Σελίδες

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Απομεινάρια κάτω από τα ερείπια

Κάποτε λεγόταν Γιουγκοσλαβία. Τώρα λέγεται… όπως θέλει ο καθένας. Κάποτε λεγόταν Τίτο Βέλες, τώρα λέγεται σκέτο Βέλες. Κι αν μια χώρα αναζητά απεγνωσμένα την ταυτότητά της, τότε τι να πει κανείς για τη μελαγχολία των ανθρώπων που γεννήθηκαν κάπου και σήμερα βρίσκονται αλλού. Και μάλιστα χωρίς να μετακινηθούν.
Η Τεόνα Στρουγκάρ Μιτέφσκα γεννήθηκε στο Τίτο Βέλες, που σήμερα το λένε σκέτο Βέλες. Ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που βρέθηκαν ξεκρέμαστοι, έχασαν την πατρίδα τους, πιθανόν και δικούς τους ανθρώπους και ψάχνουν κάτι για να στηριχθούν. Κακά τα ψέματα, ό,τι και να λέμε, οι ρίζες, οι μνήμη, η αίσθηση του «ανήκειν», είναι μεγάλο πράγμα. Και η Μιτέφσκα επιδίδεται σε μία συναρμολόγηση ενός δύσκολου παζλ, που όλο και κάποιο κομμάτι θα του λείπει. Το παζλ σχηματοποιείται, περνά στο χαρτί, γίνεται σενάριο και καταλήγει σε φιλμ. Η ταινία έχει έναν σπαρακτικά απλό τίτλο, «Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες», και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η γεννημένη το 1974 σκηνοθέτιδα επέλεξε να μιλήσει για τους χαμένους ανθρώπους στα απομεινάρια μιας χώρας.
Μολυσμένη πόλη, μολυσμένες ψυχές
Η Αφροδίτη, η Σλάβιτσα και η Σάφο. Τρεις αδελφές που ζουν μόνες στο Τίτο Βέλες. Ο πατέρας τους έχει πεθάνει, η μητέρα τους τις έχει εγκαταλείψει. Η σκηνοθέτιδα, Τεόνα Στρουγκάρ Μιτέφσκα, λέει για την ιστορία από την οποία εμπνεύστηκε την ταινία: «Το καλοκαίρι του 2003, διάβασα σε τοπική εφημερίδα μια τραγική είδηση για δύο αδερφές, που χάθηκαν μέσα στις φλόγες από πυρκαγιά που ξέσπασε στο πατρικό τους σπίτι. Οι δύο αδερφές βρέθηκαν απανθρακωμένες, να κρατάει η μια το χέρι της άλλης. Λίγο αργότερα αποκαλύφθηκε ότι και οι δυο έκαναν χρήση ηρωίνης και ότι η εξάρτησή τους ήταν μάλλον αυτή που οδήγησε στον άδικο χαμό τους».
Το Βέλες είναι μια πόλη μολυσμένη από τα αστικά απόβλητα. Εκεί ζουν η τρεις αδελφές, με την Αφροδίτη να έχει «χάσει» τη φωνή της, τη Σλάβιτσα να παλεύει με το δικό της δαίμονα γραμμένη σε πρόγραμμα μεθαδόνης και τη Σάφο να ονειρεύεται να φύγει, να πάει στη γειτονική Ελλάδα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Τρεις αδελφές, τρεις κατεστραμμένοι άνθρωποι. Η κάθε μία από αυτές ζώντας κλεισμένη στο δικό της κόσμο, της απομόνωσης, της καταστροφής, της ελπίδας.
Και τι ταινία είναι αυτή; Οπωσδήποτε δεν είναι από εκείνες που θα σας κάνουν να χαμογελάσετε, ούτε να περάσετε μια βραδιά ευχάριστα ανώδυνη.
Η ταινία «Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες» της Τεόνα Στρουγκάρ Μιτέφσκα, κουβαλά μέσα στις φλέβες της την πίκρα της απώλειας και την αγωνία της αναζήτησης. Βαθειά συναισθηματική ταινία, όχι δακρύβρεκτη, αλλά με ένα συναίσθημα που έρχεται από το ρεαλισμό της εικόνας. Και ο ρεαλισμός αυτός, πιστέψτε με, δεν είναι για χαβαλέ αλλά απαιτεί συνειδήσεις εν εγρηγόρσει.Ο χώρος είναι καταθλιπτικός, το Βέλες μοιάζει βυθισμένο στην παρακμή. Και εκεί κινούνται οι ηρωίδες της Μιτέφσκα. Εγκλωβισμένες, μέσα σε ένα διαρκές αδιέξοδο θύματα της διάλυσης. θύματα μιας διαλυμένης οικογένειας, θύματα μιας διαλυμένη χώρας. Αλλά και φορείς αναζήτησης απαντήσεων σε ερωτήματα του τύπου «ποια είμαι;».
Ταινία αργών ρυθμών και ψυχολογικής προσέγγισης των χαρακτήρων, τους οποίους παρακολουθούμε εν εξελίξει αλλά και αναμοχλεύοντας το παρελθόν τους. Και είναι χαρακτήρες εύθραυστοι, συναισθηματικά ευάλωτοι. Χαρακτήρες που δε στερούνται πάθους, που δεν παριατούνται, όσο κι αν συχνά νομίζει κανείς πως συμβαίνει το αντίθετο. Και χαρακτήρες έτοιμοι να δώσουν, να προπσφέρουν, θα φτάσουν μέχρι και στη θυσία.
Απώλειες κι αναζητήσεις
