Σελίδες

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Aνοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα

Ο Σταύρος, μεσήλικας ψιλικατζής, βουλιαγμένος στη νωθρή επανάληψη της καθημερινότητάς του, παρέα με τρεις αργόσχολους φίλους του, ζει παρέα με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα σε μια μίζερη γωνιά της Αθήνας. Αδυνατώντας να χωνέψει τον χωρισμό του με την πρώην γυναίκα του, περνά τις ώρες του με τους άλλους τρεις χαζεύοντας - πότε κοροϊδεύοντας τους μετανάστες Κινέζους της γειτονιάς που δουλεύουν νυχθημερόν και πότε όποιον Αλβανό γαβγίσει ο σκύλος της παρέας.
Η απόφαση του δήμου να αναρτήσει μνημείο πολιτισμικής φιλίας μεταξύ των λαών στη διασταύρωση των συνοικιακών δρόμων έξω από το ψιλικατζίδικο -σημείο αυτοσχέδιου ποδοσφαιρικού γηπέδου για την παρέα- εξοργίζει τους τέσσερις, ενώ την ίδια ώρα η γριά μητέρα του Σταύρου αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός Αλβανού εργάτη, με το όνομα Μαρενγκλέν, το χαμένο της παιδί, αυτό που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω όταν πριν από χρόνια έφυγε από την Αλβανία.
Μιλώντας άψογα Αλβανικά και αγκαλιάζοντας τον νεοφερμένο γιο, η κυρα-Χαρίκλεια δίνει ένα σοκαριστικό χαστούκι στην πραγματικότητα του Σταύρου, που από τη μία πρέπει να αποδεχτεί τις αλβανικές ρίζες του και από την άλλη να αντιμετωπίσει την αγνωμοσύνη και την ξενοφοβία των φίλων του...
Η επιστροφή του Φίλιππου Τσίτου, οκτώ χρόνια μετά το τρυφερό και παραμελημένο στα ελληνικά κινηματογραφικά ταμεία «Μy sweet home», ανοίγει τομή στη νοοτροπία του Ελληνα, εκείνου που επιμένει να μένει αμέτοχος και φοβισμένος απέναντι σε καθετί καινούργιο.
Και το κάνει ψύχραιμα, με το γάντι, ακολουθώντας προσεκτικά στον αφηγηματικό του ρυθμό τη ραθυμία των ηρώων του, καδράροντας με νόημα την απαίδευτη ματιά και τον αστείο «λεβέντικο» ρατσισμό τους σε ένα παγκόσμιο χωριό που αλλάζει αδιάκοπα με εκείνους να μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν (εξ ου και ο ειρωνικός τίτλος «Ακαδημία Πλάτωνος»).
Αργά αργά, μέσα από ένα μινιμαλιστικό ύφος, που φέρει το στίγμα ενός ευρωπαϊκού σινεμά εναρμονισμένου με τις ιδιαιτερότητες των Βαλκάνιων χαρακτήρων του, ξετυλίγεται η θλίψη μιας παρατημένης γενιάς που κρύφτηκε κάτω από τον απομονωτισμό της και απέμεινε έρημη να παρατηρεί, χωρίς να κατανοεί.
Ο παλιο-ροκάς Σταύρος (ο Αντώνης Καφετζόπουλος σε μια εσωτερική ερμηνεία είναι ο ιδανικός ενσαρκωτής ενός λούμπεν τεμπελχανά, που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η ίδια η μάνα του αναποδογυρίζει τα στεγανά στα οποία πίστευε μια ζωή) μπορεί να μην αναμορφωθεί εντελώς μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισης του «αδερφού» του, που θα παραμείνει μυστήριο έως το φινάλε, αλλά θα μπει τουλάχιστον σε μια διαδικασία να κοιτάξει τον εαυτό του.
Αυτός είναι και ο στόχος του φιλμ, το οποίο, ακόμη κι αν κουράζει ανά στιγμές με τους αργούς ρυθμούς και τη στατική πλανοθεσία του, κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη σάτιρα και στο δράμα, στην κριτική και στην κρίση, αφήνοντας τα συμπεράσματα στο βλέμμα του καθένα από εμάς.

ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: