

-Στο «Δέντρο που ψιθύριζε» δεν σας δυσκόλεψαν τα γυρίσματα με παιδιά;
«Δεν ήταν εύκολα. Οταν ένα παιδί δεν έχει όρεξη να κάνει γύρισμα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Από την άλλη, ήταν και γοητευτικό. Γιατί στα γυρίσματα με παιδιά δεν μπορείς να αποφύγεις τον αυτοσχεδιασμό. Αλλά πρέπει να σας πω ότι είχα πάρει στην Αυστραλία και τα δυο μου παιδιά. Και η Τζούλι τα δικά της. Υπήρχαν δάσκαλοι για να τους κάνουν μαθήματα. Συνήθως όταν παίρνεις τα παιδιά σου στη δουλειά πρέπει να κάνουν ησυχία. Εδώ δεν ίσχυε αυτό. Πάντως, το κλίμα δεν σήκωνε και πολύ τους άντρες! Η ταινία ήταν γυναικεία υπόθεση».

-Νιώσατε διαφορετικά που σας σκηνοθετούσε μια γυναίκα;
«Εντελώς. Αλλά νιώθω περίεργα να το συζητάω. Γιατί αν ήταν ακόμα ένας άντρας σκηνοθέτης, δεν θα το κάναμε θέμα».

-Στην ταινία η οικογένειά σας βρίσκει παρηγοριά για τον θάνατο σε ένα δέντρο. Εσάς τι σας παρηγορεί στην πραγματική σας ζωή;
«Σίγουρα όχι η φύση. Η οικογένεια μου, οι δικοί μου άνθρωποι. Αλλά ισχυρή επίδραση πάνω μου έχουν τα σπίτια με αναμνήσεις. Τα νιώθω ως καταφύγια. Στο σπίτι του πατέρα μου νιώθω έτσι».

-Στην καριέρα σας αλλά και στη ζωή σας, ως παιδί διάσημων καλλιτεχνών, έχετε γνωρίσει πολλούς σταρ και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Σας έχει τύχει να κυνηγήσετε κάποιον για αυτόγραφο ή να νιώσετε φαν κάποιου καλλιτέχνη;
«Μα φυσικά. Αλλά είναι τόσο ντροπιαστικό να ομολογείς τέτοια πράγματα. Τα τελευταία χρόνια είμαι μεγάλη φαν του Τομ Γιορκ των Radiohead. Τον γνώρισα κιόλας».

-Θα του ζητούσατε να σας κάνει την παραγωγή σε επόμενο δίσκο;
«Με τίποτα. Ντρέπομαι πολύ. Υπήρξα τυχερή»

-Και με τους ρόλους, είστε το ίδιο παθητική; Περιμένετε, δηλαδή, να χτυπήσει το τηλέφωνό σας ή παίρνετε και πρωτοβουλίες;
«Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω καταλάβει πώς λειτουργώ. Εχω υπάρξει τυχερή έως τώρα. Επεσαν στα χέρια μου ωραία σενάρια, συνάντησα σκηνοθέτες με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ. Νιώθω ότι τους σκηνοθέτες που θαυμάζω, τους θαυμάζουν κι άλλοι. Οπότε δεν έχει νόημα να τους χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω να με... προσλάβουν. Το είχα κάνει, βέβαια, κάποτε στον Μορίς Πιαλά. Αλλά ήμουν μεγάλη για τον ρόλο. Ξέρετε όμως, δεν είμαι τόσο μέσα στο κύκλωμα των σκηνοθετών και των ηθοποιών. Ζω μια ήρεμη ζωή στο Παρίσι, σε έναν στενό και προσωπικό κόσμο».

-Πώς νιώσατε όταν βγήκε στη Γαλλία η ταινία του Ζοάν Σφαρ για τον πατέρα σας;
«Δεν την έχω δει και δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν είμαι θυμωμένη. Απλώς δεν θέλω».

-Ναι, αλλά αρχικά υποτίθεται συζητούσατε με τον σκηνοθέτη να υποδυθείτε εσείς τον πατέρα σας. Τι άλλαξε μετά;
«Αλήθεια είναι αυτό. Γνωριστήκαμε με τον Ζοάν και κάναμε κάποιες κουβέντες. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα με κανένα τρόπο να μπλεχτώ στην ταινία. Δεν με πειράζει που έγινε. Είμαι σίγουρη ότι οι ηθοποιοί είναι καλοί. Η ταινία συνέπεσε με την κυκλοφορία του δίσκου μου και όλοι οι δημοσιογράφοι με ρωτούσαν για τον πατέρα μου. Δεν ήταν εύκολο».*

ΠΗΓΗ: Επτά, Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010