Βλέποντας την ταινία μπαίνεις στον πειρασμό να την αποκρυπτογραφήσεις. Είναι σαφές πως η σκηνοθέτιδα δεν επιθυμεί να μείνει ο θεατής σε μία πρώτη ανάγνωση, δηλαδή στο προφανές της ιστορίας που αφηγείται. Και τότε αρχίζει το ξεκοκάλισμα. Σε αυτό βοηθά και ο γοητευτικός μινιμαλισμός της εικόνας, ο οποίος δεν σε παρασέρνει αλλά σε αφήνει να κοιτάξεις καλύτερα. Και τι βλέπεις από πίσω; Τη θλίψη της απώλειας. Και είναι πολύ σκληρή, που να πάρει, η απώλεια. Χάνουμε ανθρώπους, χάνουμε όνειρά, χάνουμε αναμνήσεις. Ναι, δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βλέπεις την πατρίδα σου να γίνεται κομμάτια, δεν είναι εύκολο να βλέπεις ερείπια και νεκρούς, είναι αβάσταχτο να αλλάζουν όλα γύρω σου και εσύ απλά να κοιτάζεις. Και είναι τραγικό να βλέπεις τη γοητευτική ουτοπία του Σοσιαλισμού να καταρρέει. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, ο κόσμος των ανθρώπων αυτών, ακόμη και των αντιπάλων του καθεστώτος, ήταν αυτός. Και μέσα σε αυτόν έκαναν σχέδια, μεγάλωναν τα παιδιά τους, σπούδαζαν και εργαζόταν. Και όταν όλα γίνονται κουλουβάχατα, ψάχνεις για πατερίτσες, προσπαθείς να ανακαλύψεις ποιος, εν τέλει, είσαι!
Η σεναριακή δομή της ταινίας είναι σταθερή. Δεν αντιμετωπίζει προβλήματα με το στόρι που χρησιμοποιεί αφού ούτε κι αυτό είναι προφανές. Διαθέτει το προσόν της μη προβλεψιμότητας και επί πλέον αφήνει χώρο για σκέψεις πάνω στην ψυχολογία των ηρώων. Η σκηνοθεσία μοιάζει συχνά επίπεδη και χωρίς εντάσεις, αλλά παρόλα αυτά έχει ρυθμό και δίνει χώρο για «ανάσες», δεν «πλακώνει» το θεατή μιλάει στο συναίσθημα αλλά και με διεισδυτικότητα δοκιμίου αναλύει μια ολόκληρη κατάσταση πραγμάτων σε μια περιοχή που ακόμη προσπαθεί να βρει το δρόμο της.
Στο φινάλε έχουμε να κάνουμε με μια ταινία φορτισμένη συναισθηματικά. Οι ηρωίδες σπάνια γελούν, είναι μια ταινία γεμάτη θλίψη, τη γνωστή μας βαλκανική θλίψη. Κι αν κάπου συναντάμε τον Κουστουρίτσα, των πρώτων του ταινιών, αχνοφαίνεται δειλά και ο Μίλτσιο Μαντσέφσκι –συμπατριώτης της σκηνοθέτιδας- αν και η Μιτέφσκα είναι περισσότερο ανθρωποκεντρική από τον τελευταίο. Η σκηνοθέτιδα από την Π.Γ.Δ.Μ. έχει το δικό της στιλ και τη δική της προσέγγιση των θεμάτων. Αναζητά τη δική της ταυτότητα μέσα στο τοπίο του μεταγιουγκοσλαβικού κινηματογράφου και ως φαίνεται κερδίζει μία καλή θέση.
Ας τη γνωρίσουμε
Η Τεόνα Στρουγκάρ Μιτέφσκα γεννήθηκε το 1974 και κατάγεται από μια καλλιτεχνική οικογένεια. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Η σχέση της με την κάμερα ξεκίνησε από νεαρή ηλικία, ως ηθοποιός. Αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στις γραφικές τέχνες και τη ζωγραφική. Μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη καριέρα στη διαφήμιση, αποφάσισε να στραφεί στη σκηνοθεσία σπουδάζοντας κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο το 2001 με μια μικρού μήκους ταινία (“VETA”), για την οποία απέσπασε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Η ταινία «Πως σκότωσα έναν άγιο» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους που ολοκλήρωσε, με την υποστήριξη της εταιρείας παραγωγής «Sisters and Brother Mitevski Production», που ίδρυσε μαζί με την αδερφή της Λαμπίνα Μιοτέφσκα (υποδύεται την Αφροδίτη και έχει παίξει στις ταινίες του Μάικλ Γουίντερμποτομ «Καλώς ήρθατε στο Σεράγιεβο» και «Σε θέλω») και τον αδερφό της, Βουκ Μιτέφσκι, που είναι γλύπτης και ζωγράφος στη Νέα Υόρκη. Το «Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες» είναι η δεύτερη σε σειρά ταινία της, που συνεχίζει το ταξίδι της μέχρι και σήμερα σε πολλά φεστιβάλ του κόσμου. Το σενάριο της ταινίας φέρει τη δική της υπογραφή, όπως συμβαίνει και με όλες τις ταινίες που σκηνοθετεί.
Ιδού, λοιπόν, μια ευκαιρία για να μάθουμε τι κάνουν οι γείτονές μας. Επειδή εκτός από κάτι τύπους σαν τον πρωθυπουργό της Π.Γ.Δ.Μ., κ. Γκρουέφσκι, που αποφάσισε να υψώσει ένα τεράστιο άγαλμα του «προγόνου» του Μεγάλου Αλέξανδρου στα Σκόπια, υπάρχουν και άνθρωποι σαν την Τεόνα Στρουγκάρ Μιτέφσκα, που κάνουν ταινίες. Και εμείς αυτούς προτιμούμε και όχι τους αλαλάζοντες εθνικιστές της γειτονικής χώρας.


Η ΕΠΟΧΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: